διάλε τσ' απολυμάνες/απολυμάνους σου

Η έκφραση είναι Κρητικιά και χρησιμοποιείται σε καταστάσεις συναισθηματικής φόρτισης από τον ομιλητή, κυρίως δυσάρεστες που του προκαλούν αγωνία, θυμό, αγανάκτηση. Προέρχεται από τις λέξεις "διά((β)ο)λος" και τη μετοχή παρακειμένου "απολελυμένους" και μεταγενέστερα "απολυμένους" που στην εκκλησιαστική ρητορεία είναι αυτοί που έχουν φύγει από το ποίμνιο της επίγειας Εκκλησίας κι έχουν καταλήξει στην Εκκλησία του Θεού, δηλαδή οι πεθαμένοι (που έχουν απολυθεί από τον ζυγό των επίγειων και τους περιορισμούς της σάρκας, έχουν πάρει "απολυτήριο"), οι συγχωρεμένοι (ή κι ασυγχώρητοι, βλ. Χίτλερ).

Αποτελεί συνεκφορά, διότι δεν αναφέρεται στους συγχωρεμένους του διάλου (Θεός φυλάξοι!),αλλά μπορεί να αποδοθεί ως "ανάθεμα(, σ)τους νεκρούς σου" (προγόνους κυρίως, λόγω του κτητικού "σου"). Είναι έκφραση βαρυσήμαντη όταν χρησιμοποιείται για ανθρώπους (αφού βρίζεις τους νεκρούς κάποιου και ρίχνεις ανάθεμα στο ριζικό του απ'όπου προήλθε) και περιπαικτική όταν απευθύνεται σε άψυχα πράγματα, που λόγω ανιμισμού, ποιητική αδεία, πολλές εκφράσεις απευθύνονται από ανάγκη να επικοινωνηθεί ένα συμβάν αλλά δεν υπάρχουν μάρτυρες να το δουν και να το ακούσουν παρά μόνο αυτό το ίδιο το πράγμα για το οποίο γίνεται ντόρος.

α. - Μπάρμπα, πάλι εξέχασα τα κλειδιά τ'αμαξιού.
- Διάλε τσ' απολυμάνες σου, ανέ δεν έχεις κουζουλαθεί τελείως!Κι εδά, μπρε μπαϊλντισμένε (=σκασμένε), πώς να μπούμε μέσα θέλει;(= θα μπούμε)

β. Βαστά το Μαριώ ν-το δίσκο, μα πέφτει κάτω και ν-το σπα. Λέγει ν-του μεγάλα (=με μεγάλη φωνή, φωνιάζοντας):
"Διάλε τσ' απολυμάνες σου για δίσκος"!

Σύνταξη

  1. Χωρίς πρόσθετα, απλή εκφορά ως έχει. Η απάντηση του μπάρμπα στο πρώτο παράδειγμα, μπορεί να σταματήσει στην έκφραση χωρίς να συνεχιστεί. Αποδέκτης είναι ο ανεπρόκοπος ανεψιός ολόκληρος!

  2. Διάλε τσ' απολυμάνες σου + αρνητική υπόθεση (α(νέ) δεν) όταν θέλουμε να συμπληρώσουμε με πρόταση ένα σχόλιο. Απαλύνει το ξεσταύρισμα αλλά δεν το εξαλείφει. Αντιθέτως το γεγονός ότι το μετριάζει, κάνει την ειρωνεία πιο τσουχτερή, σε μια ψευδοπροσπάθεια να συμμαζευτούν τα ασυμμάζευτα που είναι ηλίου φαεινότερα κι έτσι τα καταδεικνύει χειρότερα. Με λίγα λόγια του τη λες του άλλου κανονικότατα.("ανέ δεν έεις κουζουλαθεί τελείως" = που πράγματι έχεις τρελαθεί εντελώς)

  3. Διάλε τσ' απολυμάνες σου + ουσιαστικό (με συμπληρωματικό δείκτη το "για") όταν θέλουμε να επεξηγήσουμε το πού/σε ποιον απευθύνεται ακριβώς η έκφραση και τί/ποιον αφορά. Μπορεί μετά το ουσιαστικό να γίνει και δεύτερη επέκταση με δευτερεύουσα αναφορική. Η απάντηση του μπάρμπα στο πρώτο παράδειγμα μπορεί να γίνει:

"Διάλε τσ' απολυμάνες σου, για μυαλό απού το'(χ)εις".

Τέλος μπορεί να προστεθεί και τρίτη επέκταση με αρνητική υπόθεση και να γίνει πλήρως:

"Διάλε τσ' απολυμάνες σου, για μυαλό απού το'(χ)εις, ανέ δεν είναι χάρβαλο σα γ-κι απατός σου"(=χαλασμένο σαν κι εσένανε τον ίδιο, δηλώνει την έμφαση).

Είναι τόσο σκωπτικό όσο και υποτιμητικό εδώ γιατί στα άψυχα ή μέρη του σώματος αναθεματιζουμε τα γονικά τους. Τα πρώτα δεν έχουν, παρά μόνο το ανθρώπινο χέρι που τά'φτιαξε και τα δεύτερα έχουν εμάς τους ίδιους αφού είναι μέρος μας.

Σχόλιο: Η έκφραση είναι τυποποιημένη και έχει επιφωνηματική χρήση. Γι' αυτόν το λόγο και δεν αναλύεται από το φυσικό ομιλητή στα περαιτέρω συστατικά της, εφόσον η λέξη "απολυμένος" μ' αυτή τη σημασία είναι απολίθωμα και δε χρησιμοποιείται πουθενά αλλού. Έτσι είναι επιρρεπής σε φωνολογικές αλλοιώσεις. Η κατάληξη "-ους" της αιτιατικής του πληθυντικού τις περισσότερες φορές ακούγεται ως "-ες". Το νόημά της είναι βαρύ αν και ασαφές για πολλούς χρήστες της έκφρασης σήμερα με μητρική γλώσσα την κρητική διάλεκτο. Η ίδια η έκφραση είναι απολίθωμα, μια νίλα που η αρχική της χρήση και προέλευση χάνεται στο χρόνο, στα μεσαιωνικά - βυζαντινά ελληνικά. Μόνο το "διάλε" είναι γόνιμο στη χρήση από μόνο του και ως συντόμευση όλης της έκφρασης αλλά και ως αντικατάστατο του "ανάθεμα". "Διάλε τσι παράδες σου, α δε μας εκάψανε" (= ανάθεμα τα λεφτά σου που - πράγματι - μας καταστρέψανε).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω τελειώσει οριστικά με τις σεξουαλικές δραστηριότητες διότι έχω μπει πλέον βαθιά στην τρίτη ηλικία και έχω νιώσει τον αντίκτυπό της εκεί. Ο αόριστος δείχνει το τελεσμένο του πράγματος και την απίθανη ανατροπή του έστω και κατ' εξαίρεσιν.

- Δηλαδή ρε γέρο, άμα σού 'ρθει τώρα το γκομενάκι και σου κάτσει στα πόδια σου και ξέρεις τώρα, για τα παρακάτω, τί θα του πεις «δεν μπορώ»;
- Κι αφού δεν μπορώ; Και στο κάτω κάτω, τί να με κάνει εμένα... Εγώ, πάει πια, τελείωσα. Απογάμεψα... Σειρά σας τώρα να τα χαρείτε αυτά. Άλλα πράγματα μετρούν σ' αυτήν την ηλικία κι είναι ίδια μ' αυτά που μετρούν για τα παιδιά. Τα απλά, τα καθημερινά.

Δεν απαντά στον ενεστώτα. Γιατί ποιος παραδέχεται το μεταβατικό στάδιο που άλλωστε χαρίζει και την ψευδαίσθηση ότι «ακόμα το δουλεύω καλά;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμία σχέση με το λάσο του καουμπόη που παραπέμπει εκεί για πολλούς. Το "λάσω" αυτό γράφεται με ωμέγα, είναι σλανγκιά που προέρχεται από τα βάθη του χρόνου και είναι λέξη του μητάτου (μικρό σπιτάκι που χρησιμοποιείται ως κατοικία του βοσκού στα όρη και ως τυροκομειό, στην ακτίνα βοσκής των οζών του) και τση βοσκικής ζωής και ακούγεται στα ορεινά τση Κρήτης. Προέρχεται από το συμφυρμό της προστακτικής "έλα" και του επιρρήματος "έσω" από τα ύστερα μεσαιωνικά βυζαντινά (έλα έσω>ελά'σω>λάσω) και είναι λέξη σχεδόν επιφωνηματικής χρήσης, καθώς με αυτήν οι μητατζήδες φωνιάζανε στα πρόβατα να μπούνε μέσα στη μάντρα μετά τη βοσκή τωνε.

Άλλες φορές ο μητατζής κι ο μαντρατζής είναι διαφορετικά πρόσωπα που έχουν ξεκαθαρισμένες τις ποιμενικές τους εργασίες. Ο ένας ασχολείται αποκλειστικά με το πήξιμο του γάλακτος και όλες τις διεργασίες που μας δίνουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα και ο άλλος με την περιποίηση των ζώων, δηλαδή βοσκή, άρμεγμα κούρεμα και σφάξιμο. Πολλές φορές μπορεί να υπάρχει συνεργασία αφού και οι δυο ασχολούνται με την ίδια παραγωγική μονάδα (κοπάδι) ή και με εναλλαγές ρόλων. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για το τελευταίο αποτελεί η γνώση που χρειάζεται για τις τυροκομικές εργασίες να τις κατέχουν κι οι δυο. Η λέξη σημαίνει "έλα μέσα" και ακούγεται και από τους δυο, αναλόγως ποιος επιτελεί το ρόλο του βοσκού κάθε φορά. Ο φόβος μην υπάρξουν απώλειες σε έμψυχο υλικό και η έγνοια, οδηγεί τους βοσκούς να απευθύνονται άμεσα στα πρόβατα που αυτό δείχνει και τη φροντίδα προς την εργασία τους και τη συνειδητοποίηση ότι από αυτά προέρχεται η δική τους επιβίωση και έτσι τα υπολογίζουν απευθυνόμενοι σε αυτά με προστακτικές της αληθινής γλώσσας κι όχι μόνο με ηχομιμητικά καλέσματα (εκ των οποίων αμφότερα σκοπίμως έχουν στρόγγυλη και απλή άρθρωση συνοδευόμενη με οξεία και κόφτη φωνή και τις αντίστοιχες κινήσεις του σώματος ώστε να επικοινωνηθεί το μήνυμα - εντολή προς τα ζώα). Επίσης αυτό καλύπτει υποτυπωδώς και την ανάγκη τους για επικοινωνία με κάτι έμψυχο, καθώς πολλές φορές περνούν και μήνες ολόκληρους στα βουνά μακριά από τις οικογένειές τους ξεκομμένοι από τους υπόλοιπους ανθρώπους, σε κακοτράχαλος και απρόσιτους δρόμους και τόπους.


- Πρρρρρρρρ!.... Λάσω, λάσω μ'ρέ!
- Ποιος είναι π' αλυχτά σα ν-το σκύλο;
- Ο μπάρμπα Μαθιός και γαέρνει με το κουράδι στη γ-κούρτα (=μάντρα). Εδά να ν-τ'αρμέξει θέλει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τραϊτόρος, η

Μια από τις σπάνιες περιπτώσεις στην ελληνική γλώσσα, όπου το γραμματικό γένος δε συνάδει με το βιολογικό, όπως στις λέξεις "αντράρα", όπου και εννοούμε τον άντρα με υπερφυσικές σχεδόν διαστάσεις και ιδιότητες, με το μεγεθυντικό επίθημα - άρα που επετείνει το νόημα της λέξης και προσδιορίζει το αντίστοιχο του αρχικού αλλά αρκετά μεγαλύτερου απ' αυτό σε μέγεθος (πόδι>ποδάρα, κώλος>κωλάρα, πρόβλημα>προβληματάρα, κομπλεξικός>κομπλεξάρα, ψώνιο> ψωνάρα κ.λπ) και "κόμματος" , που αν και γένος αρσενικού απευθύνεται μετά περισσής αδρότητος, αλλά με ακρίβεια στη σεξουαλική αναστάτωση που μπορεί να εγείρει ένα μεγάλο καλοφτιαγμένο κομμάτι θηλυκού γένους (συμπεριλαμβανομένων των πιασιμάτων που μπορεί να έχει).
Στους κανόνες αυτής της αναστροφής γενών, όπου το αρσενικό γίνεται θηλυκό και το θηλυκό αρσενικό, έγκειται και η λέξη "τραϊτόρος" που αν και κάποτε απότιε φόρο τιμής ως τίτλος στον κάτοχό της, σήμερα είναι πολύ δύσκολο να τη συναντήσει κανείς. Αφορμή για τη λημματογράφηση δόθηκε από ηρώο πεσόντων που κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, είχαν σταλεί τάγματα εθελοντών Κρητικών για να συμπαρασταθούν στην εκεί εμπόλεμη κατάσταση και ο τίτλος φέρει θηλυκό γένος. Σύμφωνα με το λατινοελληνικό λεξικό του Στεφάνου Κουμανούδη το ρήμα trajicio σημαίνει υπερβαίνω, κάνω υπέρβαση, κατ' επέκταση προβαίνω σε ηρωικές και ριψοκίνδυνες πράξεις, αδραγανθήματα και trajector-is ο αδραγανθηματοποιός κατ' επέκταση. Έτσι, η τραϊεκτόρος, ή τραϊτόρος (με μετάκλιση από την 3η στη 2η παραδοσιακή ονοματική κλήση κατά την ελληνοποίηση και ίσως επειδή μεσολάβησε ενδιάμεσο στάδιο στα λαϊκά λατινικά της λέξης ως trajecturus/trajectorus-i) κατέληξε να σημαίνει από αυτόν που διαπερνά και διατρυπά, τον παλληκαρά που προκαλεί μονίμως επιπλοκές και βλάβες στον εχθρό με τις εμπλοκές και τις επεμβάσεις του, φέροντας έτσι εις πέρας αποτελεσματικά τις υπηρεσίες του προς το έθνος που μπορεί να περιλαμβάνει και κατασκοπευτικές ενέργειες. Σήμερα αν τυχόν γίνει χρήση αυτής της λέξης, υπάρχει έντονα η περιπαικτική διάθεση του ομιλητή προς αυτόν που απευθύνεται για τον ηρωισμό κάποιου συνανθρώπου του και ιδίως παιδιού όπως φανερώνεται το ποιόν του μέσα από το παιχνίδι στις αλάνες και γενικώς στα ομαδικά παιχνίδια. Δεν υπάρχει λόγος ηρωισμού εν καιρώ ειρήνης άλλωστε, ούτε αδραγανθημάτων κι ο πολεμιστής, υπεραντιδραστικός πιτσιρίκος στολίζεται φαρδιά πλατιά μ' αυτόν τον βαρύνοντα κατά τ' άλλα πολεμικό τίτλο.

- Ακούεις τα κοπέλλια πώς ε- κάμουνε; Κείνονά του Μάκη, γιάε το, πολεμά να γενεί ανώτερο κι απ΄το Θεό...
- Ναι, τον Κούλη λέεις; Είναι αυτός ένα μιαρό (ζιζάνιο)... Όντεν έρχουνται τα πλια μεγάλα από τον πάνω μαχαλά και ξεσυνορίζουνται τούτανά τα μικιά, κείνοσές βγαίνει ομπρός...Η παρέα ντου τό' χει να το λέει πως είναι η τραϊτόρος τωνε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γιάε, ιδέ, στράφου, βλέπε, θώριε

Όλες είναι κρητικές προστακτικές και αφορούν στην όραση. Εφιστούμε την προσοχή σ' αυτόν που απευθυνόμαστε, να προσέξει αυτό που του περιγράφουμε ή του δείχνουμε. Υπάρχουν λεπτές σημασιολογικές διαφοροποιήσεις για την καθεμιά, αν και στην κοινή ελληνική όλες μπορούν να μεταφραστούν ως "δες".

Γιάε

Λέξη που προήλθε από συμφυρμό της πρόθεσης "για" και της προστακτικής "ιδέ" του ρήματος βλέπω ->για ιδέ> γιάιδε (έκκληση τόνου,προφορά της φράσης ως μία λέξη)>γιάιε (έκπτωση του "δ", λόγω της προφοράς του "ι" της προστακτικής ως μεσαιωνικού μέσου απαλού ημιφώνου)>γιάε (αποβολή ημιφώνου). Χρησιμοποιείται με έντονο τρόπο, όταν θέλουμε οπωσδήποτε να καταστήσουμε κάτι φανερό.


Περνοδιαβαίνει την πλατέα μια γρα με βαρύ ριζικό. Δυο γειτόνισσες τήνε θωρούνε, χωρίς τα δικά τζη προβλήματα, αλλά πολύ πιο κακόστητες και σχολιάζουν μ' αγανάκτηση και ζήλεια:
"Γιάε τηνε τη γρα την κακορήμαλη, παρά τα βάσανά τζη, η αρχοντιά δεν έλειψε απ' την περπατηξιά τζη..."

Ιδέ

Προστακτική αορίστου από τα αρχαία ελληνικά του ρήματος "ορώ". Ανήκει στα εξαιρετέα ρήματα ως προς τον τονισμό, καθώς είναι ένα από τα πέντε της αρχαίας ελληνικής που τονίζονται στη λήγουσα, ενάντια στον γενικό κανόνα που προβλέπει τονισμό σε παραλήγουσα ή προπαραλήγουσα (ευρέ(<ευρίσκω), ιδέ(<από άχρηστο ενεστωτικό ρήμα που δίνει και τον αόριστο είδα, το ρήμα οίδα - παρακείμενου με σημασία ενεστώτα που σημαίνει γνωρίζω, τον άχρηστο ενεστώτα του οίδα, είδω που θα πει κι αυτό γνωρίζω αλλά πολύ συγκεκριμένα μέσα από το αισθητήριο της όρασης) , ελθέ (<έρ/λχομαι), λαβέ (<λαμβάνω), ειπέ (<από άχρηστο ενεστωτικό ρήμα απ' όπου βγαίνει το ουσιαστικό έπος που σημαίνει πρωταρχικά ομιλία, εξ ου και νήπιο - νη, αρνητικό μόριο όπου σε αρχαίες διαλέκτους της ελληνικής είχε τη χρήση του στερητικού "α"+έπος, δηλαδή αυτό που δε μιλά ή δεν μπορεί να μιλήσει). Το λαβέ έγινε λάβε στα νέα ελληνικά κι ακολούθησε έτσι τον κανόνα, το ελθέ, έλα ενώ τα υπόλοιπα γίναν μονοσύλλαβα (πες, δες, βρες).
Είναι εύηχη ως λέξη και επιβλητική γι' αυτόν το λόγο, προστακτική. Αναβαθμίζει το κύρος του ομιλητή της, υπάρχει και ως ιδού στην Καινή Διαθήκη. Ακούγεται κομψή και κυριλάτη σε αντίθεση με το πιο άγριο γιάε και μπορεί να έχει και ελαφρώς ειρωνική χροιά. Οπωσδήποτε δηλώνει και το θαυμασμό αυτού που περιγράφει προς το συμβάν/πρόσωπο που αναφέρεται, χωρίς όμως να λείπει μία λανθάνουσα περιπαικτική διάθεση.


- Ιδέ τηνε, πως πάει, κοτσονάτη και τριζάτη...
- Ιδε κατάσταση, ιδέ πράματα...
(ισοδυναμεί με το "για δες εκεί" σ'αυτά τα δυο) - Ιδέ, ίντά 'βγαλα στη χέρα... Σήμερο τό’δα...

Στράφου

Από το ρήμα στρέφομαι. Μπορεί να αποδοθεί μορφολογικά ως στρέψου στην κοινή. Από την προστακτική του ρήματος αυτού απαντά οριστική ενεστώτα ως "στραφέρνω", με την εξειδικευμένη έννοια "προσέχω". Εδώ το στρέφομαι έχει την έννοια του "στρέφω το νου μου", δηλαδή προσέχω πάρα πολύ αυτό που μου δείχνουν ή αυτό που θέλω να δω.


- Στράφου δα και γροίκησε τούτη να την αθιβολή(=εξιστόρηση, συνήθως αληθινού περιστατικού με σκοπό τη διδαχή).
- Κι όντεν ελάλιε το κουράδι(=και όταν οδηγούσε το κοπάδι)...
- Στράφου δα να σου πω ιντα μου εσύμβηκε τση κακορίζικης με ντο γεροτράο απού ερήμαξέ με, σήμερο!...

Βλέπε

Η ενεστωτική προστακτική του ρήματος βλέπω που απαντά σπάνια στην κοινή, παρά μόνο στις παραπομπές (Π.χ.:βλ.λ., βλέπε λέξη κ.λπ.)


- Πώς πεταρίζει κι είναι ένα γ-καμάρι... Βλέπε ν-το...
- Μα βλέπε εδά που δείχνω σου!...
-Βλέπε ν-το γ-κοπέλι, να πάω στη χώρα να ψουνίσω...

Θώριε

Από το ρήμα θωρώ(=βλέπω) από το αρχαίο θεωρώ(=επιβλέπω, και επιβλέπω γνώμη δηλαδή νομίζω, μεταγενέστερα). Έχει την ευρύτερη έννοια του επιθεωρώ - προσέχω, αλλά και τη στενότερη που εφιστά την προσοχή εκείνη τη δεδομένη στιγμή που ζητείται.


- Θώριε μωρέ μπαϊλντισμένε που γράφεις, μην έρθω με τη ρίγα... Δε νιώθεις;
- Θώριε το πετειναράκι τσι πήδους απούσα κάμει...
- Θώριε το τρακτέρι μια ολιά(=λιγάκι) μέχρι να γαείρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τον έχουνε μπανίσει. Αν ισχύει το αξιοζήλευτον της παρακολούθησής του και το άκρως σκανδαλιστικό εις τα ιδιαίτερά του με νεγκλιζέ ή άλλου είδους ελλιπή περιβολή λόγω κατάστασης - ειδικού περιβάλλοντος(π.χ. μαγιό, μπικίνι, τρικίνι και πλέον και τόπλες) κατ' επέκταση είναι ο γουστόζικος, ο τραβηχτικός τα βλέμματα, ο ωραίος. Απαντάται στο ουδέτερο γένος στην έκφραση "μπάνικο μωρό" συχνότατα.Το μπάνικο παρόλα αυτά αφορά σε κάτι άψυχο, σε κάτι που αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο προς απόκτηση και επίδειξή του ως τρόπαιο, έστω κι αν δεν είναι και ως κάτι που οπωσδήποτε αναμένεται να αναβαθμίσει το κύρος του κατόχου του.


1.- Πω, ρε φίλε... Κοίτα με τρόπο ένα μπάνικο μωρό που περνάει μόλις τώρα... με τρόπο ρε κάφρε, μην καρφωθούμε!
2.- Κοίτα μαλάκα τι μπάνισα!... Με δύο σιμ, λειτουργικό γουίντοουζ, 4πύρυνο στα 1200 MHz, κάμερα 5mp μόνο 60 ευρουλάκια! Λέω να το τσιμπίσω... Τα αντρόιντ σ' αυτά τα λεφτά είναι τραγικά - ειδικά οι οθόνες τους δε βλέπονται...
- Μαλάκα, είναι όντως μπάνικο; Γιατί εμείς τα πληρώνουμε μετά με τη γκρίνια σου, "μου βγήκε τό' να άχρηστο, μου βγήκε τ' άλλο σάπιο"... Ξέρω' γω... Πάρ' το και βάλ' το στον κώλο σου όμως μετά, σε προειδοποιώ...Άντε να μου χαθείς, Μπιλ Γκέιτς - τρομάρα σου! Εσύ και τα γκάτζετ σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βασικό δίπολο κατάφασης - άρνησης που το ένα αποκλείει το άλλο ως αληθινό σε μία πρόταση (δεν μπορούν να ισχύουν και τα δύο άκρα ταυτόχρονα, λόγω του διαζευκτικού "ή", που δίνει διαζύγιο στο μεν απ' το δε και απαλλάσσει το ένα από το άλλο. Δεν πρέπει να μπερδεύεται με το "ναι και όχι" τον καφετζηδων που το πρώτο αφορά στον καφέ και το δεύτερο στη ζάχαρη, όχι σημασιολογικά στο ίδιο αντικείμενο, αλλά συνολικά στο προϊόν του πόσιμου καφέ ως προς τη δοσολογία, λόγω του συμπλεκτικου "και").

Το "ναι ή ου" παραδόξως έχει επικρατήσει αν και το "ου" ήταν ένας από τους τρόπους με τον οποίο γινόταν η άρνηση στα αρχαία ελληνικά, αντί του "ναι ή όχι" που ακούγεται πιο σπάνια. Ας πούμε πρώτα για το "ου" γιατί έχει πιο πολύ ενδιαφέρον κι ύστερα μέσω αυτού καταλήγουμε στο "ναι".

Το "ου" κυμαίνεται σε κάτι μεταξύ γλώσσας και μη γλώσσας, μορίου και επιφωνήματος. Αυτό είναι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι εκφράζει μια αρνητική και έντονη συναισθηματικά κατάσταση, που κάνει το υποκείμενό της να αντιδρά με άμεση ενόχληση, άκομψα και βίαια. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ταυτόσημο με το επιφώνημα της αποδοκιμασίας που ακούγεται σε γήπεδα, ομιλίες κουλουπού, συνοδευόμενο και πολλές φορές από την αντίστοιχη χειρονομία (ο αντίχειρας κάτω - "να πεθάνει" στη ρωμαϊκή αρένα). Κατόπιν εξελίχθηκε και για λόγους ευφωνίας (αποφυγής της χασμωδιας) πριν από τα φωνήεντα απέκτησε ένα "κ" κι έγινε "ουκ".

"Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος", "Πώς δ' ουκ;" (τέλος πρότασης).

Στα νέα ελληνικά επιβιώνει ως: "ούτε"(ου+τε(=και)=και όχι, και ου, ως συμπληρωματική άρνηση σε άρνηση που έχει προηγηθεί), "ουδέν" (αρχαϊσμός στο "ουδέν σχόλιον", "ουδέν πρόβλημα", αναλύεται σε ου+τε+hεν>ου+τ+hεν,ου+τhεν, ουθέν - στον Αριστοτέλη, ουδέν -τρεις λέξεις σε μία: όχι παίζουμε(!)= και όχι ένα, ούτε ένα, δηλαδή κανένα, εξ ου και το νεοελληνικό "δεν" που είναι απομεινάρι και συντίθεται από το τε+hεν και το αστείο είναι ότι σημαίνει "και εν" δηλαδή "κάτι", το αντίθετο του "τίποτα" ως άρνησης!)και φυσικά στο "όχι"(ουχί<ου+χι,οπου -χι= εμφατικό μόριο και ουχί= όχι βέβαια!, όπως "ναίχι"=ναι βέβαια, και βέβαια!, βλ. τα νεοελληνικά "ναίσκε","όσκες", όπου -σκε είναι το μόριο της έμφασης).

Υπήρχαν και άλλες αρνήσεις που χρησιμοποιούνταν στις λοιπές εγκλίσεις και στα ονοματικά περιβάλλοντα, όπως η "μη" και στα πιο αρχαϊκά χρόνια η παραλλαγή της φωνολογικά που κατέληξε αρνητικό πρόθημα, καθώς το α- ήταν τότε ακόμα καθαρά προσθετικό και επιτατικό κι όχι αρνητικό, η "νη" (νηπενθή<νη+πένθος(=έλλειψη πένθους), νήπιο<νη+έπος(=το έχον ελλειψη ομιλίας), νηνεμία<νη+άνεμος(=απουσία ανέμων)κ.λπ.)

Το ναι... Η ιστορία αυτού του βεβαιωτικού μορίου, που εμφανίζεται σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με μεγάλη ποικιλία, είναι μεγάλη. Ο στόχος του είναι να επιβεβαιώνει. Να επιβεβαιώνει μέσω της επίδειξης και να επαληθεύει στο δια ταύτα του λόγου το αληθές.

"Να! Πάρτα να μην στα χρωστάω"

Ποια; Τα δάχτυλα που δείχνω στο φασκέλωμά μου. Και υπονοούν άλλα, γνωστά στους υβριστές της συνομιλίας και μόνο, αφού έχουν προηγηθεί. Προς Θεού και Τζίζας, αγαπητές κυρίες και κύριοι, μη μπερδεύετε το "να" το δεικτικό μ' αυτό της υποτακτικής στο "να μην στα χρωστάω" που προέρχεται από το μόριο "ίνα" που είναι τελικό μεν, συντελικό δε γιατί περιγράφει το σκοπό αυτού που ακολουθεί...

Οι αρχαίοι ημών όμως είχαν διαφορετική προφορά... Φτιάχνανε πολλούς κατιόντες διφθόγγους... Στα γ' ενικά της οριστικής (π.χ.:λέγει->legej), στις ονομαστικές των πληθυντικών (οι άνθρωποι->hoi anthropoj), και σ' αυτό το ίδιο το βεβαιωτικό μόριο, το "ναι" (naj), όπου το aj ως κατιούσα δίφθογγος (ως δύο φθόγγοι που ακούγονται στην ταχύτητα εκφοράς ενός απλού σχεδόν και όπου ο δεύτερος είναι ημίφωνο, ακούγεται σ'αυτήν την περίπτωση κάτι σαν "γι", αλλά επειδή είναι στο τέλος της λέξης εδώ με το "γ" σχεδόν αναιπαίσθητο) προφέρεται σα "βλάχικο" φωνήεν που γυρεύει να σβήσει γρήγορα από τη γρήγορη εκφορά των προφορών αυτών. Το "α" είναι ο πρώτος φθόγγος που συνοδεύει τον άνθρωπο σ' όλη του τη ζωή. Υπάρχει σε όλες τις γλώσσες και μεταφέρει θετικά μηνύματα στις γλώσσες των ενηλίκων. Συμβολίζει τον ήλιο και το φως. Την αρχή των πάντων. Και ποιος ξέρει; Ο αρχαίος μας πρόγονος, μπροστά στη γεμάτη ενέργεια και θετικότητα που εκπέμπει ο ήλιος, να θάμαξε κι αυτός την ομορφιά του κάνα αναφώνησε ένα ωραιότατο μέσα στο δέος "ΝΑΙ", δείχνοντάς τον και έτσι επιβεβαιώνοντάς τον. Με την ίδια ευκολία που θα βγάλει τα σώψυχά του μ'ενα οργιαστικό "α" κάθε φορά που θα θέλει να νιώσει την ωραιότητα και να την επικοινωνήσει στους παρευρισκόμενους, ή απλώς για να εκφράσει το συναίσθημά του και να ανακουφιστεί.

Η σλανγκιά της έκφρασης "ναι ή ου" έγκειται στην ειρωνική χροιά της. Είναι μια έκφραση που σπάνια θα ξεφύγει από το κλίμα οικειότητας και των ατόμων που κάνουμε χαβαλέ, άρα μας παίρνει και να ειρωνευτούμε, δε θα την πούμε σε κάποιον ανώτερο - ο ανώτερος στον κατώτερο όμως για μ' αρέσει ασκήσει πίεση είναι δυνατόν, αφού μιλά από θέση ισχύος και η ειρωνεία του ταιριάζει - και δε θα τη γράψουμε σε δόκιμο λόγο, δε θα τη δούμε σε κείμενο εκτός κι αν είναι ανεπίσημο, σενάριο, θεατρικό κουλουπού...

1.- Άσε μας, που θα μας βγάλει κι ο Μήτσος γλώσσα τώρα... Αυτού η μάνα του είχε βολέψει όλα τα Πετράλωνα... Παντού της κάνουν τεμενάδες, για να μην πω τίποτε χειρότερο...
- Μάκη, έτσι και συνεχίσεις να μη μετράς τα λόγια σου, θα σε κάνω εγώ να μετράς τα δόντια σου!(του ορμάει, τον αρπάζει απ'το γιακά και τονε στένει στον τοίχο) Λέγε ρε! (αγκωμαχεί ο Μάκης) Θα ξαναβρίσεις τη μάνα μου, ναι ή ου;(ως αποφώνηση σκηνικού προσβόλας, απειλειτικά. Καβγάς εν όψει αλλά όχι σίγουρα)
2. - Άσε με, ρε μλκ!
- Τί να σ'αφήσω ρε! Ολυμπιακός με Άντερλεχτ, έλα να το παίξουμε μονό! Πάμε καφενείο να δούμε τον αγώνα και στην πορεία τ'αλλάζουμε άμα δεν μας πάει...
- Όχου, δεν το βλέπεις εδώ πέρα που έχω δουλειά, διάβασμα, δεν έχω τελειώσει ακόμα... Χέσε με σου λέω...
- Έλα, για τελευταία φορά:Έρχεσαι ναι ή ου;
- Καλά, κουφός είσαι; Ουουου, ρε, ουουου, φύγε από δω χάμου! (αποφώνηση κι απάντηση να φύγει και ο ζόρες σε περίπτωση πίεσης:σε τέτοιες περιπτώσεις ένας ξάδελφός μου επειδή τού'λεγα πιο πολλές φορές όχι,μού'λεγε "ναι ή ναι",ο σκασμένος!)

3.- Κοιτάξτε την παλιαδερφάρα... (στο κυλικείο του σχολείου ένας "μπούλης" ρίχνει το δίσκο από ένα παιδί) Είσαι άντρας, ναι ή ου; (πρόσκληση καυγά ως ρητορική ερώτηση που η απάντηση καλείται να δοθεί πυξ λαξ στα τσαμπουκαλίκια.Πιο πιθανό να πέσει ξύλο.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λιντλ στα κρητικά. Λόγω αδυναμίας εκφοράς των συμφώνων που παραβιάζουν τη φωνοτακτική ικανότητα των ελληνικών, ειδικά στο τέλος της λέξης (στα νέα ελληνικά δεν υπάρχουν διπλά καταληκτικά σύμφωνα, παρά μόνο τα "ν" και "ς" που είναι μονά), απλοποιούνται με αποβολή ή συγχώνευση όπως εδώ και με το απαραίτητο ληκτικό -ι που ανήκει στα κλιτικά επιθήματα των ονομάτων, ενδεικτικό του κλητικού παραδείγματος των ουδετέρων (κατάλοιπο κληρικού επιθήματος που κατέληξε ληκτικό από την κατάληξη -ιον, των υποκοριστικό των ελληνικών της ελληνιστικής εποχής,
πρβλ:βίβλος>βιβλίον>βιβλίο, ως ημιλόγιο δεν έγινε "βιβλί", άλλωστε ήταν επί αιώνες αξεσουάρ των καλαμαράδων - καθαρευουσιάνων - αρχαιόπληκτων - αττικιστών αυτό.
παις>παιδίον>παιδί.
άμπελος>αμπέλιον>αμπέλι.
νήσος>νησίον>νησί).
Έτσι και έχουμε λιντλ>λιντζ>λίζι ή λίντι (κατά άλλους). Δόξα τω Θεώ που υπάρχουν και οι κολλυβογράμματοι και εγκλιματίζουν τις λέξεις και τις ελληνοποιούν και δεν τις αφήνουν παράταιρες μέσα στο ελληνικό κλιτικό σύστημα, όπως οι τάχα μου δήθεν πολύγλωσσοι που ούτε την προφορά τους δεν αλλάζουν γιατί η ξένη είναι πιο γκράντε από της ψωροκώσταινας (δες την Τρέμη όταν λέει :"ας δούμε το ρεπορτάζζ", ή την Μπακογιάννη - πάει το λήμμα - όταν λέει κάτι αντίστοιχο με πολύ "σ" ή "ζ" αλλά και τη Μανωλίδου με το "σσεφ" της λες και ο ντόπιος είναι υποχρεωμένος να ξέρει τις προφορές από τις γλώσσες των όρων των οποίων τους παίρνει ως δάνειο: τέρμα παράνοια ξενοπληξίας και ξενοπάθειας - αναλογικά προς την κουλτουροπάθεια ο όρος). Έτσι η γλώσσα μας, χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους ενσωμάτωσε τα γλωσσικά δάνεια. Και τώρα ο Καπετανάκης, που'χει Ντούγκλα το μουστάκι (από τον Κερκ Ντάγκλας, μπαμπά του Μάικλ, που λάνσαρε άποψη μύστακος μεταπολεμικώς από το Χόλυγουντ), με φωνιάζει και πρέπει να πηγαίνω. Μερβεγιέ και όχι χριστουγεννιάτικα απ'το λίζι.


- Πήγε οπροχτές ο θειος σου απ'το λίζι κι επήρε μου το.
- Και τί είναι αυτό, ρε γιαγιά; Ποιος είναι ο Λίζης;
- Όι άθρωπος, σούπερ μάρκε είναι. Από κείνες σες τσι καινούργιες μαρκέτες είναι, τσι γερμανικές.
- Α, εννοείς τα λιντλ!
(καινούργια, λέμε τώρα... τώρα τελευταία γίνεται ντόρος με δαύτα)

ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: γερμανικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το "με αγγίζεις". Στην Κρητική εξακολουθεί να υπάρχει διαφοροποίηση ως προς τα ρήματα που συντάσσεται το αντικείμενό τους σε πτώση αιτιατική, σε σχέση με αυτά που συντάσσονται με γενική, διατηρώντας τη λεπτή νοηματική απόχρωση που υπάρχει (μου 'γγίζεις, με αγγίζεις, αλλά όχι άμεσα εμένα ως ολότητα, που όπου και να με ακουμπήσεις σε ένα μέρος του σώματος, επειδή ανήκει σε μένα, είμαι εγώ, μα αγγίζεις το πολύ συγκεκριμένο σημείο που διαφοροποιείται εκείνη τη στιγμή από το υπόλοιπο σώμα μου, επειδή έρχεται σε επαφή μαζί σου, στην προκείμενη περίπτωση). Μου' γγίζεις τη χέρα, τον πόδα, το "εργαλείο" κουλουπού...

Τα ρήματα που συντάσσονται με γενική, είναι σχεδόν εξίσου πολλά με αυτά που συντάσσονται με αιτιατική στη διάλεκτο, με τη γενική να έχει αφομοιώσει μορφολογικοσυντακτικά (στη μορφή και στη χρήση δηλαδή) την αρχαία δοτική. Άρα αυτά που στην Κρητική συντάσσονται με γενική κατά τον γενικό κανόνα στα αρχαία συντάσσονται είτε με γενική είτε με δοτική (σπανιότατα με αιτιατική, κάποια λίγα ρήματα όμως της νεοελληνικής κοινής μπορεί στην Κρητική να συντάσσονται με γενική, επειδή έτσι έχει κληροδοτηθεί μέσα στην εξέλιξη της γλώσσας από τα αρχαία και δεν έχουν περάσει από την κοινή στη διάλεκτο, εφόσον προυπήρχαν). Από τα συμφραζόμενα το αντικείμενο μπορεί να εννοηθεί ή να είναι το υπονοούμενο το ευκώλως εννοούμενο, για να μην κατονομασθεί η φράση που περιγράφει.

Είναι αξιοθαύμαστο πάντως, πως ανά την εγχώριό μας, δεν κατονομαζόταν η πράξη φάτσα -κάρτα, όπως μας ήρθε η έτοιμη αμερικανιά από την αλλοδαπήν και δη την Εσπερία την εποχή του (δυτικότροπου) εκσυγχρονισμού - και καλά - και της αλλοτρίωσης της παράδοσης. Οι παλιές ελληνικές κοινωνίες δεν είναι ότι το είχαν ως συντηρητικές και καθυστερημένες ως πράξη, άρα και ως λέξη, ταμπού (τα χωργιά βογγούσαν κάποτε από τα αλληλοκαβαλικεύματα, αφού το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα που λέει και το δημώδες), αλλά το να μην το κατονομάζουν υπόκειτο στα πλαίσια του ερωτικού παιχνιδιού, του τσαχπινισμού, του ζουζουνισμού, ώστε να μην ακούγεται βάρβαρο, επιθετικό και - φευ!- το χείριστο όλων: πεζό και φτηνό, όπως ακούγεται σήμερα που ισοπεδώνει τους μετέχοντες και επικεντρώνεται καθαρά ως τεχνικός όρος στην πράξη και μόνο, με τα "εργαλεία" να είναι απλώς υδραυλικά, ένα πράμα, μεριστικά 'λαδή κι όχι ολιστικά, ως διακριτά μέρη ενός όλου, ενός ανθρώπινου έμψυχου σώματος...

  1. - Πού' σου' να τόση να ώρα που σ' ανιμένω;
    - Ήμουνα με Νικολιό και ζγουραφίζαμε...
    - Έλα 'παέ να μου βοηθήξεις, μόνε πρόσεχε, μή μου 'γγίξεις και με μουτζαλώσεις με τσι μπογιάδες στι χέρες σου... Άμε πλύσου, πρώτα.

  2. - Έλα Κρινιώ μου, έλα μάθια μου, που σ' αποθύμηξα ούληνα τη μέρα και σε λαχταρώ. Έλα σίμωσε...
    - Όι, δε σιμώνω...
    - Γιάντα;
    - Όι δεν έρχομαι, για θέλει μου ' γγίξεις...(=γιατί θα μου το αγγίξεις/τσιγκλίσεις/χαρχαλέψεις, το "εργαλείο")
    - Έλα, τζάνε μου, μα' γω σ' αγαπώ κι ανέ δε θέλεις, δε σου 'γγίζω. Μη φοβάσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που όταν κοιμάται, ροχαλίζει (πολύ). Τόσο όσο δεν περνά (εύκολα) απαρατήρητο και μπορεί να καταντήσει εκνευριστικό, όσο και οι συνέπειες από την αϋπνία μετά.


- Κομμένο σε βλέπω σήμερα...
- Μ' άφησες όλη νύχτα να κοιμηθώ, βρε μαλάκα; Και με φλόμωσες και μου ροχάλιζες... Τί είσαι συ ρε πούστη μου;
- Χαχαχα! Έλα τώρα... Μήπως υπερβάλλεις λιγάκι;
- Τί υπερβάλλω, ρε; Είσαι συ ένα ροχαλιστήρι και πορδοκλανιριτζίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified