Κυριολεκτικά το γεννητικό όργανο της προβατίνας. Μεταφορικά απαξιωτική φράση για το γυναικείο αιδοίο. Δίνει την επιπρόσθετη εικόνα του ξεχυλωμένου, του κρεμάμενου, του πολυχρησιμοποιημένου γυναικείου γεννητικού οργάνου.

Κοίτα τα αρνιόμουνα που θέλουνε τραγόπουτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αουτσάιντερ που τη βγαίνει σα γενικός γαμάουα και κατατροπώνει τους γλειφτοσπασίκλες με τα κουστούμια και το καρέ μαλλάκι. Διαβασμένος, εμπεριστατωμένος, αγέρωχος - μιλάει και οι υπόλοιποι ανοίγουν βιβλία για να καταλάβουν τι λέει. Είναι ο μοναχικός καβαλάρης που εκδικείται για το λαό κάνοντας ακόμα και σκληρό σεξ σε όποιον/όποια του αντισταθεί.

- Πω, πω δεν του κουνήθηκε κανένας στη συνέλευση της πολυκατοικίας.
- Μεγάλος βαρουφάκ παιδί μου...

(από Khan, 03/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή που αρέσκεται στο να γλείφει τους ανδρικούς όρχεις.
  2. Μεταφορικά αυτή που για να ανέβει κοινωνικά/οικονομικά είναι ικανή να κάνει και αυτή την πράξη.
  1. Τι αρχιδογλείφτρα αυτή η Γραμματική ρε συ Μήτσο!.
  2. Έγινε διευθύντρια με απολυτήριο λυκείου η αρχιδογλείφτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έμεινε επιτόπου, ξερός, πεθαμένος.

Πήγα το πρωί και τονε βρήκα καρούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγάλος γαμιάς, αυτός που ξεσκίζει τα μουνιά.

- Σε πήδηξε ο Ρούλης μωρή;
- Αχ μεγάλος σκισομήτρας Βαρβάρα μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που ολοένα γυρνά γύρω από ένα μουνί ή μπλέκεται με τις μουνότριχες. Του αρέσει να ασχολείται με γυναικείες δουλειές και μπλέκεται όλο στα πόδια της γυναίκας του. Κάνει στην πεθερά του και στις κουνιάδες του τον ταξιτζή, το μάγειρα, σερβίρει το τσάι όταν έρθει γυναικοπαρέα επίσκεψη στο σπίτι. Αφού σερβίρει τον διώχνουν και κάθεται σαν τον ψωριάρη στην κουζίνα από όπου προσπαθεί να κρυφακούσει. Πού και πού έρχεται η μικρή του κόρη μέσα και τον ρωτά ερωτήσεις του τύπου "μπαμπά γιατί η θεία Λένα λέει ότι είσαι μεγάλος παπάρας;" Όταν η γυναίκα του κάνει μπάνιο πάει και μαζεύει τις μουνότριχες από τη μπανιέρα για να μη βουλώσει.

- Ρε συ ο Μήτσος είπε ότι δεν έρχεται στο ματς γιατί η γυναίκα του του έχει βάλει να κάνει δουλειές.
- Άσ' τονε μωρέ το μουνότριχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλλην αρχιτέκτων ή πολ. μηχανικός μακρυνός συγγενής του Καλατράβα, ο οποίος από την ανεργία λόγω κρίσης δεν έχει τι άλλο να κάνει παρά να την παίζει όλη μέρα.

- Πω πω ρε μαλάκα ο Μήτσος λέει οτι έχει να πάρει νέα δουλειά εδώ και τρία χρόνια..
- Ναι ρε τον φωνάζουν καβλατράβα στην πιάτσα.

Έργο του Ca(v)latrava κυριολεκτικά μουνί. (από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά αυτός που από την απλυσιά βρωμάει η ψωλή του. Μεταφορικά κάτι μεταξύ ύπουλου και αρχίδα.

- Πο πο, κόντεψα να ξεράσω όταν γδύθηκε Μάγδα μου. Τι βρωμοψώλης αυτός ο Μάνος.

- Νομίζει οτι θα μου φάει το σπίτι ο βρωμοψώλης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θρυλικός βοσκός σε κάποιο ελληνικό νησί ο οποίος ήταν μακροβιότατος και το γεννητικό του όργανο, κατά μαρτυρίες πολλών ανδρών και γυναικών, έφτανε σε χαλαρή κατάσταση έως το γόνατό του. Είχε αλλάξει αρκετές φορές συζύγους, καθώς αυτές έφευγαν έντρομες όταν το αντίκριζαν σε στύση.

- Πω πω Ευδοκία μου τι πούτσα έχει ο Γιάννης μου!
- Ναι; Σαν του Γιαγκούλα;

(από Khan, 05/12/14)(από Khan, 05/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτή που αρέσκεται στο στοματικό σεξ ακόμα και στα πεταχτά, σε κανένα σοκάκι, καμιά πιλοτή πολυκατοικίας ή στο ασανσέρ. Μεταφορικά η βλαμμένη και τεμπέλα γυναίκα.

  1. Αυτή η ψωλοσφυρίχτρα η Μιμή δεν έχει το θεό της - με στρίμωξε στις σκάλες ρε!
  2. Τι λε ρε Βασίλη; Αν περιμένω από τη ψωλοσφυρίχτρα τη γυναίκα μου να μαγειρέψει σώθηκα!

(από Khan, 06/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified