Η γυναίκα που εκλιπαρεί και εξευτελίζεται προκειμένου να κάνει έρωτα ή μια οποιαδήποτε ερωτική σχέση με τον οποιονδήποτε, η τσούλα.
- Η Χ είναι γνωστή σπερματοζητιάνα, όπου δει κλαρί, ορμάει!
Η γυναίκα που εκλιπαρεί και εξευτελίζεται προκειμένου να κάνει έρωτα ή μια οποιαδήποτε ερωτική σχέση με τον οποιονδήποτε, η τσούλα.
- Η Χ είναι γνωστή σπερματοζητιάνα, όπου δει κλαρί, ορμάει!
Συνώνυμο: τσιμπουκοζητιάνα
Got a better definition? Add it!
Αυτός που ντύνεται με γραβάτα-κοστούμι αλλά είναι ή εντελώς άσχετα και παράταιρα το παντελόνι με το σακάκι ή τη γραβάτα ή το πουκάμισο, ή είναι πολύ παλιάς μόδας, και γενικά τον φοράει το ρούχο και δεν το φοράει. Είναι ο τύπος που φοράει κουστούμι για να πάει στο σκυλάδικο και να το παίξει κάποιος ενώ στην καθημερινότητα ντύνεται με ό,τι βρει. Αυτός που προσπαθεί να το παίξει κυριλέ.
Ο Χ είναι γυφτοκυριλές, πάει στα μπαράκια με κολλημμένο μαλλί, κουστουμιά και άσπρη καλτσούλα και νομίζει ότι κάποιος έγινε!
Got a better definition? Add it!
Υβριστικά ο Ελλαδίτης, αποκαλούμενος έτσι από Ελληνοκύπριο.
- Καλά με πουστοκαλαμαράδες κάνεις παρέα;
Got a better definition? Add it!
Απόλυτη πεποίθηση ότι η επαπειλούμενη ζημία ή βλάβη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή δεν έχει το θάρρος ο απειλών να την πραγματοποιήσει. Εμφατικό του «θα μου κλάσει τ'αρχίδια».
- Ο Χ λέει μη σε πετύχει γιατί θα σε σκίσει!
- Καλά που μου το είπες, όταν έρθει σπίτι να θυμηθώ να τον κεράσω μια φασολάδα για να μου κλάσει τ'αρχίδια!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
H αγγαρεία, το χώσιμο στον στρατό.
- Πάλι εγώ θα πάω μαγειρεία; Πολύ χοσέ αρμάντο πέφτει!
Got a better definition? Add it!
Άστα να πάνε, την πάθαμε, αποτυχία, εμφατικό του απλού γάμησέ τα.
- Σε κάλεσαν για συνέντευξη; Όχι; Ούτε εμένα, γάμησέ τα στην κασέτα!
Got a better definition? Add it!