Αναγραμματισμός της φράσης "μπέρδεψα τη γλώσσα μου". Ο ίδιος ο ομιλών όταν θέλει να προλάβει το σαρκασμό των άλλων, αυτοσαρκάζεται αμέσως μόλις αντιλαμβάνεται το σαρδάμ του. Η αγωνία, η αμηχανία, η αίσθηση του μετέωρου εξανεμίζονται με χιούμορ και αποφορτίζει τον ομιλητή από την μπούρδα που μόλις ξεστόμισε για να συνεχίσει παρακάτω την κουβέντα του.

Είναι συνώνυμο του "μα τί λέω", ή του "(καααλά), ό,τι θέλω λέω", ως αυτοσχολιασμού, όταν γίνεται συνειδητό πως κάτι που μόλις ειπώθηκε δεν κολλάει με τα προηγούμενα με ποικίλες έννοιες, αλλοιώνοντας το νόημα, από σαρδάμ - γι'αυτό και ο αυτοσαρκασμός γίνεται με σχολιασμό στανταρισμένης σαρδαμικής φράσης, ακόμα και μέχρι ασυναρτησίας που δεν στέκει κι έχει ξεφύγει εντελώς η λέξη. Το δεύτερο συμβαίνει κατά το φαινόμενο "εδώ το'χω, αλλά μου βγαίνει κάτι άλλο", λόγω εγκεφαλικού βραχυκυκλώματος όπου το ηλεκτροχημικό μήνυμα δε μεταβιβάζεται ομαλά στις νευρωνικές συνάψεις και προκύπτει το φαινόμενο του "δεν επικοινωνώ με τον αφαλό μου" ή σε πιο ακραία μορφή την αφασία τύπου Broca όπου ο ασθενής έχει σκέψη αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει τίποτε άλλο πέρα από μια απλή συλλαβή (ο ασθενής του Broca άρθρωνε μόνο "ταν"), από εγκεφαλικά κολλήματα κατά τις ηλεκτρικές κενώσεις διαβίβασης πληροφοριών προς τα αρθρωτήρια όργανα.

Σε σφιχτόκωλες επικοινωνιακές περιστάσεις η διαπίστωση της λεκτικής γκάφας γίνεται με τη φράση "με συγχωρείτε", ή "συγγνώμη, λάθος". Τα πιο συνήθη περιστατικά "γλώσσεψα την μπέρδα μου" απαντώνται σε συνεχόμενες φράσεις όπου επιτυγχάνεται συγκυριακή και αυθόρμητη φωνηεντική αρμονία, λόγω ρυθμού και επιτονισμού που παρασύρει τον κουρασμένο ή ζαλισμένο ομιλητή ακόμα κι από την ίδια του την πολυλογία (π.χ. δυο αλλεπάλληλες φράσεις που τελειώνουν στην ίδια συλλαβή ή σε παρόμοια (με σύμφωνα κοινού τόπου άρθρωσης) ή έστω στο ίδιο φωνήεν και η επόμενη έχει παρασυρθεί από την προηγούμενη, βλ. παράδειγμα 4).

Τέλος συναντάται καθημερινά ως φαινόμενο σε ασθενείς με άνοια.


1.- Είδες αυτήν την Τρίτη το "τσαντίρι"; Καλά, εμετικό έτσι; Πιο φιλοσυριζαϊκό, πεθαίνεις... Τί άλλο θ'ακούσουν τα μάτια μας και θα δουν τ'αφτιά μας....
- Τί είπες ρε μλκ; Σού'στριψε;
- Τί είπα; Α, κααααλά... Ο,τι θέλω λέω... Γλώσσεψα την μπέρδα μου... Είναι που δεν έχω συνέλθει ακόμα απ'το σοκ!
2.- Παππού θες μπυρόνι;
- Όχι, ευχαριστώ. Πίνω μόνο αλτχσάιμερ.
- Τί πίνεις;
- Όχι, όχι... Δεν είναι αυτό... Είναι που έχω αρχή πορτοκαλάδας...
Από το επεισόδιο του Κωνσταντίνου και Ελένης "Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω" το δεύτερο μέρος που διαδραματίζεται στο νοσοκομείο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπου που γλώσσεψε την μπέρδα του.
http://www.antenna.gr/webtv/watch?cid=_dvey_h_p_g7r6_e=
3.- Έχεις φωτιά;
- Για κάτσε μια... Μπα, τίποτα. Πάμε στον αναπτήρα να πάρουμε περίπτερο;
- ;;;
- Εεεεε...Πάμε στο περίπτερο να πάρουμε αναπτήρα; Έλα ρε μαλάκα, γλώσσεψα την μπέρδα μου...
4. - Η μικρή ήταν φοβερή. Στην παράσταση τα πήγε πολά καλύ, εεε, πολύ καλά. Γλώσσεψα την μπέρδα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατελές - συνθηματικό γλωσσικό ιδίωμα, Πελοποννησίων που ασκούσαν την τέχνη του κατασκευαστή και επισκευαστή χτενιών στην Κρήτη. Ήδη πριν από τον 19ο αι. συντεχνίες τους απαντήχνανε στη Μεγαλόνησο και φιλοξενούνταν στο χωριό Ξιδά της επαρχίας Πεδιάδος, όπου έγιναν επιγαμίες και απορροφήθηκαν από τους ντόπιους, αλλάζοντας και τα επώνυμα τους σε κρητικά και ιδίως στο δεικτικό του επαγγέλματός τους, όπως Χτενιαδάκης.
Το γλωσσάρι αυτό εξυπηρέτησε 3ων αιώνων και βάλε σινάφια συντέχνων χτενιαδιτών, κατά τις περιπλανήσεις τους και υπήρξε το μόνο καταφύγιο από τους κινδύνους της προκατάληψης των ντόπιων και ιδίως των Τούρκων, αλλά και για λόγους προσωπικούς: να επικοινωνούν ντέρτια και καημούς σε ιδίωμα που δεν καταλάβαινε κανείς, αλλά και να ανταλλάζουν πληροφορίες για την πέραση του επαγγέλματός τους και τις τύχες των συναδέλφων τους.
Πλάστηκε από την Πελοπόννησο και συνεχίστηκε να πλάθεται στην Κρήτη. Είναι νεκρό ιδίωμα ήδη πριν την Κατοχή, διότι το σινάφι έπαψε να είναι αποκλεισμένο κοινωνικά, καθότι προσαρμόστηκε στην ντόπια κοινωνία κι έτσι εξέλειψαν κι συνθήκες που το γέννησαν. Ως φαινόμενο απαντά σε διάφορα επαγγέλματα συντεχνιών κατά τόπους, και αναλόγως την ανθηρότητα του σιναφιού και την αυτοπεποίθησή του ως προς τη θέση του στην τοπική κοινωνία είναι πιο εξελιγμένο ή πιο πρωτόγονο. Το γλωσσάρι των χτενιαδιτών είναι μάλλον πρωτόγονο και περιορισμένο και περιγράφει μια πολύ ορισμένη γκάμα καταστάσεων και πραγμάτων, όπως απλή και περιορισμένη ήταν κι η ζωή τους η ίδια.


1."Να στείλουμε πελεκούδες στο σανασακέο, να ξέπομε φλαουνιάρι, ή φιόρο, ή φιορεφτάρα".
Μτφρ.: Να πούμε του καφετζή να μας φέρει καφέ, ρακή ή κρασί.
2."Να στειλίσουμε φιόρο"
Μτφρ.: Να πιούμε κρασί.
3."Κουργιά, στείλε πελεκούδες στην κότενα, να στειλίσει μπερδένι για να στειλίσουμε το κοπανάρι".
Μτφρ.: Μάστορα, πες της γυναίκας να μασε δώσει μπαμπάκι για να φτιάξουμε το χτένι.
4."Ο κουργιάς φαγγρίζει τη σαΐτα"
Μτφρ.: Ο μάστορας ή ο άντρας γελά στην κοπελλιά
5. "Η σαΐτα φαγγρίζει"
Μτφρ. Η κοπελλιά γελά.
6. "Βροντομάγια το βασίλη"
Μτφρ.: Βάλε λάδι στο λύχνο
Αυτή η έκφραση ακουγόταν τάχατες για νυχτέρι. Όσο περισσότερο κρατούσε το λάδι, τόσο περισσότερο βαστούσε και το ξενύχτι. Στην πραγματικότητα όμως το έκαναν για εξοικονόμηση λαδιού καθώς λόγω κούρασης οι χτενιαδίτες σπάνια ξενυχτούσαν κι έτσι είχαν πάντα εύκαιρο απόθεμα τις νύχτες που ήθελαν να κάψουν λίγο παραπάνω για διάφορους λόγους (π.χ.:ξαγρύπνισμα για τον άρρωστο, υπερένταση και αϋπνίες, συμπληρωματική εργασία κ.λπ.).
7. "Να στειλίσομε λόντζα"
Μτφρ.: Να φάμε ψωμί

Από αυτές τις φράσεις, προκύπτει το εξής γλωσσάρι:
κουργιάς = άντρας ή μάστορας
στέλνω πελεκούδες = λέω ή δίνω παραγγελιά
σανασακέος = καφεντζής φλαουνιάρι = καφές
φιόρο = κρασί
φιορεφτάρα ή φιορίνα (αλλού) = τσικουδιά
κότενα = κυρά, γυναίκα
μπερδένι = μπαμπάκι
κοπανάρι = χτένι
σαΐτα ή σαϊτούρα (αλλού) = κοπελλιά
βασίλης = λύχνος
Πρόσθετα (εκτός παραδειγμάτων):
κουμουχιώτικα = σταφύλλια
τραϊφόρο = τυρί
λεφόχιο = ο παπάς
Ρήματα:
Βρονταμαγ(ι)ώ = βάζω λάδι
στειλίζω = αναλόγως το αντικείμενο μπορεί να σημαίνει "δίνω", "στέλνω" ή "φτιάχνω", ακόμα και "πίνω" ή "τρώω". Είναι κάτι σαν το "αβέλω" των καλιαρντών. Ρήμα πασπαρτού. Έτσι προκύπτει το παράδειγμα 2, 3 και 7.
Πρόκειται για ιδίωμα εύπλαστης σημασιολογίας καθώς εξαρτάται από τη σύνδεση ρήματος - αντικειμένου και έτσι αναλόγως το αντικείμενο μετατρέπεται το νόημα του ρήματος για να δηλώνει κάθε φορά και άλλο υπονοούμενο.

Πέραν αυτών, υπήρχε και η επαγγελματική ορολογία που περιλάμβανε λέξεις όπως:
στύλοι = Τέσσερις στύλοι φτιάχνανε το "κάδρο", το πλαίσιο όπου στηρίζονταν στο εσωτερικό τα υπόλοιπα στοιχεία της χτένας
θύρες = Καλάμια που τοποθετούνταν οριζόντια ανάμεσα στους στύλους
λιγαδούρα = Άθροισμα 50 θυρών
βαγί = Πλέξιμο θυρών ανάμεσα στους στύλους
γιακαλίζω = Κόβω τις άκρες των θυρών που εξέχουν από τους στύλους
χαντρώνω = Χαράζω την οριζόντια πλευρά των θυρών στα δύο άκρα και μετά διορθώνω με το μαχαίρι τις θύρες να γίνουν ίσιες
στραβομαχαιρίζω = Εξωμαλύνω την επιφάνεια πλέξης ώσπου να τη λειάνω με πλάγιες κινήσεις και με στραβομάχαιρο, φαλτσέτα
γλυκοθυρίζω = Καθαρίζω το χτένι με ειδικό εργαλείο, το ξυστρί
Από έρευνα και καταγραφή του Γιώργη Θεοδοσάκη, όπως παρουσιάστηκε στην εγκυκλοπαίδεια "Κρήτη, το αφιέρωμα" σειρά Α, τόμος 16ος Λαογραφία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Νίκος Φίλης, ο νυν υπουργός της παιδείας (;) μας. (βλ. κατελισμός)


Βλ. εδώ κι εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το ευαγές όργανο όταν το περιφρονούν, το ίδιο ή αυτήν που το φέρει και μετά έχει κάθε λόγο και το όργανο και αυτή που το φέρει να είναι σαν το κλαμμένο μουνί. Το μουνί που το περιφρονήσανε, που δεν περνά πια η μπογιά του, που μετά τα ένδοξα έργα και τις ημέρες των κραιπάλων, είναι ώρα του, αφού δε μπορεί να σύρει τίποτε πια και δε του το ζητάνε πλέον, αφού δεν κάνει πλέον αίσθηση, να βγει στη σύνταξη. Το θιγμένο μουνί, αλλιώς.


1."Μην τηνε βλέπεις τη Μάρθα τώρα που απόκαμε και είναι κλασμένο μουνί. Αυτή στα νιάτα της έσερνε καράβια, σκούνες, τράτες και μαούνες με την ίδια ευκολία... Τίποτα δεν άφηνε, η τσουλάρα... Είχαν όλοι να το λεν για τις επιδόσεις της..."
2. - Κοίταξε τη Βίκυ πως έχει ντυθεί! Μα καλά, τί την έχει πιάσει τώρα τελευταία και τα' χει πετάξει όλα όξω;
- Μη δίνεις σημασία... Φταίει που είναι κλασμένο μουνί... Δεν έχει σταυρώσει γκόμενο, εδώ και κάνα τρίμηνο κι έχει λυσάξει!...
- Μη και δε βρει και πηδήξει εμάς στο τέλος... Μέσα στα όλα τη βλέπω και την έχει φοβηθεί το μάτι μου!...
- Χαχαχα... Άραξε, ρε... Το κλασμένο μουνί είναι κλαμμένο μουνί κατά βάθος... Δε τη βλέπεις που περιφέρεται απελπισμένα;
χαρακτηρισμός προσώπου Νύφη farted cunt, γαμπρός weeping cunt

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αύρα γαμώτου που εκπέμπει κάποιος και οι αντίστοιχες καταστάσεις που έλκει ή και προκαλεί. Όπου ως γαμώτο εδώ εκλαμβάνεται με την αρνητική του έννοια, όπως στη φράση "αυτός είναι σαν ανάποδο γαμώτο" (λες και το ίσιο γαμώτο είναι καλύτερο, λέω τώρα εγώ). Σημαίνει αυτή την ανισορροπία, ανικανότητα σε συνδυασμό με την περίσσεια γκαντεμιά που όλο αυτό κρατεί κάποιον γειωμένο, σφιγμένο, καημένο και αιωνίως κακομοίρη, τόσο για τον εαυτό του, όσο και για τους γύρω του που τυχαίνει να συναναστρέφεται και κινδυνεύουν να γίνουν δέκτες αυτής της αναποδιάρικης ενέργειάς του, έτσι και τυχόν βρεθούν στην ακτίνα του. Συνώνυμα: καημενίλα (πιο παθητικό καθώς δεν επικοινωνείται ως κολλητικό από αυτόν που φέρεται), κακομοιρίλα, κλαψομουνίλα, γκαντεμίλα, γρουσουζίλα.


- Είπα του Τάκη νά' ρθει απόψε...
- Ποιανού; Αυτού του πρήχτη; Θα μας τρελάνει πάλι με τη γαμωτίλα του, και θα μας τη βγάλει απ' τη μύτη τη βραδιά, τρελαμένε! Καλά, τα θες και τα κάνεις αυτά ή σου ξεφεύγουν;; Άμα έρθει αυτός, εγώ δεν έρχομαι, να ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντράβαλα με γκόμενες ή αλλιώς δουλειές με φούντες (από την αντίστροφη).Ο περί ου ο λόγος τζόβενος μοντελοπνίχτης και βάλε στην καθισιά του [άμα λάχει] να 'ουμ'4 είναι το αγενές αλλά ταυτόχρονα συμπαθές δίποδο που δημιουργεί ή/και εμπλέκεται σε δίπορτες, τρίπορτες, πολύπορτες φαρσοκωμωδίες ερωτοσεξουαλικού περιεχομένου που μόνο και να τον πάρουνε χαμπάρι πέφτει ξύλο μετά μουσικής και γέλιο και των γονέων - από τους πιο σκατόψυχους εκ του μακρόθεν παρατηρητές της ιστορίας του. Κι επειδή "σπίτι χωρίς κέρατο - δάσος δίχως έλατο" έχει γίνει πονοκέφαλος και στόχος πολλών αγανακτισμένων κερατάδων ο γκομενοδουλευταράς γιατί κάποια στιγμή το απόθεμα σε λεύτερες εξαντλείται και επεκτείνεται το δαιμόνιο των δραστηριοτήτων του και στις παντρεμένες. Αμανάτι του γκομενοδουλευταρά είναι ασθένειες και παιδιά πολλές φορές όταν δεν τηρούνται οι απαραίτητες προφυλάξεις. Πλέον και οι γυναίκες επιδίδονται στο σπορ με γκόμενους ή γκόμενες, όπως και οι άντρες, χωρίς επίφαση μπουρδέλου, στην απελευθερωμένη και καλά κοινωνία που ζούμε του 21ου.


- Κοίτα φίλε, τη Σούλα... Λέει έτσι;
- Από που τη βλέπεις ρε; Αυτή έχει πιο πολλούς κώλους στο προφίλ της παρά πρόσωπο! Να αυτός εδώ είναι τριχωτός!... Στάσου να δω... Α, είναι σπόιλερ, άκυρο.
- Να, κοίτα και τη Λούνα...
- Ποια Λούνα, τη Λούνα Παρκ; Έλα ρε μαλάκα, μη μου πεις ότι σ'αρέσει αυτή η χοντρή τώρα... Συγκεντρώσου! Σα καρουζέλ είναι με τόσες περιφέρειες... Όνομα και πράγμα!
- Ναι, αλλά κάνει ένα κρεβάτι, φίλε...
- Την έχεις πάρει; Νόμιζα ότι "φάτε μάτια ψάρια" ήταν η φάση... Τέλος πάντων, εγώ προτιμώ την άλλη τη μικρή...
- Καλή είναι αλλά άπειρη... Ενώ η παντρεμένη...
- Η χοντρή είναι παντρεμένη;
- Κι έχει και τρία παιδιά. Είναι άλλο πράγμα σου λέω.
- Κι ο άντρας της;
- Ναυτικός.
- Κατάλαβα, δεν υπάρχει στο χάρτη... Τουλάχιστον, είναι τα παιδιά δικά του;
- ...
- Δε φοβάσαι μη της σπείρεις κι εσύ κανένα;
- Πάψε μαλάκα, έρχεται το χαζό!
- Γεια! Αδελφούλη, θα με πας βόλτα με τη μηχανή;
- Όχι τώρα. Έχω δουλειά.
- Τι βλέπετε εκεί, να δω κι εγώ...
- Όχι, φύγε σου λέω, δεν είναι για σένα!...
- Α, κατάλαβα. Γκομενοδουλειές πάλι συζητάτε. Αυτή που έχεις εκεί φωτογραφία σε πήρε τηλέφωνο και σε ζητούσε. Λέει θέλει το "μαρουλάκι" της...
- Μαρουλάκι την έχεις ρε μπάμια;! Αχαχα...
- Όχι ρε, αλλά επειδή είμαι τρυφερούδι...Κι εσύ μικρό ΦΥΓΕ ΤΩΡΑ!
- Έλα γκομενοδουλευταρά, ρισπεκτ! Μην την κάνεις να βάλει τα κλάματα, κρίμα είναι... Κοίτα πως τρέχει στη μάνα σου.
- Δεν είναι μέσα. Έχει δικές της γκομενοδουλειές να κοιτάξει κι αυτή...
- Προσοχή γιατί κυκλοφορούν κι ασθένειες. Επικίνδυνο σπορ έχετε ξεκινήσει. Ξένη είναι;
- Μεξικανή.
- Μάνα μου!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διάολος στην Κρήτη είναι γέρος, γιατί μόνο τα γηρατειά ταιριάζουν στην ασχήμια των προθέσεών του. Όπως τα γηρατειά είναι ζαρωμένα και άσχημα εμφανισιακά,μπορεί για κάποιους να είναι πρόστυχα επενδεδυμένα με βρισιές σεξουαλικού περιεχομένου και έκφυλα με πρόθεση πραγματοποίησης των λεκτικών πράξεων των βρισιών άσχετα απ'την υπάρχουσα δυνατότητα. Άρα λοιπόν ο διάολος είναι γέρος, πρόστυχος, έκφυλος και αλλοίμονο σε όποιον τον πάρει (η μόνη που δε θα είχε αντίρρηση θα ήταν η Λουκρητία του Αρκά, άντε και η Βοργία, με τις μεγάλες παρακαταθήκες των Ισπανών βασιλικών στην αιμομειξία). Και μόλις ο διάολος τελειώσει με τα παιδιά του, γυρεύει αλλού θύματα. Πρόκειται για ισχυρή κατάρα. Πιο ισχυρή απ' το να πεις να πάει ο άλλος στο διάολο απλά, γιατί ο νέος είναι ωραίος μπροστά στον παλιό που είναι αλλιώς και ζοφερός. Στο γέρο ν-το διάολο, στην πιο βαθιά και παλιά κόλαση να καταλήξεις δηλαδή, άμα σε πάρει και σε σηκώσει.


- Ήρθε απόψε ο Μανιός και σού'φερε τούτα να σ'ένα ναϋλάκι μέσα...
- Μμμ...
- Και τούτα στα δίνει η Ψήλαινα απ'τσ'ελιές τση, πού'χανε φέτος μπεντέμα...
- ...
- Και παέ μού'δωκε ο Τζήμης τούτο να το γαργαλιστήρι να ξιεις την πλάτη σου όντεν πλένεσαι γή φαγουρίζεσαι...
-Άμε πες τονε στο γέρο ν-το διάολο να πάνε ούλοι τόνε, απού με κάψανε οι έγνοιες τωνε και η καψούρα που μου θέκανε με τα λόγια τωνε ήτονε το ευχαριστώ τωνε. Εδά στα πίσω πίσω μου γερεύγουνε τσι συγχώρεσές μου, μα δεν τωνε τσι δίνω. Την κατάρα μου νά'χουνε να τσι κρατεί γι'αντίδωρο,κι όσο για τούτα να τα κουρκουλούκια απού μου παρουσιάζεις, να πάνε τα τα θέσονε των κώλων τωνε! Στο γέρο ν-το διάολο ούλοι. Μπρος!...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ πολύ σταρ, αυτός που τον έχει φάει το σταριλίκι (και ο Star στις παλιές καλές παρακμιακές και κατινίστικες εποχές του απογευματινού του δελτίου, του δήθεν νεανικού και αντικαταθλιπτικού, με μπόλικη φόλα του εγχώριου σταρ σύστεμ - αν υποθέσουμε πως υπάρχει κάτι τέτοιο) κι έχει καταλήξει σε υπερτροφικό βαθμό ναρκοληπτικό ζόμπι που το κυνηγάει ο πυρηνικός καταρράκτης από τους προβολείς και τους προσβολείς του.

Είναι μορφή, κινείται στα όρια της καρικατούρας, προκαλεί ανοχές, ήθη και αισθητική, γίνεται γκροτέσκος και κιτς, συνήθως όμως βρίσκεται καλά καθισμένος στ' αυγά του, πάνω στο ροζ του συννεφάκι και υπακούει σαν καλό παιδί αυτά που του υποδεικνύουν οι μανατζαρέοι του, για να βγάλουν φράγκα εις βάρος του, όσο περνάει η μπογιά του, με κείνον βιτρίνα, πράγμα που εξαρτάται από το σοκ του καρακιτσαρίστικου ντου του.

Κατ' εξοχήν σταρούμπες έβγαλε και βγάζει η εκμπομπή της Πάνιας που πάντα είναι η ίδια όσο κι αν αλλάζει ονόματα ή και κανάλια. Δεν είναι σπάνιο πια, και κάποιο άτομο, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο ή κουσούρι, ή κάποια βαρεμένος τέλος πάντων από γλάστρα σε εκπομπή, λόγω κοννέ να αναδεικνύεται σε σταρούμπα, βλέπε Σπυροπούλου που άφησε το Τζόκερ για να πιάσει το θείο (κάτι ξέρει αυτή). Το υπερβολικό όμως φθείρει και δε θέλει και πολύ το υπερθετικό να υποπέσει στην υποκατηγορία της σταρλέττας. Απολαύχτε.
Φρικηπαίδεια. Έθνος.

  1. Στο "ό, τι νά'ναι" του Σκάι, μια σατιρική τους εκπομπή με αφορμή τα 25 χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης, παρελαύνουν στους σχολιασμός και ο Βας Βας, παλιά σταρούμπα της Πάνιας.
    2.- Φρύδια, νύχια και μαλλιά... Κι έτσι θα τον τρελάνω, τώρα τις γιορτές!
    - Αχ, μωρή! Ναι, καλέ! Άι στο δγιάλο, μπάζο, που θες να μου το παίξεις και σταρούμπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην είσαι, κρυόκωλος, μίζερος, μυγιάγγιχτος,ανέραστος, καταστροφολόγος, γκαντέμης, ψωφολόγος και πρηξαρχίδης και το παίζεις ιστορία χωρίς λόγο. Με λίγα λόγια αυτός που το ζορίζει πολύ το πράγμα, σκέφτεται πολύ και συχνά για όλους και για όλα και δεν αφήνει τη ζωή να συμβεί φυσικά και το μέλλον να έρθει. Μονίμως ανησυχεί, μεγεθύνει καταστάσεις λόγω της φοβίας του και από τις υπερβολές του καθίσταται ανυπόστατος, για να μην σχολιαστούν τα επιχειρήματά του. Ειδικά όταν θέλει να αποφύγει συναναστροφές που εκείνος εξ αρχής επιδίωξε αλλά στο τέλος του στραβώσανε και δεν ξέρει πώς να την κάνει γυριστή καλύτερα.
Έκφραση που συνδέει αυτόν τον τύπο ανθρώπου με την εύθραυστη ανεμελιά του γκέι που αν και ανυπόστατη και κοινωνικά πλεονέκτρα με αιτήματα κατοχύρωσης, δεν είναι σε θέση να τη διασφαλίσει γιατί αυτό θα βάλει ταφόπλακα στην ανεμελιά του. Είναι που είναι κανείς ανάποδος, μη γίνεται και κοινωνικά πιο ανυπόφορος απ' αυτό που ήδη είναι, παροτρύνει το λήμμα ως ειρωνική συμβουλή.


- Έλα ρε! Το ψήνεις για κάνα θέατρο το σ/κ;
- Ναι, αμέ. Για πες...
- Έμαθα για μια γαμάτη παράσταση στου Ψυρρή, με κάτι βαρεμένους που περιμένουν στην αναμονή τον ψυχανομαλιαναλυτή τους, αλλά τελικά δεν έρχεται και αποφασίζουν να ψυχαναλυθούν μεταξύ τους! Το τί γίνεται, δεν περιγράφεται! Θα ρίξουμε γέλια...
- Ωχ.. Άσε ρε... Είμαι και ψιλοάφραγκος... Είχε κι η μάνα μου μπλεξίματα με ψυχαναλυτές και δε γουστάρω. Δε νομίζω να μ'αρέσει...
- Άντε ρε, μην είσαι γκέι, δεν έχουμε πει; Η κυρα - Νούλα μπλεξίματα με ψυχαναλυτές;; Από που κι ως που ψυχολογικά η μάνα σου και ντράβαλα;
- Όχι ψυχολογικά... Γκομενικά. Είναι το βίτσιο της αυτοί.
- Α, καλά... Ο,τι να'ναι. Τέλος πάντων, εγώ σου λέω να μην είσαι γκέι κι έλα να περάσουμε καλά. Πες πως έγινε σε κάναν άλλο.
- Θα το σκεφτώ, αλλά δε σου υπόσχομαι...
- Πόσο μου τη σπας όταν μου το παίζεις ιστορία, ρε πούστη μου... Σου την κερνάω εγώ, να σου φύγει κι η έγνοια για τα φράγκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς τα γαμησιάτικα βρισίδια. Χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό με αυτήν τη έννοια. Όπως τα καντήλια, ο εξάψαλμος, οι χριστοπαναγίες και τα γαμωσταυρίδια έχουν θρησκευτικό - εκκλησιαστικό προσανατολισμό ως βρισιές, έτσι και τα πουστριλίκια έχουν γενετήσιο - σεξουαλικό προσανατολισμό, θίγουν δηλαδή τα όσια και τα άγια των αγίων απάντων των μορίων ημών. Περιγράφουν πράξεις συνουσίας από τις πιο γνωστές και δεδομένες, έως τις πιο αξανάκολες, παραφύσιν και αλλόκοτες, συνθέτοντας ένα τρομακτικό και γκροτέσκο περιγραφικό σκηνικό, που φοβερίζει αυτόν που τα ακούει και για τον οποίο του τα σούρνουνε, αλλά γενικώς προκαλεί βλάβες ψυχοσωματικές (εμετούς από την αηδία, πίεση, καρδιακό, έμφραγμα κουλουπού) σε όποιον τύχει να τα ακούσει εκείνη τη στιγμή και ακουσίως. Από τις αηδιαστικότητες που βάζει ο κοινός νους, στρέιτ κι άμαθος γι' αυτά που κάνουν οι γκέι όταν μπαίνει το υποτιθέμενο κρεβάτι τους, στο στόμα των νοσηρών στρέιτ, όπως το έχουν πλάσει αυτοί με τη φαντασία τους πως πρέπει να είναι.

- Τι έγινε; Τι δουλειά έχει εδώ τ' ασθενοφόρο;
- Δε τά' μαθες; Ήρθε ο ανεπρόκοπος ο γιος του κυρ - Πέτρου, ο Κώστας και τά'κανε όλα άνω κάτω στο διαμέρισμα. Γύρισε στουπί, ξύπνησε τους γέρους του και τους άρχισε τα πουστριλίκια που του κάνανε παρατήρηση... Έδειρε και τη μάνα του κι ο πατέρας του καθόταν κι έβλεπε. Αυτός έπαθε καρδιά. Εκείνη τη βάλανε μέσα πριν, τώρα είναι σειρά του... Άσ' τα.... Είναι εδώ προ πολλού και το 100...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified