Η βέργα ή το παλούκι από ξύλο δέντρου, συνήθως ελιάς, που χρησιμοποιείται για την στήριξη καλλιεργειών με αδύναμο κορμό.

Τα κλήματα είναι μικρά ακόμα. Πρέπει να βάλουμε φουρκάδες για να κρατηθούν

Επειδή τα χτυπήματα με βέργα ήταν μια διαδεδομένη μέθοδος τιμωρίας στο σχολείο, η χρήση της φράσης "θα πέσει φουρκάδα" ή "θα φας φουρκάδα" στη σλανγκ της Πελοποννήσου σημαίνει σαφή απειλή σωματικής τιμωρίας.

Κωλόπαιδα! Αν ξαναπαίξετε μπάλα στην αυλή θα πέσει φουρκάδα!
Κάνε τα μαθήματά σου Γιαννάκη... Αλλιώς θα φας φουρκάδα...
Μαλάκες άκουσα ότι σήμερα στην πορεία θα πέσει φουρκάδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γυμναστηριακή σλανγκ, ο γυμναζόμενος δηλώνει με αυτή τη φράση ότι βρίσκεται σε αυτό το στάδιο του γυμναστικού προγράμματος, κατά το οποίο αυξάνεται ο μυϊκός όγκος.

  1. Σε βλέπω πολύ δυνατό, σφίχτερμαν κανονικός έχεις γίνει!
    - Εδώ και δύο μηνές φορτώνω κρέας. Το καλοκαίρι θα είμαι τζετ!
  2. Πόσο καιρό θα μου πάρει να φορτώσω κρέας;
    - Αναλόγως του πότε θα κόψεις τις πίτσες..

Ορισμένες φορές η φράση διατυπώνεται ως "φορτώνω καλό κρέας". Όπου "καλό κρέας" υποδηλώνεται ο μυϊκός όγκος σε αντιδιαστολή με το "κακό κρέας", που σημαίνει το λίπος.

  1. Δεν μου κάνει πια καμία μπλούζα, αλλά χαίρομαι γιατί έχω φορτώσει καλό κρέας!
  2. Πήγα διακοπές και έχω πέσει. Άσε... φόρτωσα και κακό κρέας... σκατά όλα, σου λέω..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αντιπαθητικός τύπος που φορτώνεται σε μια παρέα χωρίς τα μέλη της παρέας να τον έχουν προσκαλέσει. Το φόρτωμα δεν αντιλαμβάνεται την αρνητική εναντίον του διάθεση και αυτοκλήτως ακολουθεί μία παρέα ή ακόμα χειρότερα την αντιλαμβάνεται και δολίως εξακολουθεί τον εισοδισμό του. Συχνά ο όρος αποδίδεται και σε κάποιον που κάνει χαλάστρα.

1) - Πάμε για μπίρα σήμερα;
- Πάμε, αλλά πρόσεξε μην το μάθει το φόρτωμα ο Μάκης και έρθει με το ζόρι..
2) Παιδιά να έρθω μαζί σας ή γίνομαι φόρτωμα;
3) Και κει που πήγαινα να στριμώξω τη Μερόπη με πιάνει το φόρτωμα ο Μάκης και αρχίζει το μπίρι-μπίρι, ώσπου την έκανε η γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη από τη γυμναστηριοσλάνγκ. Ορίζει τον γυμναστηριάκια σφίχτερμαν που έγινε τίγκας, όχι τόσο χάρη στην προσπάθειά του, αλλά χάρη στην εκτεταμένη χρήση φαρμάκων όλων των ειδών, δηλαδή πρωτεϊνών, στεροειδών και οποιωνδήποτε άλλων φουσκωτικών φαρμάκων.

- Ρε κοίτα εκεί τι μπράτσα έχει κάνει αυτός!!
- Μη ψαρώνεις ρε.. φαρμακωμένος είναι..

Ο φαρμακωμένος δηλώνει την ιδιότητά του μάλιστα με τη φράση είμαι στο φάρμακο και τη λήξη της ιδιότητας αυτής με την αντίστοιχη φράση βγαίνω απ' το φάρμακο.

1) - Πω πω φίλε έχεις σφίξει τρελά λέμε!
- Είμαι στο φάρμακο δύο μήνες, χτίζω όγκο με τρέλα!
2) Βγαίνω απ' το φάρμακο αυτή τη βδομάδα και έχω αγχωθεί γιατί πρέπει να διατηρήσω το επίπεδό μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στριμώχνω, πιέζω ένα αντικείμενο ώστε να χωρέσει μέσα σε κάτι (δοχείο, σακούλα, ρούχο κτλ). Στη μέση φωνή τσουπώνομαι σημαίνει στριμώχνομαι.

  • Τσούπωσα τα χόρτα που έκοψα σε μια σακκούλα και την έκανα με ελαφρά από το χωράφι του γείτονα.
  • Όσο και να τσουπώσω τον κώλο μου δεν χωράω σε αυτό το παντελόνι.
  • Τσουπωθείτε εσείς στο πίσω κάθισμα για να χωρέσετε!

Σημαίνει και παραγεμίζω / παραφουσκώνω κάτι με αποτέλεσμα να φαίνεται χοντρό.

  • Έχω τσουπώσει τόσο πολύ την τσάντα μου που δεν χωράει τίποτα τώρα.
  • Πώς την τσούπωσες έτσι ρε τη γαλοπούλα; Διπλάσια έγινε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ παραγωγικός και αποτελεσματικός εργάτης ή ο εργάτης που εισάγει μια καινούργια μέθοδο ("νόρμα") που εκτοξεύει την παραγωγή. Η λέξη προέρχεται από τον Αλεξέι Σταχάνοφ, σοβιετικό εργάτη ορυχείου κατά τη δεκαετία του '30, που ξεκίνησε το ομώνυμο κίνημα. Πιο συχνά ο όρος απαντάται ως σταχανοβίτης αλλά κάποιες φορές ως σταχανοφικός. Ξεκίνησε ως κουκουσλάνγκ αλλά πλέον χρησιμοποιείται ευρύτερα.

1) Δουλεύει από το πρωί έως το βράδυ σαν τον σταχανοβίτη, μυρμήγκι αθόρυβο κι ακούραστο (από εδώ)
2) «Άμα λευτερωθούμε Πίδα, θα πάμε στον Πειραιά να δουλέψουμε μαζί στο εργοστάσιο, θα φκιάνουμε τραχτέρ να οργώνουν τη γης, καράβια που θα ταξιδεύουν ως την άκρη του κόσμου, αεροπλάνα, παιχνίδια για τα παιδάκια, πολυθρόνες για τους γέρους. Θα γίνουμε σταχανοφικοί. Γιατί να μη γίνουμε; Όλα δικά μας θάναι», Κώστα Μπόση, "Εμείς θα νικήσουμε", 1953, Νέα Ελλάδα
3) Χθες τρεις ώρες προσπαθούσαμε να στήσουμε το κρεβάτι μέχρι να έρθει ο σταχανοβίτης ο Κώστας να μας βάλει σε σειρά

Got a better definition? Add it!

Published

Είμαι ακίνητος, άπραγος, χωρίς όρεξη και ενέργεια. Το ρήμα αυτό μάλλον προέρχεται από τις στάλες που πέφτουν αργά αργά στο ίδιο σημείο. Έχει κατά βάση αρνητική σημασία και υποδηλώνει την έλλειψη κίνησης και την τεμπελιά.

Μη σταλίζεις εκεί ρε! Έχουμε δουλειά τώρα..
Εγώ εδώ απ' το πρωί έχω διαβάσει το μισό βιβλίο και αυτός σταλίζει πίνοντας καφέ. Σιγά μην περάσει το μάθημα..
Όλο τελευταία στιγμή τρέχεις γιατί, όταν έχεις χρόνο, σταλίζεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός χαρακτηρισμός που απέδιδαν οι δημοτικιστές στους υπερασπιστές της καθαρεύουσας κατά τη διαρκή διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα. Ο χαρακτηρισμός ειρωνευόταν το βασικό επιχείρημα των καθαρευουσιάνων, ότι δηλαδή η καθαρεύουσα και καλά προωθεί τη σοφία.

- Οποία ευχαρίστησις φίλτατοι, να ευρίσκομαι μεθ' υμών, ίνα συνδράμω και εγώ εις την επιβίωσιν της καθαράς ελληνικής γλώσσης..
- Μαλάκα μου σε συνάντηση σοφολογιότατων πέσαμε

Ο χαρακτηρισμός συναντάται, επίσης, και για να κοροϊδέψει το επιτηδευμένο λεξιλόγιο.

- Η οικεία διάταξις αναλογικώς εφαρμοζόμενη δεν αφήνει περιθώρια διασταλτικής ερμηνείας και μας οδηγεί σε ένα de lege lata αδιέξοδο..
- Άσε ρε πρωτοετό που μας το παίζεις και σοφολογιότατος..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ σοβαρή ερωτική σχέση σε αντίθεση με την επιπόλαια σχέση, τη σχέση του κώλου. Η σκέση χαρακτηρίζεται από μακρά διάρκεια και ισχυρό δέσιμο ανάμεσα στους δύο συντρόφους. Η μετατροπή του δασέος χ στο αντίστοιχό του διπλό κ υποδηλώνει την σοβαρότητα και την ένταση της έννοιας, κατά το άσχημος>>άσκημος, σχίζω>>σκίζω κτλ.

1)Έχω κάνει πολλές σχέσεις στη ζωή μου αλλά καμία σκέση, αχ πότε θα βρω τον πρίγκηπα..
2)- Η Κικίτσα έχει γκόμενο;
- Μόνο έχει; Αυτή έχει σκέση ρε, όλη τη μέρα με το γκόμενό της είναι..
3)Από αυτή τη παρέα τρεις έχουν σχέση, ένας είναι ελεύθερος και ένας είναι σε σκέση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ κλειστή και συνεκτική παρέα ατόμων, της οποίας δεν μπορείς να γίνεις με τίποτα μέλος ή να την προσεγγίσεις. Ο όρος προέρχεται από την πολιτική επιστήμη, όπου δηλώνει την μικρή και κλειστή πολιτική ομάδα χωρίς στόχο να προσελκύσει νέα μέλη. Ετυμολογικά προέρχεται από το λατινικό ρήμα seco (παθητική μετοχή παρακειμένου > sectus) που σημαίνει κόβω/διαιρώ. Σέχτες συναντώνται συνήθως σε παρέες γυναικών, συχνή είναι ωστόσο και η εμφάνισή τους σε μικτές παρέες.

1) - Πέτυχα στο δρόμο τη Μαρία και τη Γεωργία και είπαμε να κανονίσουμε να βρεθούμε.
- Αποκλείεται να σε πάρουν ρε! Αφού αυτές είναι σέχτα!
2) Στο νησί γνωρίσαμε μία παρέα πολύ γαμάτη. Στην Αθήνα όμως κατάλαβα ότι είναι σέχτα γιατί δεν ξαναμίλησαν σε κανένα μας.
3) - Θα φέρεις κόσμο στο πάρτι;
- Δύσκολο ρε συ! Η παρέα μου είναι λίγο σέχτα και δεν έχει πολλά πάρε δώσε με άλλο κόσμο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified