Θεραπευτικό συστατικό της ρακής.

- Να κεράσω ένα καραφάκι;
- Όχι ευχαριστώ, παίρνω αντιβίωση γιατί έχω κρυολόγημα.
- Μαλακίες, κατέβασε λίγη ρακομικήνη να στανιάρεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιοχή του κεντρικού Λονδίνου όπου αφθονούν οι ψωλές (pricks).

- Where do you get your kicks nowadays;
- I go down Piccadilly Circus for that sort of thing… plenty of pricks to get my kicks!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνικό ροκ συγκρότημα της δεκαετίας 1970 με αρχηγό τον γνωστό μετέπειτα σκυλά Χρήστο Κυριαζή. (Λέτε να κατάγεται από εκεί η μόδα προκάκι μαλλί της δεκαετίας του 90;)

Π**ΟΛΛΟΙ
**Ρ
ΟΚΑΔΕΣ ΟΜΩΣ ΚΑΝΕΙΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ

- Είμαι ροκάς, γουστάρω Πρόκες...
- Κι' εγώ επίσης, αλλά προτιμώ Procol Harum

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «Οδύσσεια» του Ομήρου κατά μία έννοια.

Όλοι οι βλάμηδες στην Τροία
μας εκλάσανε τα τρία,
Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες
και σειρήνες και γοργόνες,
τα παλέψαμε στα ίσια,
μα δεν κάνουν μιά Οδύσσεια.

Στο φευγιό μου πήγα τσάρκα και στον Άδη,
για να δείξω ότι ο τολμών νικά,
της Οδύσσειας το μουνί ήταν πηγάδι,
ήταν Κίρκη, Καλυψώ και Ναυσικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα της οποίας η κωλοτρυπίδα χάσκει σαν πηγάδι (φιλιατρό) από τους πολλούς πούτσους που έχει φάει.

- Πώς τη βρήκες την Όλγα;
- Από μπροστά νορμάλ, αλλά από πίσω τελείως φιλιατρόκωλη. Πηγάδι η γκόμενα, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περίεργη αίσθηση του ότι γαμάς κάποια άγνωστη που δεν είναι εκεί μαζί σου.

- Πως είναι η ερωτική σου ζωή;
- Να πάρει ο διάολος! Τώρα τελευταία μπερδεύτηκε… νομίζω πως deja-γαμώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη: πούτσος + ραχάτι (αδράνεια).

Η συνήθης κατάσταση ενός πούτσου, εκτός των τριών περιπτώσεων του όταν γαμάει, μαλακίζεται ή κατουράει ο κάτοχός του.

Μεταφορικά η ολική κατάσταση αδράνειας του εν λόγω κατόχου.

- Με τι ασχολείσαι τελευταία;
- Με τίποτα… Πουτσοραχάτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλική πράξη στην οποία ο πούτσος χώνεται σε μία από τις μασχάλες της ερωμένης και συνεχίζει εκεί μέχρι τελικού οργασμού.

Συνήθως εκτελείται εφόσον όλες οι άλλες τρύπες έχουν ικανοποιηθεί και από εξελικτικής απόψεως βρίσκεται σε μία φάση πριν προσπαθήσουμε να τον χώσουμε σε κάποιο ρουθούνι.

Ο όρος «ρουθουνόπιπα» είναι ακόμα σε πειραματικό στάδιο καθώς τα πρακτικά πειράματα έχουν δώσει αμφίβολα αποτελέσματα μέχρι στιγμής.

Μωρό μου, ξεσκιστήκαμε, νισάφι, πάρε μου μια μασχαλόπιπα να τελειώνουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυχερός εραστής μίας όμορφης γυναίκας.

Τον ζηλεύω τον Κώστα, είναι πολύ ομορφομούνης ο μπαγάσας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οστρογρόθος: (γρόθος του νότου) κάτοικος νοτίων περιοχών μιας των τριών Ευρωπαϊκών χερσονήσων, Ιβηρικής, Ιταλικής και Βαλκανικής, αν τυχαίνει να είναι πολύ μαλάκας.

Πως τα πας εκεί κάτω;
Γάμησέ τα, το μέρος είναι όμορφο αλλά είναι γεμάτο οστρογρόθους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified