Όταν κάποιο αντικείμενο ή άτομο κρύβει κάτι που θέλουμε να δούμε.
- Κοίτα ρε μια γκομενάρα που μόλις μπήκε στο μαγαζι!
- Δεν μπορώ ρε συ, με τον ψηλό που μπήκε μπροστά έχω ήχο αλλά δεν έχω εικόνα.
Όταν κάποιο αντικείμενο ή άτομο κρύβει κάτι που θέλουμε να δούμε.
- Κοίτα ρε μια γκομενάρα που μόλις μπήκε στο μαγαζι!
- Δεν μπορώ ρε συ, με τον ψηλό που μπήκε μπροστά έχω ήχο αλλά δεν έχω εικόνα.
Got a better definition? Add it!
Ο γκέι στα Κρητικά.
- Ζεμίσαν πάλι τζέηδες τα Σφατσιά Μιχαλιό!
Got a better definition? Add it!
Άτομο που είναι μπατίρης και χρωστάει παντού.
- Ρε σύ, ο Μάκης μου ζήτησε δανεικά 1000 ευρώ, να του τα δώσω;
- Ούτε που να το σκέφτεσαι, πρόκειται γιά πολυ μεγάλο μπατάκι που χρωστάει σ'όποιον μιλάει ελληνικά στην Ελλάδα.
Got a better definition? Add it!
Άνδρας ο οποίος συνοδεύει γυναίκες που του αρέσουν αλλά δεν κάνει σεξ μαζί τους και περιορίζεται στο μπαλαμούτι, συνήθως γιατι δεν του κάθονται.
- Αν δεν μου καθίσει κι απόψε η Ιουλία, δεν ξαναβγαίνω μαζί της... Βαρέθηκα να κάνω τόσον καιρό τον αγκαλίτσα!
Got a better definition? Add it!
Υβριστικότατη έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι μάγκες στους τεκέδες για άτομα που θεωρούσαν ψευτόμαγκες και ψευτονταήδες.
- Όχι ρε και να φοβηθώ το Δημητράκη. Αυτός είναι «κλάσε μάγκα να φουμάρω».
Got a better definition? Add it!
Κάνω μαλακία. Από την γνωστή πράξη, όπου η υπερβολή της κίνησης συμπεριφέρεται στο δέρμα του ανδρικού μορίου σαν να ήταν λάστιχο!
- Σού είπα ρε Μάκη να το χειριστείς με λεπτότητα το θέμα, αλλά εσύ έκανες το πετσί λάστιχο.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αργκό του χρηματιστηρίου. Υποδηλώνει την πώληση μεγάλης ποσότητας κάποιας μετοχής, με σκοπο το ξεφόρτωμά της.
Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ. (=Αυτός που πούλησε και ξεφορτώθηκε είναι και αυτός που έχει το χρήμα που δεν χάνεται από υποαξίες.)
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην περιοχή της Θεσσαλίας. Δηλώνει άτομο συνήθως χαμηλής μόρφωσης και καλλιέργειας, με παρουσιαστικό στα όρια της κακογουστιάς (μαλλιά & ντύσιμο) που σε παρέες διασκεδάζει κάνοντας φασαρία και ενοχλώντας τους διπλανούς του.
Στο μπαρ χθες το βράδυ ήταν ωραία, μέχρι που πλάκωσαν κάποια γκαφάλια και την πέφτανε στις σερβιτόρες.
Got a better definition? Add it!