Εταιρία που είναι κραυγαλέα απατεωνίστικη.

- Γεια σας! Σήμερα θα σας παρουσιάσουμε μια εκπληκτική υπερπροσφορα!!
ένα πολύτιμό κολιέ από χρυσό, διαμάντια και μπριλάντια!!
Απο 200€ (τιμή εξωτερικού) δώσε 19,99€ και πάρ'το!!
- Τι λέτε ρε ξεφτιλισμενοι;; Απατεωνική ΑΕ!!! Πως δε σας το'χουν κλεισει ακόμη το μπουρδέλο;;!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερθετικό της φέτας, δηλ. η πανάσχημη γυναίκα, το αρχιμπάζο, η πατσαβουρέξ.

Ίσα μωρη φέτα!

Καλά, δεν υποφέρεσαι με τίποτα... Δεν είσαι φέτα τελικά, λάθος διατύπωση -είσαι ΑΡΧΙφέτα !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κλάτσαρα, στον πληθυντικό,)

Τα γυναικεία αυτά παπούτσια (λ.χ. τσόκαρα, πέδιλα, σαγιονάρες)
που κάνουν τον εκνευριστικό ήχο "κλάτς, κλατς, κλατς" σε κάθε βήμα αυτής που τα φοράει.

(Κλατς, κλατς, κλατς)
- Πού πας μωρή με τα κλάτσαρα ;!!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που τα κλάματά του είναι του κώλου.

Πάρε εδώ ένα κλαψοκώλη, να βάζει προληπτικά τα κλάματα on camera,
μη τυχόν και δεν περάσουν τα νέα μέτρα λιτότητας:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικές φιλοφρονήσεις σε κάποιον με πονηρές σκοπιμότητες.

Το χρησιμοποιούσε πολλές φορές ο Μητσικώστας στην εκπομπή Mitsi Show μιμούμενος τον Στέφανο Χίο.

Συνώνυμο: κωλογλειφάδα

- Καλησπέρα Στέφανε, σε παρακολουθώ χρόνια.
- Έλα, ασ' τα αυτά τα κωλομολογλειφάτα, και λέγε από πού παίρνεις.
- Από Καλαμάτα κ. Χίο.
- Κεριά και λιβάνια!!

(από zakk, 03/04/15)

Βλ. και κωλομεγλειφάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μήτσος εκείνος που έχει μεγάλη μπάκα. Κατ΄επέκταση, καθένας που έχει μεγάλη μπάκα.

Πώς πάχυνες έτσι, ρε φίλε; Μπακαμήτσος έγινες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθετη λέξη: μπάτσος + οξυζενέ.
Απότελεί απαξιωτικό χαρακτηρισμό για γυναίκες τηλεδημοσιογράφους του αστυνομικού ρεπορτάζ, με κοινό χαρακτηριστικό το ξανθο βαμμένο μαλλί, όπου κάθε "ρεπορτάζ" που παρουσιάζουν είναι απλά το αντίστοιχο δελτίο τύπου της αστυνομίας με αλλαγμένα τα λογια.

- «Τα ΜΑΤ καθόντουσαν ήσυχα-ήσυχα σε μια γωνία πίνοντας το φραπέ τους, όταν γεροντάκια διαδηλωτές τους πλησίασαν, και άρχισαν να τους πουλάνε τσαμπουκά, βρίζοντας και απειλώντας...
Οπότε, όπως αντιλαμβάνεστε και εσείς, αγαπητοί τηλεθεατές, δεν υπήρχε άλλη λύση απο την (περιορισμένη) ρίψη ξύλου, χημικών και 14 προσαγωγές».
- Άκου ρε τί ψέμματα λέει η ξεφτιλισμένη... Και θέλει να λέγεται και ρεπόρτερ.. Αλλαξε σε παρακαλώ το κανάλι να μη την ακούω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το είδος αυτό του μαλάκα που συναντάται συνήθως σε μέσα μαζικής μεταφοράς,
έχει ύφος κουτσαβάκη και παίζει συνεχώς και επιδεικτικά με ένα μπεγλέρι ή κομπολόι,
αδιαφορώντας για το ότι μπορεί να ενοχλεί τους γύρω του.

Κοίτα ρε ένα μπεγλερομαλάκα εκεί πέρα, να πούμε...
Εδώ και 5 στάσεις τακατούκα τακατούκα όλη την ώρα, μου έχει σπάσει τα αρχίδια το αρχίδι!!
Στην επόμενη στάση αλλάζω βαγόνι, δε παλεύεται άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
  2. (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό

Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου

- Ωραίο το σορτσάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, σχίσιμο μπροστά, ντεκωλέεε... μπράααβο το Μαράκι.
Ντεκωλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξεφτίλας αυτός τύπος που χρησιμοποιεί τον κώλο του για όπλο!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Jason Spencer, εκλεγμένος εκπρόσωπος των Ρεπουμπλικάνων στην πολιτεία της Τζώρτζια των ΗΠΑ, που εμφανίστηκε στη τηλεοπτική σατυρική σειρά εκπομπών "Who Is America?" έπειτα από την εξαπάτησή του ώστε να συμμετέχει σε ένα εκπαιδευτικό βίντεο αντιτρομοκρατίας, στα πλαίσια του οποίου έκανε περίπου ό,τι ρατσιστικό πράγμα μπορεί να φανταστεί κάποιος – ενώ σε κάποια φάση πείστηκε να βγάλει και τον κώλο του έξω ως τελευταία άμυνα απέναντι στους πιθανούς ομοφοβικούς τρομοκράτες.

- Ξέρω και από όπλα, φιλαράκι! Ψάρωσες, ε;
- Χαχαχαχαχχ, τί να ψαρώσω ρε οπλοκώλη, να 'σαι καλά που με εκανες και γέλασα!

οπλοκώλης εν δράσει

Η σκηνή από τη σειρά (απο το 3:29 και μετά)

Got a better definition? Add it!

Published