Αποτελεί (συγ)κομμένο/καμένο τύπο, όχι όμως όπως τα κομμέ που κόβουν την τελευταία συλλαβή, αλλά την πρώτη, εν τη πρύμνη του αλόγου. Φωνολογική αλλοίωση - τροποποίηση που προκύπτει από τη γρήγορη εκφορά του λόγου, δηλαδής. Παλιά ήταν δημοφιλής ανάμεσα στην προεφηβική και εφηβική σλανγκ (παλιά μαγκιόρικη και κούλικη σλανγκιά). Προκαλεί για επεξήγηση.

- Κι εσύ 'λαδή, πότε θα γυρίσεις να συνεχίσουμε;
- Όταν σπάσω από της θειας μου ή με τζάσουνε... Άσε κι είναι μια γριόλα, η τζατζόγρια... Όλα τα τεκνά της παραλιακής παίρνει κι έχει να λέει η γειτονιά. Σε μένα το παίζει κήρυγμα η πουτανομπεμπέκα, 'λαδή άμα πάω να της πω και τίποτα θα μου την πέσουν όλοι τώρα στην επίσκεψη... Αναγκαστικά πάω 'λαδή επειδή είναι οι γονείς κι έτσι... Μαλακία το σκηνικό...
- Εντελώς, 'λαδή.

Στο τέλος της φράσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και βεβαιωτικά, σε "'λαδή" που έχει προηγηθεί, επιβεβαιωτικά, ότι έχουμε καταλάβει τί μας λέει ο συνομιλητής και δείχνουμε ότι συμπάσχουμε κι όλα. Όταν χρησιμοποιείται στην αποφώνηση, δε χρειάζεται να πούμε άλλη σλανγκιά τύπου:"γάμησέ τα, μαλάκα, ό,τι νά'ναι" κουλουπού, σα σχολιασμό γιατί τον αντικαθιστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... δε μ - παθαίνεις πράμα

Όλα είναι δυνατά/ πιθανά. Κι επειδή είναι δύσκολο το τσίρι ενός ανθρώπου που δεν είναι μωρό ή μικρό παιδί να κάμει καμαρόλι, είναι δύσκολο για ότι κάνουμε, εξασφαλισμένο ή ριψοκίνδυνο να έχουμε δέσει το γάιδαρό μας πρώτα, γιατί όλα είναι θέμα πιθανοτήτων και όχι βεβαιοτήτων (0% ή 100%)λόγω ασταθμήτων παραγόντων. Κυριολεκτικά ξεκίνησε από την αδυναμία πετυχημένης στόχευσης σε τραύμα με ούρα (όπως τσίμπημα εντόμων του ίδιου του ατόμου που βρίσκεται σε άμεση ανάγκη από τη σύγχυση του πόνου και του δυνατού τσουξίματος και σε συνδιασμό με άσχετες στιγμές στις οποίες μπορεί να προκύψει και να φέρει σε αμηχανία το άτομο να παράσχει αυτήν την "πρώτη βοήθεια" στον εαυτό του σωστά π.χ.:οδήγηση και ακόμα χειρότερα ποδηλάτου ή μηχανής) που λόγω των ουσιών που περιέχουν αδρανοποιούν το δηλητήριο του κεντριού τους και ανακουφίζουν προσωρινά μέχρι να ακολουθηθεί θεραπεία με κάποια αλοιφή, ένεση αναλόγως τη σοβαρότητα.

Τσίρι είναι στα Κρητικά το κάτουρο, το προϊόν της ενέργειας "τσιρώ" (δηλ. κατουρώ - απαντά και στον πληθυντικό "κατουρήματα" από τον ενικό "κατούρημα" που μπορεί να σημαίνει και το προϊόν εκτός από την πράξη - για την πράξη είναι το "τσίρημα" απ'όπου και το ευκοίλιο "τσιρλιό" της κοινής ν.ε.). Το καμαρόλι είναι η καμαρούλα (μικρή καμάρα με την υποκοριστική κατάληξη - όλη). Ούτε η κρεββατοκάμα(/ε)ρα, ούτε η βιντεοκάμερα, αλλά η αψίδα, η καμάρα, η καμπύλη που διαγράφεται ως αρχιτεκτονικός σχεδιασμός για τον διαχωρισμό των εσωτερικών χώρων που είναι ευχάριστοι στο μάτι. Τέτοιες καμάρες έχουν τα γεφύρια μας και πρώτο και καλύτερο αυτό της Άρτας (που τη γλύτωσε απ' τον Άραχθο, αλλά όχι και αυτό της Πλάκας). Κι εδώ ο καλλιτέχνης θέλει να ζωγραφίσει πάνω στον αρχιτέκτονα με μια καλλιγραφική στόχευση - προστόχευση στο ζητούμενο στόχο που ήδη από την ηλικία των τριών ετών πρέπει να είναι ο εσωτερικός διάκοσμος του ουρητηρίου - αφοδευτηρίου της τουαλέττας κι εκεί να αφεθεί στην έμπνευσή του και να οργιάσει και όχι η καμάρα της στεφάνης - γι΄αυτό μικροί και μεγάλοι δέχονται πολλαπλές παρατηρήσεις σε όλους τους τόνους από τον γυναικείο πληθυσμό του σπιτιού. Όσο μεγαλώνει όμως κανείς, το τσίρι του όλο και πιο δύσκολο είναι να κάμει καμαρόλι, ένεκα των αναλογιών του πέοντος που απορροφά μεγάλο μέρος της πίεσης του υγρού λόγω του μήκους. Καθώς στους πιτσιρικάδες τους πολύ μικρούς είναι δυσανάλογα μεγάλη ως προς το μήκος των προσόντων τους στη συγκράτηση - απορρόφηση της πίεσης εξόδου, το όργανο ξαφνικά αρχίζει να κεντά στον αέρα σε μια πτήση που καταλήγει σε πτώση (όπως διαφωνούσαν ο Γούντι και ο Μπαζ Λάιτγίαρ ασυστόλως στο πρώτο Τόυ στόρυ για να βρουν τί σκατά ήταν αυτό που έκανε ο Μπαζ ακριβώς) με όποιον βρει μπροστά του, ή ακόμα και το ίδιο το πιτσιρίκι όταν είναι ξαπλωμένο και αυτοκατουριέται.
Εκτός λοιπόν κι αν σφίξει πολύ ένας ενήλικας το πράγμα, όπως το λάστιχο μπροστά από την τρύπα όταν ποτίζουμε φυτά, δύσκολα να κάμει καμαρόλι καλοσενιαρισμένο (φυσιολογικά το τσίρι κάμει μόνο πτώση)κι έτσι δε μετράει (η έκφραση δηλώνει να γίνει από μόνο του το καμαρόλι κι όχι βεβιασμένα - προμελετημένα, να το κάμεις - προκαλέσεις εσύ). Συνεπώς η ρήση είναι όλο και πιο αδύνατη στο να εκπληρωθεί (σχήμα αδυνάτου ή μάλλον εντελώς απίθανου)κάτι σαν κι αυτό που βρόντηξε ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα όταν του έκλεψαν το "γέρας" του, το φίνο γκομενάκι του - λάφυρό του, την κόρη του αρχιερέα Χρύση, τη Χρυσηίδα (όχι τη Δημουλίδου), πως μόνον όταν εκείνο το ξύλινο στιλβωμένο ραβδί που κράδαινε μπροστά τους από θυμό όταν τους μιλούσε την ώρα που τον παρακάλαγαν οι Δαναοί να επιστρέψει στη μάχη γιατί οι Τρώες τους θέριζαν, έβγαζε πάλι κλαδιά θα επέστρεφε. Δηλαδή όσες ήταν οι πιθανότητες να γίνει κάτι τέτοιο τόσες θα ήταν και αυτές που θα τον έκαναν να αφήσει τη μήνιν του, τη μάνιτά του και το πείσμα του. Δηλαδή ποτέ. Τελικά αυτό το πράμα κλαδιά δεν έβγαλε και άλλες συγκυρίες τον οδήγησαν ξανά στη μάχη με τη γνωστή κατάληξη. Παρόλα αυτά οι ελπίδες για ένα καλοσχηματισμένο καμαρόλι από ένα ενήλικο πουλί είναι περισσότερες και εντός της φύσεώς του, απ' ότι ένα αποκομμένο τμήμα ή κλαδί δέντρου να ξανανθίσει, άρα το πράγμα δε φαντάζει και τόσο μαύρο, αλλά είναι μάλλον προς το γκρι.
Όσο μεγαλύτερο το καμαρόλι λοιπόν , τόση μεγαλύτερη πίεση και λόγω της επίδρασης της βαρύτητας από την πτώση που είναι ανάλογη του ύψους απ' όπου πέφτει το υγρό, τόσο πιο καίρια εξασφαλίζεται ο στόχος και συλλέγεται το κατά δύναμιν εκεί. Κι επειδή όσο μεγαλώνουμε τη χάνουμε την μπάλα γιατί αποσπώμαστε από χίλιες δυο πλευρές με ξενέρωτα προβλήματα, αυτή η ευλογία ανήκει στα παιδιά στο να καταλήγουν τελικά με προσήλωση στο στόχο και να τον διεκπεραιώνουν. Κι έτσι όλα να είναι δυνατά. Στη μεταφορική της χρήση η φράση συμπληρώνεται στην απόδοση με τον προσφιλή - διακαή πόθο του πάσχοντος. Εκφέρεται με με μια κάποια λεπτή ειρωνεία, με καλαμπούρι και στο τέλος παρακινητικά γιατί κανείς δεν κάνει να σκοτίζεται πολύ για το οτιδήποτε.

1.- Μπουχουχου! Έπεσα κι ετσίμπησε με σφήγκα! Άααααχ...
- Σώπα μρε Μανωλιό... Ανε κάμει το τσίρι σου καμαρόλι, δε μ - παθαίνεις πράμα. Να γενείς θέλει καλά.
- Αλήθεια, παππού; Να περάσει θέλει;
- Να περάσει θέλει... Γιατί είσαι κοπελλάκι και μέχρι να παντρευτείς, να γιάνει θέλει ως τότε.
2.- Πάει το Μαράκι, εχάσαμε το...
- Ανέ κάμει το τσίρι σου καμαρόλι, να γυρίσει θέλει...
- Εδά, σώθηκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή προστασίας που ακουγόταν κυρίως από γυναίκες της οικογένειας (μάνα, γιαγιάδες, θείες) προς τα όμορφα βλαστάρια της, για να αποφεύγουν τα κοπέλλια το κακό μάτι. Σημαίνει 'να είσαι αλώβητος από το κακό μάτι'- ενν. το μάτι το αχόρταγο και το άπληστο, αυτό που ματιάζει. Συνώνυμη έκφραση με την 'φτου(σου) ! να μη σε ματιάσω'της κοινής νεοελληνικής. Η κυριολεκτική φτυσιά του ανθρώπου πάνω στο πρόσωπό του είναι γελοία, τον ασχημαίνει και κάνει την ενέργεια της βασκανίας να μην πιάνει εκεί, αφού πια δεν έχει στόχο να λαβώσει.

Η φράση είναι ελλειπτική, καθώς ο πληθυντικός 'αλάβωτα' αναφέρεται σε ό, τι δικό του έχει, κυρίως από το σαρκίο του και ιδίως προίκα καλλονής, δηλαδή σε οτιδήποτε όμορφο χαρακτηριστικό έχει που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους άρα και να είναι ζηλευτός, με αποτέλεσμα το ζηλόφθονο, το φθονερό ή απλώς το αχόρταγο μάτι του αντίστοιχου ανθρώπου, να ανιχνεύει αυτήν την καλοφτιαγμένη ιδιαιτερότητα και να εκπέμπει προς εκείνη την κατεύθυνση την ενέργεια της έλλειψης αυτής της ομορφιάς που απουσιάζει ως ποιότητα από την πλευρά του πομπού της αρνητικής ενέργειας (του κακού ματιού). Αλάβωτά σου, αλάβωτα όλα τα όμορφα και τα ξεχωριστά σου.


- Είδες τηνε την Ελενιώ μια γ-κοπελλιά απού γίνηκε... Λεβέντισσα!
- Ναι, λεβέντισσα, αλάβωτά τζη...
- Θειες, είντα γίνεστε, καλά' στε;
- Καλά' μαστε, χαρώ σε κοπελλιά μας, αλάβωτά σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν θέλω να στρίψω με όπισθεν, εκεί που θέλω να πάει ο κώλος μου εκεί στρίβω και το τιμόνι. Αν τον θέλω να κουνηθεί δεξιά, θα στρίψω δεξιά και το αυτό για τα αριστερά. Παράλληλα όμως κινείται η μούρη μου προς την αντίστροφη κατεύθυνση, γιατί η όπισθεν την πετάει έξω, εφόσον έχω καταστήσει κύριο μέρος κίνησης το οπίσθιο με το εμπρόσθιο ν ακολουθεί.
Στις νταλίκες όμως, που τα μέρη του τράκτορα και του ρυμουλκούμενου (ή τεμπέλη) είναι διακριτά και ενώνονται με κοτσαδόρο ή κοτσαδόρους (αν οι τεμπέληδες είναι πολλοί), δεν πρέπει η στροφή του τιμονιού να γίνει βάσει του πού είναι να κινηθεί ο τράκτορας, αλλά του πού πρέπει να κινηθεί ο τεμπέλης, με αποτέλεσμα εκεί που κινείται ο πωπός του τεμπέλη εκεί να κινείται και η μούρη του τράκτορα, καθώς στο σημείο σύνδεσής τους με τον κοτσαδόρο δημιουργείται γωνία σύμπτυξης, δηλαδή το όχημα συνολικά φαίνεται να διπλώνει. Άρα το ανάποδο τιμόνι, περιγράφει την ανάποδη κίνηση του τράκτορα κατά την όπισθεν, με το να ακολουθεί τη μεριά κίνησης του οπισθίου μέρους του οχήματος και όχι την αντίθετη όπως συμβαίνει με τα Ι.Χ., ή τέλος πάντων, τα λοιπά οχήματα πλην των νταλικών.Το κορυφαίο είναι ότι το κέντρο αναφοράς της περιγραφής αυτής της φράσης δεν είναι το ζητούμενο μέρος κίνησης, χάριν του οποίου εμφανίζει αυτή τη μοναδική συμπεριφορά το συγκεκριμένο όχημα κατά την όπθισθεν, αλλά αυτό που ακολουθεί την κίνηση αυτή και προκαλείται το συγκεκριμένο φαινόμενο.


- Καλά είμαι εδώ ή να το κόψω λίγο;
- Πάρε δυο ανάποδα τιμόνια και μετά ίσιωσέ το κι όλα εντάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ειρωνεύεται τους ανίδεους μιας κατάστασης που όμως έχουν και το θράσος να εκφέρουν άποψη και ελαφρά τηι καρδία/ι. Έτσι μπορούν να νομίζουν ο τι θέλουν μέχρι να μπλέξουν κι αυτοί και να δουν εκ των έσω τί ισχύει και τί όχι και τί τελικά μπορεί να γίνει. Και επειδή η φαιδρά πορτοκαλέα κάνει τους δράττοντες τους καρπούς της να νομίζουν πώς μπορούν νά'χουν και σωστή άποψη (από + όψη) για κάτι κυριολεκτικά ή μεταφορικά που δεν έχουν καν δει από κοντά, ο εκάστοτε επηρμένος τα βρίσκει σκούρα όταν πραγματικά μπει στα πράγματα και ο υψηλός εγωισμός ταπεινωθεί και τον αναγκάσει να αναθεωρήσει. Διότι μέσα στο χορό φαίνονται τα στραβοπατήματα και αν πράγματι μπορούσε να κάνει ο ίδιος καλύτερα τα πράγματα.

- Γιατί ο μαλακισμένος δεν της το λέει ότι θα παντρευτούνε τότε, παρά την έχει φλομώσει στο "σε λίγο" και στο "σύντομα". Παρά τους δύσκολους καιρούς μας, αυτός δόξα τω Θεώ, δεν έχει κώλυμα από πουθενά...
- Απ'έξω απ'το χορό πολλά τραγούδια ξέρετε να λέτε κι οι δυο σας... Και που ξέρεις τί ακριβώς τρέχει και δεν το έχει πει;
- Θα με τρελάνεις κι εσύ τελείως; Το δικηγόρο του διαβόλου παριστάνεις;
- Όχι. Απλώς λέω ότι μπορεί να υπάρχει και κάτι άλλο που το καθυστερεί απ'το να γίνουν συντομότερα τα πράγματα. Δικό του. Μην τρελαίνεστε και χαλάτε τη ζαχαρένια σας. Ποιος ο λόγος κι εσύ μωρέ Ξανθίππη, που τό'χεις πάρει τόσο πατριωτικά; Αφού δεν πρόκειται για σένα...
- Μην ξεχνάς Ρουλάκι, πως είναι ξαδέρφη μου. Και τί ξαδέρφη μου... Αδερφή μου, αφού το'φερε η μοίρα να μεγαλώσουμε μαζί. Πολλά τραγούδια ξέρω γιατί νοιάζομαι για το μέλλον της και φοβάμαι μην αποδειχτεί γκασμάς ο μέλλοντας γαμπρός κι η σκασίλα της αναμονής γίνεται για το τίποτα εξαιτίας του...
- Να δεις που δεν τρέχει τίποτα και στο τέλος θα σου πέσει η μύτη μ'αυτά που λες τώρα...
- Αυτό λέω κι εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω τελειώσει οριστικά με τις σεξουαλικές δραστηριότητες διότι έχω μπει πλέον βαθιά στην τρίτη ηλικία και έχω νιώσει τον αντίκτυπό της εκεί. Ο αόριστος δείχνει το τελεσμένο του πράγματος και την απίθανη ανατροπή του έστω και κατ' εξαίρεσιν.

- Δηλαδή ρε γέρο, άμα σού 'ρθει τώρα το γκομενάκι και σου κάτσει στα πόδια σου και ξέρεις τώρα, για τα παρακάτω, τί θα του πεις «δεν μπορώ»;
- Κι αφού δεν μπορώ; Και στο κάτω κάτω, τί να με κάνει εμένα... Εγώ, πάει πια, τελείωσα. Απογάμεψα... Σειρά σας τώρα να τα χαρείτε αυτά. Άλλα πράγματα μετρούν σ' αυτήν την ηλικία κι είναι ίδια μ' αυτά που μετρούν για τα παιδιά. Τα απλά, τα καθημερινά.

Δεν απαντά στον ενεστώτα. Γιατί ποιος παραδέχεται το μεταβατικό στάδιο που άλλωστε χαρίζει και την ψευδαίσθηση ότι «ακόμα το δουλεύω καλά;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδης έκφραση που δηλώνει πως κανείς δεν πρέπει λυπάται κανέναν, παρά ο καθένας να φροντίζει για τον εαυτό του κι ο καθένας έτσι να αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος προς την ενηλικίωση άλλωστε... Αυτή η έκφραση πηγαίνει ταμάμ για τους συχνά εμμονικούς ψυχοπονιάρηδες και αλτρουιστές λυπησιάρηδες που αγρόν ηγόραζον αμφότεροι καθώς και για τους παθολογικούς ευχαριστίες που από τη μία ναι μεν βοηθούν, αλλά από την άλλη στην πρώτη ευκαιρία όλοι σπεύδουν να τους παρατήσουν στην τύχη τους, αφού οι πρώτοι που έχουν εγκαταλείψει ο ευχαριστίες είναι πρώτα απ' όλα ο ίδιος τους ο εαυτός. Ειδικά όταν πρόκειται για περιπτώσεις αντικρουόμενων συμφερόντων (ο θάνατός σου η ζωή μου, ή έστω η χειρότερη ζήση σου ή λίγο καλύτερη δική μου) ενδείκνυται αυτή η υπενθύμιση σ' αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων ως αντιβίωση για να μην παίζουν τους μεγαλοσχήμονες, γαλαντόμους σε άκυρες στιγμές ακόμα και σε τέτοιες που απειλείται αυτή η ίδια η ύπαρξή τους (από το θύμα που μόλις θρέψει γίνεται θύτης παθητικά ή ενεργητικά), που με την πετριά που έχουν κινδυνεύουν να επιτείνουν αυτήν την ανισορροπία. Όσο πιο γρήγορα γίνει κατανοητό, τόσο το καλύτερο. Η τάξη αποκαθίσταται με τον κάθε κατεργάρη να πηγαίνει στον πάγκο του.


Από ένα παραμύθι του περιοδικού "Δρήρος" αρ. 33, 1940.
Περίληψη: Ένας γάιδαρος κι ένα βούι μ' αθρώπινη μιλιά, στα παλιά τα χρόνια είχανε μεγάλες φιλίες στο αχούρι τ' αφεντικού τωνε. Το βούι αγκομαχεί απού το ζευγάρισμα κι ο γάιδαρος το πείθει να κάμει το ανόρεχτο. Ο αφεντικός που το περνά για άρρωστο, το αντικαθιστά με το γαϊδούρι. Το βούι, καλομαθημένο μπλιο στο τεμπελχανιλίκι, δε θέλει να ξαναδουλέψει, παρά ο γάιδαρος την πληρώνει: για το καλό που τού'καμε, βρίσκει το κακό ν-του αυτός. Τελικά του λέει του βουγιού να ξαναδείξει προθυμιά και να γενεί πάλε σερπετός, ειδεμή ο αφεντικός που τό'χει γι'άρρωστο, να το σφάξει θέλει πριν καλαρρωστήσει και δεν μπορεί μετά να το κάμει πράμα, παρά να πάει άχρηστο... Τότε το βούι ζωντανεύει και βγαίνει στο ζευγάρισμα. Ο γάιδαρος αναλαμβάνει πάλι την παλιά του δουλειά. Στο τέλος παραπονάται το βούι του γαϊδάρου, γιατί του τό' καμε αυτό και τον επρόδωσε στ' αφεντικό:
"- Κατέχεις ίντα λέει μια παραμιά;
- Όι.
- Ε, άκου τηνε και μην τηνε ξεχάσεις. Απούσα λυπάται τα ξένα κόκκαλα οι σκύλοι τρώνε τα δικά ντου..."

Παρά την όποια καλή πρόθεση, αυτός που προσφέρει βοήθεια, εκ των προτέρων δε γνωρίζει πόσο ασύμφορη μπορεί ν' αποβεί για τον ίδιο. Το λογικό είναι τότε να τη σταματήσει, εφόσον ο βοηθούμενος κοιτάζει μόνο τη δική του ωφέλεια αγνοώντας ηθελημένα - αθέλητα σε ποιανού τις πλάτες την έχει, τη χρωστά και ως γνήσιος αγνώμων κουτοπόνηρος δε τη μοιράζεται ξανά μ' εκείνον που χάρη σε αυτόν έγινε η ζωή του πιο εύκολη. Αλλιώς αυτός που βοηθά άχρηστους κι ανάξιους είναι άξιος της τύχης του... Και για να μη φάει κανενιούς μας τα κόκκαλα οι σκύλοι, ξανοίξετε καλά καλά τζ' αθρώπους προτού να πράξετε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αλτσχάιμερ (είδος άνοιας) όπως το προφέρουν οι γέροι και γενικώς άτομα μη κοσμοπολίτικα και κοινωνικά υστερημένα από ερεθίσματα ξένων γλωσσών, με αποτέλεσμα η αντιληπτική τους ικανότητα σε φθόγγους ή σε συμφωνικά συμπλέγματα που δεν υπάρχουν στα ελληνικά, να είναι περιορισμένη κι έτσι αυτομάτως ανιχνεύεται η πλησιέστερη μορφή άρθρωσης προς την πρωτότυπη που μπορεί να επιτευχθεί. Η φωνοτακτική ικανότητα που διέπεται από τους περιορισμούς της γλώσσας - στόχου ένταξης της πρωτότυπης ξενόφερτης λέξης αυτομάτως δρα ελληνοποιητικά προς τις ξένες λέξεις. Στα στόματα των απλών ομιλητών αυτή η διαδικασία συμβαίνει αυθόρμητα και αυτό το 'φίλτρο φωνημάτων' ενεργοποιείται αυτόματα, σε αντίθεση με τις προσπάθειες των καλαμαράδων που και διαβασμένοι είναι και σπουδαγμένοι, άρα αυτό το φίλτρο το εφαρμόζουν και με υπερβολές και χωρίς να αποφεύγουν οι παλιότεροι τις καθαρευουσιάνικες υπερδιορθώσεις αστισμού.


- Ίντά'παθε η Κούλα και πιαίνει ετσά;
- Δε ν- τά'μαθες; Έχει ατσχάι.
- Ίντά'χει;
- Ατσχάι μωρέ - δε γ-κατέω πως διάολο το λένε... Ετσέ το λένε οι γιατροί. Μαλάκυνση που λέμε...
- Αλήθεια δα, οι γιατροί με τα λοξά και τα παράξενά τωνε...

Προτείνεται γενική 'του ατσχαγιού', όπως του τσαγιού και είναι ευτράπελος όρος για την ασθένεια που περιγράφει γιατί λήγει σε 'χάι' (το "-μερ" έχει πάει περίπατο. Και δύσηχη λέξη είναι με τόσο συνωστισμό συμφώνων και δυσπρόφερτη, όπου το "-μερ" δε συγκρατείται και λόγω πολυσυλλαβίας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.Υπερπροσπαθώ για αβέβαιο αποτέλεσμα. Το αδύνατον της έκβασης σχεδόν προκρίνεται, ειδικά όταν αυτός που καταβάλλει την προσπάθεια βρίσκεται ακόμα υπό το ακαφελόγιστο και η παραζάλη μεταξύ ξύπνιου και ύπνιου αν και στέκεσαι στα δύο σε κάνει να φέρνεις πιο πολύ σε ζόμπι παρά σε άνθρωπο. Ο διάολος εδώ δηλώνει το ζόρικο του πράγματος, της δύσκολης αυτοσυγκέντρωσης, αυτού που διαβάλλει τον ειρμό, τη σκέψη. Όνομα και πράμα, κάνει ότι λέει ο ίδιος, μόνο που εδώ ο διαβολέας είναι ο ίδιος ο δράστης της ίδιας του της ενέργειας, αυτός και ο φραγμός με γκάφα - υπερβολή που προκάλεσε την αχρηστία του, πριν βρεθεί σε κατάσταση νεκροζώντανου. Τα πράγματα για να λυθούν είναι απλά. Ένας καφές, περισσότερη συναίσθηση, πεποίθηση ή συνειδητοποίηση κι έτσι έρχεται πιο κοντά το επιθυμητό αποτέλεσμα. Συνώνυμα: σκουντουφλώ, παραπαίω.


1.- Ξύπνησα το πρωί με ένα κεφάλι νά!
- Ξύδια;
- Πολλά... Άσε, όλο το πρωί βαρούσα σαν το διάολο να διαβάσω για μεθαύριο, αλλά τίποτα... Πάλι τα ίδια θα γίνουν απόψε... Με τέτοια μυαλά αν αυτή τη φορά περάσουμε μάθημα, εμένα να με χέσεις...

2.Καταβάλλω υπερπροσπάθεια για αποτέλεσμα που δεν εξαρτάται από μένα το τελικό του σκέλος, παρά ένα μεγάλο του μέρος από την επίδοσή μου, το φιλότιμό μου, την ευσυνειδησία μου. Βιοπαλεύω για την κοινωνική και ηθική πραγματικότητα με πρόθεση αγγέλου και δύναμη διαβόλου.


- Κάθε μέρα, μωρέ αντίχριστε, να ξυπνάω αχάραγα, ν'ανοίξω το μαγαζί, να βαρώ σα διάολος, να τα βάζω με θεούς και δαίμονες, να ανέχομαι το μακρύ και το κοντό του καθενός τρελού, κι όλα αυτά.για να βάλω κάνα φράγκο στην άκρη μωρέ, να σε κάμω άνθρωπο, να γίνεις κάτι, να μην πνιγείς εδωμέσα... Μα εσύ... Εσύ δεν έχεις ψυχή!
- Εσύ φταις! Εσύ μ' έκανες αυτό που είμαι. Εσύ με βόλεψες για να ξεβολεύεσαι, να βασανίζεσαι παραπάνω, να μη μ'αφήνεις να υποφέρω κι εγώ, να νιώθω ο,τι κάνεις όμως μετά να το'χεις αυτό απαίτηση! Φάε με τώρα στα μούτρα, χωρίς παράπονο!Κι εγώ βαρώ σα διάολος από την αχρηστία που μ'έκλεισες, ακόμα και στο να πετύχω το πιο απλό από την ανασφάλεια που μια ζωή μου φέρεσαι σα μπέμπης!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Όταν βρίσκεται κανείς σε κατάσταση αναμονής, και προκειμένου να χάνεται ο χρόνος χωρίς να γίνεται κάτι εποικοδομητικό, καλύτερα να φτιάξεις ένα αφέψημα χρήσιμο που προστατεύει από τα κρυώματα, αλλά και κατά την περίοδο κρυώματος μαλακώνει το βήχα κι έχει αποχρεμτικές ιδιότητες, ενισχύοντας το ανοσοποιητικό του σύστημα και ωφελώντας την υγεία σου γενικότερα.


- Πού'ναι τόση ώρα; Γιατί αργεί;
- Και θα κάθεσαι εδώ, μες στο κρύο να τον περιμένεις μέχρι να'ρθει; Βράσε ρίγανη!

  1. Ειρωνική εκδοχή που προκύπτει από την προηγούμενη κυριολεκτική. Είναι προδικασμένο μια κατάσταση να κρατήσει πολύ. Ο ομιλών σχολιάζει με υποτιμητική διάθεση τον συνομιλητή του - ακροατή του που μπαίνει σ' αυτήν τη διαδικασία εξ αρχής, της αναμονής. Το χειρότερο είναι όταν ο συνομιλητής - ακροατής εμπλέκεται σε μία τέτοια διαδικασία χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει την έκταση της αναμονής στην οποία θα υποβληθεί για το αναμενόμενο αποτέλεσμα - που είναι άγνωστο αν θα προκύψει τελικώς. Η ειρωνική εκφορά του ομιλώντος, έχει σκοπό να τον γειώσει με μια δόση υπερβολής για να του ανοίξει τα μάτια και να του εφιστήσει την προσοχή στο γεγονός ότι δεν αξίζει να περιμένει για το οτιδήποτε αν είναι τόσο μεγάλη η αναμονή. Καλύτερα να κάνει δώρο στον εαυτό του ένα τονωτικό ρόφημα γιατί θα το χρειαστεί αν πάρει το ρίσκο της αναμονής, αλλά από την άλλη αυτή η φράση να του υπενθυμίζει πως λειτουργεί αποτρεπτικά γι'αυτήν την ίδια την αναμονή και να εγκαταλείψει την ιδέα της αν είναι να χάνει το χρόνο του και τα χρόνια του σ'αυτήν άσκοπα, πηγαίνοντας και ο ίδιος χαμένος.


- Για να δούμε, θα μού'χει στείλει σήμερα τίποτα;
- Καλά ρε μαλάκα, τρία χρόνια σ'έχει στο περίμενε και παίζεις μόνο ως ρεζέρβα, και ακόμα ασχολείσαι μαζί της μπας και γίνει το θαύμα; Βράσε ρίγανη! Αφού δεν ξέρει τί της γίνεται... Ούτε όμως και σένα, αφού είσαι καμμένος.

ΦΟΡΤΙΣΗ: ειρωνεία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified