Η πολύ σοβαρή ερωτική σχέση σε αντίθεση με την επιπόλαια σχέση, τη σχέση του κώλου. Η σκέση χαρακτηρίζεται από μακρά διάρκεια και ισχυρό δέσιμο ανάμεσα στους δύο συντρόφους. Η μετατροπή του δασέος χ στο αντίστοιχό του διπλό κ υποδηλώνει την σοβαρότητα και την ένταση της έννοιας, κατά το άσχημος>>άσκημος, σχίζω>>σκίζω κτλ.

1)Έχω κάνει πολλές σχέσεις στη ζωή μου αλλά καμία σκέση, αχ πότε θα βρω τον πρίγκηπα..
2)- Η Κικίτσα έχει γκόμενο;
- Μόνο έχει; Αυτή έχει σκέση ρε, όλη τη μέρα με το γκόμενό της είναι..
3)Από αυτή τη παρέα τρεις έχουν σχέση, ένας είναι ελεύθερος και ένας είναι σε σκέση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι ή ξαναγίνομαι φίλος με κάποιον που πριν ήμασταν τσακωμένοι ή παρεξηγημένοι. Σταματάω να είμαι φίδι. Κλίνεται κατά το αποφοιτώ και, έτσι, ανάλογα παράγονται οι λέξεις αποφίδηση, απόφιδος κτλ.

1) - Κάνουν παρέα η Μαρία με την Ευτέρπη ρε; Αυτές δεν ήταν τσακωμένες;
- Ήταν, αλλά η Ευτέρπη βοήθησε την Μαρία να βρει σπίτι και έτσι αποφίδησε
2) Θα πάμε για μπίρες τέσσερεις φίλοι και ένας απόφιδος από το σχολείο, θα έρθεις?
3) Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που παίξαμε ξύλο που μπορούμε πλέον να μιλήσουμε για συμφιλίωση και αποφίδηση μεταξύ μας

Got a better definition? Add it!

Published

Η μη τεκμηριωμένη λογικά ή επιστημονικά άποψη που, ωστόσο, διατυπώνεται με το στόμφο και τη σιγουριά σαν να πρόκειται για γερά θεμελιωμένη θέση. Συχνά η αποψάρα αναλύεται με δασκαλίστικο ύφος και ολοκληρώνεται με μορφασμούς αυταρέσκειας.

1) - Να ξέρεις η οικονομική κρίση είναι ένα σχέδιο των νεφελίμ και του κοινού της σιών χρόνια τώρα!
- Ναι την έχω ακούσει και αυτή την αποψάρα..
2) -Θα βγούμε σήμερα με τον Άλκη;
-Ρε φίλε άμα βγούμε με αυτόν θα μας ζαλίσει τα αρχίδια με τις αποψάρες του..

Ορισμένες φορές ο όρος διατυπώνεται τίμια, για να αναδείξει ο συνομιλητής το περιορισμένο εύρος γνώσεών του και άρα και το πιθανόν μη θεμελιωμένο της άποψής του.

- Μπορείς να μου εξηγήσεις τη γίνεται ακριβώς με τα κρατικά ομόλογα;
- Επειδή δεν το έχω ψάξει καλά το ζήτημα θα σου πω την αποψάρα μου μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ερωτικός, ο προκλητικός ερωτικά με τη θετική έννοια, αυτός που προβαίνει σε πρωτόβουλο ερωτικό κάλεσμα, σε αντίθεση με τον χλιμίτζουρα, τον χλεχλέ, τον ξενέρωτο.
Το επίθετο προέρχεται από δημιουργική παράφραση του επιφωνήματος "ζαμπουζάμπου ζαμπουζά", το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την Ελένη Βλαχάκη στο επεισόδιο 37 της γνωστής σειράς "Κωνσταντίνου και Ελένης". Είναι μία ακόμα λέξη από αυτές με τις πλούτισε το λεξιλόγιό μας η εν λόγω σειρά.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και το επίθετο "ζαμπουζιάρικος" που αναφέρεται σε αντικείμενα/καταστάσεις.

1)Πώς περιμένεις ρε να ρίξεις γκόμενα με αυτή τη φάτσα. Γίνε λίγο ζαμπουζιάρης!
Βαρέθηκα ρε φίλε τη ξινίλα της Μαρίας. Πάμε να βρούμε καμιά ζαμπουζιάρα γκόμενα να κάνουμε παιχνίδι.
2)Καλά η γκόμενα φόρεσε χθες ζαμπουζιάρικα εσώρουχα και με έστειλε!
Τρέλα αυτό το ζαμπουζιάρικο περπάτημα!

η φάση είναι στο 13:37

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η οργή, τα νεύρα, ο θυμός. Η έκφραση μεταφέρθηκε από τη γαλλική γλώσσα και συγκεκριμένα από το διάσημο τραγούδι της ράπερ Keny Arkana "La Rage", που πραγματεύεται το θυμό της άγριας νεολαίας. Χρησιμοποιείται μόνο του, εν είδει επιφωνήματος. Μπορεί να εντοπίζει οργή που εμφανίζεται σε άλλον από τον ομιλούντα, όπως παρακάτω:

1) Καλά, η Αφροξυλάνθη μου έχει κάνει πέντε κλήσεις στο σκάιπ και δεν της έχω απαντήσει ακόμα. Σίγουρα λα ραζ!
2) Πήγα σπίτι αργά και η μάνα μου με περίμενε ξύπνια στον καναπέ. Άσε δεν σου λέω τίποτα, λα ραζ!

Ή μπορεί να δηλώνει οργή του ίδιου του ομιλούντα:

3) Και πάω, που λες, να βγω απ' το τραίνο και πέφτει πάνω μου μια γριά που έμπαινε. Λα ραζ!

Got a better definition? Add it!

Published

Φαινόμενο που παρατηρείται στο συνδικαλισμό, κυρίως τον φοιτητικό. Πρόκειται για την τακτική προσέλκυσης ψήφων/υποστηρικτών με την αξιοποίηση των γκομενικών προσόντων των μελών της οργάνωσης, η πολιτική ζύμωση με χρήση του γκομενικού στοιχείου. Ο γκομενοσυνδικαλισμός μπορεί να γίνεται σχεδιασμένα ή να προκύπτει αυθόρμητα. Ενίοτε χρησιμοποιείται και το αντίστοιχο ρήμα "γκομενοσυνδικαλίζω".

1) Νομίζω ότι ο μόνος τρόπος για να πάει η Μαρία στη συνέλευση είναι ο γκομενοσυνδικαλισμός του Μπάμπη.

2) Μεγάλο ποσοστό της συμμετοχής στις φοιτητικές εκλογές είναι αποτέλεσμα γκομενοσυνδικαλισμού. Οι δαπίτισσες είναι μαστόρισσες σε αυτό.

Να σημειωθεί ότι ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για καταστάσεις όπου ο στόχος είναι όντως το γκομένισμα αλλά το κονέ γίνεται μέσω του συνδικαλισμού

Τα φτιάξανε ο Μηνάς με την Αννέτα. Γκομενοσυνδικαλίζανε εδώ και κάποιο καιρό, από τότε που της είπε να πάει σε μια πορεία.

Got a better definition? Add it!

Published

Σχηματική φράση που εμφανίστηκε στην κρίση και αναφέρεται στα χρόνια πριν το 2009, όταν και υποτίθεται ότι περνούσαμε όλοι όμορφα και ωραία πριν έρθει η κρίση και γίνουμε φτωχοί. Γράφεται και "π.κ." κατά το προ Χριστού και προφέρεται "που-κου".

1) π.κ., δηλαδή προ κρίσης, όταν ζητούσαν την άποψή μου για τα κοινά, έσπευδα να την εκφράσω με ζέση (από εδώ)
2) Καλά βγαίνεις κάθε μέρα στα μπουζούκια; Αυτό είναι τόσο π.κ.!
3) Θυμάμαι ότι π.κ. εδώ γινόταν χαμός στο πανηγύρι (εμπνευσμένο από εδώ)
4) Έχω κρατήσει ένα καλό κοστούμι από π.κ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ερωτηματικό επιφώνημα που εκφράζει δυσπιστία με έναν τόνο ειρωνείας. Ακολουθείται συνήθως από ρητορική ερώτηση και χρησιμοποιείται με τόνο υποτίμησης.

1)- Πάμε για καμιά μπίρα;
- Ότι τι; Μεγάλωσες τώρα και θες και τσάρκες;
2) Ότι τι; Ότι θα μας νικήσετε στο μπάσκετ; Πηγαίνετε ρε για πλέξιμο..
3) -Έχω πολλή δουλειά σήμερα δεν μπορώ να σε δω..
- Ότι τι; Έγινες πολυάσχολος και καλά;

Κάποιες φορές δεν χρησιμοποιείται με ειρωνικό τόνο και εκφράζει γνήσια απορία.

- Με πήρε η Μαρία τηλέφωνο χθες..
- Ότι τι;
- Τίποτα για κάτι σημειώσεις με ήθελε

Βλ. και ότι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικός χαρακτηρισμός για τους φοιτητές του Τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής (Λο.Χρη.) της ΑΣΟΕΕ, παρήχηση του λεχρίτης. Χρησιμοποιείται από άλλους φοιτητές με σκοπό τη μείωσή τους και την ανάδειξη αρνητικών γνωρισμάτων τους, όπως ο καριερισμός, ο ψωνισμός, η μισανθρωπιά και η καγκουριά.

1) Ρε φίλε βαρέθηκα να κάνω παρέα με λοχρίτες, όλη την ώρα για τα πτυχία τους μιλάνε
2) Σπούδασα Λο.Χρη. αλλά ευτυχώς έκανα καλές παρέες και δεν έγινα λοχρίτης
3) Αυτός ο πατέρας μου έχει βαλθεί να κάνει τον αδερφό μου λοχρίτη, κάθε μέρα του μιλάει για τα καλά της ελέυθερης αγοράς


Got a better definition? Add it!

Published

Στην εκλογοσλάνγκ το μπετό σημαίνει τον αριθμό σίγουρων ψήφων που πρόκειται να λάβει, βρέξει-χιονίσει, ένα κόμμα ή ένας υποψήφιος. Διακρίνεται από τον "αέρα", δηλαδή τις αβέβαιες ψήφους που παίζονται.

1) - Πώς θα πάμε στο χωριό μπάρμπα;
- Καλά παιδί μου, έχουμε 30 ψήφους μπετό.
2) - Έμαθα ο κυρ Κώστας κατεβαίνει για κοινοτάρχης και μπορεί να βγει.
- Ναι και μου είπε ότι έχει 100 μπετό και 10 αέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified