διάλε τσ' απολυμάνες/απολυμάνους σου

Η έκφραση είναι Κρητικιά και χρησιμοποιείται σε καταστάσεις συναισθηματικής φόρτισης από τον ομιλητή, κυρίως δυσάρεστες που του προκαλούν αγωνία, θυμό, αγανάκτηση. Προέρχεται από τις λέξεις "διά((β)ο)λος" και τη μετοχή παρακειμένου "απολελυμένους" και μεταγενέστερα "απολυμένους" που στην εκκλησιαστική ρητορεία είναι αυτοί που έχουν φύγει από το ποίμνιο της επίγειας Εκκλησίας κι έχουν καταλήξει στην Εκκλησία του Θεού, δηλαδή οι πεθαμένοι (που έχουν απολυθεί από τον ζυγό των επίγειων και τους περιορισμούς της σάρκας, έχουν πάρει "απολυτήριο"), οι συγχωρεμένοι (ή κι ασυγχώρητοι, βλ. Χίτλερ).

Αποτελεί συνεκφορά, διότι δεν αναφέρεται στους συγχωρεμένους του διάλου (Θεός φυλάξοι!),αλλά μπορεί να αποδοθεί ως "ανάθεμα(, σ)τους νεκρούς σου" (προγόνους κυρίως, λόγω του κτητικού "σου"). Είναι έκφραση βαρυσήμαντη όταν χρησιμοποιείται για ανθρώπους (αφού βρίζεις τους νεκρούς κάποιου και ρίχνεις ανάθεμα στο ριζικό του απ'όπου προήλθε) και περιπαικτική όταν απευθύνεται σε άψυχα πράγματα, που λόγω ανιμισμού, ποιητική αδεία, πολλές εκφράσεις απευθύνονται από ανάγκη να επικοινωνηθεί ένα συμβάν αλλά δεν υπάρχουν μάρτυρες να το δουν και να το ακούσουν παρά μόνο αυτό το ίδιο το πράγμα για το οποίο γίνεται ντόρος.

α. - Μπάρμπα, πάλι εξέχασα τα κλειδιά τ'αμαξιού.
- Διάλε τσ' απολυμάνες σου, ανέ δεν έχεις κουζουλαθεί τελείως!Κι εδά, μπρε μπαϊλντισμένε (=σκασμένε), πώς να μπούμε μέσα θέλει;(= θα μπούμε)

β. Βαστά το Μαριώ ν-το δίσκο, μα πέφτει κάτω και ν-το σπα. Λέγει ν-του μεγάλα (=με μεγάλη φωνή, φωνιάζοντας):
"Διάλε τσ' απολυμάνες σου για δίσκος"!

Σύνταξη

  1. Χωρίς πρόσθετα, απλή εκφορά ως έχει. Η απάντηση του μπάρμπα στο πρώτο παράδειγμα, μπορεί να σταματήσει στην έκφραση χωρίς να συνεχιστεί. Αποδέκτης είναι ο ανεπρόκοπος ανεψιός ολόκληρος!

  2. Διάλε τσ' απολυμάνες σου + αρνητική υπόθεση (α(νέ) δεν) όταν θέλουμε να συμπληρώσουμε με πρόταση ένα σχόλιο. Απαλύνει το ξεσταύρισμα αλλά δεν το εξαλείφει. Αντιθέτως το γεγονός ότι το μετριάζει, κάνει την ειρωνεία πιο τσουχτερή, σε μια ψευδοπροσπάθεια να συμμαζευτούν τα ασυμμάζευτα που είναι ηλίου φαεινότερα κι έτσι τα καταδεικνύει χειρότερα. Με λίγα λόγια του τη λες του άλλου κανονικότατα.("ανέ δεν έεις κουζουλαθεί τελείως" = που πράγματι έχεις τρελαθεί εντελώς)

  3. Διάλε τσ' απολυμάνες σου + ουσιαστικό (με συμπληρωματικό δείκτη το "για") όταν θέλουμε να επεξηγήσουμε το πού/σε ποιον απευθύνεται ακριβώς η έκφραση και τί/ποιον αφορά. Μπορεί μετά το ουσιαστικό να γίνει και δεύτερη επέκταση με δευτερεύουσα αναφορική. Η απάντηση του μπάρμπα στο πρώτο παράδειγμα μπορεί να γίνει:

"Διάλε τσ' απολυμάνες σου, για μυαλό απού το'(χ)εις".

Τέλος μπορεί να προστεθεί και τρίτη επέκταση με αρνητική υπόθεση και να γίνει πλήρως:

"Διάλε τσ' απολυμάνες σου, για μυαλό απού το'(χ)εις, ανέ δεν είναι χάρβαλο σα γ-κι απατός σου"(=χαλασμένο σαν κι εσένανε τον ίδιο, δηλώνει την έμφαση).

Είναι τόσο σκωπτικό όσο και υποτιμητικό εδώ γιατί στα άψυχα ή μέρη του σώματος αναθεματιζουμε τα γονικά τους. Τα πρώτα δεν έχουν, παρά μόνο το ανθρώπινο χέρι που τά'φτιαξε και τα δεύτερα έχουν εμάς τους ίδιους αφού είναι μέρος μας.

Σχόλιο: Η έκφραση είναι τυποποιημένη και έχει επιφωνηματική χρήση. Γι' αυτόν το λόγο και δεν αναλύεται από το φυσικό ομιλητή στα περαιτέρω συστατικά της, εφόσον η λέξη "απολυμένος" μ' αυτή τη σημασία είναι απολίθωμα και δε χρησιμοποιείται πουθενά αλλού. Έτσι είναι επιρρεπής σε φωνολογικές αλλοιώσεις. Η κατάληξη "-ους" της αιτιατικής του πληθυντικού τις περισσότερες φορές ακούγεται ως "-ες". Το νόημά της είναι βαρύ αν και ασαφές για πολλούς χρήστες της έκφρασης σήμερα με μητρική γλώσσα την κρητική διάλεκτο. Η ίδια η έκφραση είναι απολίθωμα, μια νίλα που η αρχική της χρήση και προέλευση χάνεται στο χρόνο, στα μεσαιωνικά - βυζαντινά ελληνικά. Μόνο το "διάλε" είναι γόνιμο στη χρήση από μόνο του και ως συντόμευση όλης της έκφρασης αλλά και ως αντικατάστατο του "ανάθεμα". "Διάλε τσι παράδες σου, α δε μας εκάψανε" (= ανάθεμα τα λεφτά σου που - πράγματι - μας καταστρέψανε).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Είσαι;
- Είμαι.

Από τις πιο σύντομες στιχομυθίες που απαντά κανείς στον προφορικό λόγο. Είναι συντόμευση της ερωταπάντησης - είσαι μέσα; - είμαι μέσα, δηλαδή μετέχω σε μια δραστηριότητα, συμφωνώ και γουστάρω να περιληφθώ κι εγώ.

Μαγκίτικη, κούλικη, αεράτη και ακομπλεξάριστη, ενίοτε επιτακτική στον καιρό της, γιατί τώρα και έχει εκπέσει και έχει χάσει αυτόν τον αέρα άνεσης που είχε κάποτε και είναι συναισθηματικά αποφορτισμένη από τη σημασιολογική ανορθοδοξία της, όπως κάτι αντίστοιχο έχει πάθει η λέξη μαλάκας, που πια είναι νίλα του προφορικού λόγου και υπάρχει εκεί για να γεμίζει τα κενά της έκφρασης όταν δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε και έχουμε στερέψει από προσφωνήσεις ή περιγραφές καταστάσεων (τί κάνεις, ρε μαλάκα; = «πας καλά, είσαι με τα σωστά σου;», τί κάνεις, ρε μαλάκα; = «πώς πας, είσαι καλά;», έμεινα μαλάκας = «έμεινα άγαλμα, παγωτό, μού 'ρθε πλάγιο, έμεινα ενεός»). Έτσι και το είσαι; είμαι αντικαθιστά το ρήμα της προηγούμενης πρότασης του ομιλητή. Πλέον η έκφραση που το έχει αντικαταστήσει σχεδόν είναι η ψήνεσαι;.

- Πάει ο αδερφός μου στο γήπεδο για εισιτήρια του αγώνα την Κυριακή. Θα του πω να πάρει και για μας. Είσαι;
- Είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήτοι δε λειτουργώ, δεν επικοινωνώ, δεν αλληλεπιδρώ με το περιβάλλον, δεν επικοινωνώ με τον αφαλό μου και λοιπά από την κούραση στη δουλειά, την εξάντληση από τα ψυχολογικά, το γονάτισμα από το "πρώτη φορά αριστερά τόσο δεξιά", από την πίεση, το γκρούψιμο και την ανάγκαση. Μπορεί να χαροπαλεύω κι όλα. Συνώνυμο του "δε dη bαλεύω", "δεν αντέχω" και γι'αυτό αφήστε με μόνο μου λίγο να ηρεμήσω, να σκεφτώ και να ανασυγκροτηθώ.Να μη συγχέεται με το έχω τη μέρα οφ, δηλαδή τη γκρικλιά για το έχω ρεπό, άρα έχω χεστεί απ'τη χαρά μου που την επόμενη δε θα χρειαστεί να κουνηθώ από το χάραμα - αλλά μια μέρα, τί να σου κάνει, κρατάει λίγο...


- Έλα ρε, Κώτσο, είσαι για κάνα άφτερ μετά; Θα'ναι και τ'άλλα τα παιδιά μαζί.
- Μη με κοιτάς, αφού είμαι οφ, ρε... Λέω να πάω να την πέσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που δεν ακολουθεί τους κανόνες γενικώς. Γλωσσικά, ο,τι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, τουλάχιστον με ομοβροντία, ομοψυχία, ομοφωνία και όλα αυτά τα σχετιζόμενά τους, έστω κι αν το γλωσσικό κριτήριο μιας ομάδας ομιλητών δεν παραβιάζεται και έτσι αποδέχεται τον νεωτερισμό - νεολογισμό κι έτσι γι' αυτούς δε θεωρείται φάουλ. "Γιου φαουλ"? Μπορεί όμως να υπάρξει σύγκρουση μεταξύ των αποδεκτών και των πιο συντηρητικών σε ο,τι καινούργιο. Ή, μπορεί να είναι κάτι τόσο ξένο από την εμπειρία κάποιου που όσο ανοιχτόμυαλος και να'ναι δεν μπορεί να το αποδεχτεί ακόμα. Κάποια πράγματα άλλωστε πρώτα πρέπει να χωνεύονται. Αν και το φάουλ είναι όρος που εξοικειωθήκαμε τα ελληνόπαιδα μέσα από τα γήπεδα των αγώνων ποδοσφαίρου και την αγγλική τους ορολογία, αφού η μαμά του σύγχρονου αθλήματος θεωρείται η Αγγλία, η λέξη φάουλ είναι γερμανογενής από την εποχή που τα αγγλικά ήταν γερμανική σαξονική διάλεκτος (εξ ου και το χαρμάνι των αγγλοσαξόνων ύστερα) και είναι από την προίκα της ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας και ομόρριζη του "σφάλλω" (λατ."fallo", το σύμπλεγμα "sf" στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες του ευρωπαϊκού χώρου απλοποιείται, με εξαίρεση την ελληνική). Επίσης, παράγωγο ρήμα είναι το "fool" στα αγγλικά, δηλαδή το ξεγελώ και αναλόγως τη σύνταξη, το κοροϊδεύω, πιάνω κάποιον κορόιδο.


- Άρχισες πάλι ρε μαλάκα τα κουλά σου και θα κάψουμε καμιά φλάντζα, να 'ουμ'.
- Μην είσαι γκέι, ρε, αφού σου είπα, μ' αυτά τα λάδια δεν έχει φόβο.
- Κι εμένα πάλι μου φαίνεται πως αυτό που κάνεις είναι φάουλ και θα σε χέσουν πάλι σε καμιά εθνική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είσαι κραυγαλέα απάτη. Τόσο εξόφθαλμα ψεύδεσαι γι'αυτό το άλλο που προσπαθείς να περάσεις πως είσαι, που απέχει παρασάγκας από την πραγματικότητα. Εμπλέκεσαι σε καλοστημένες απάτες, καλοδουλεμένες οφθαλμαπάτες και (προσπαθείς να) δημιουργείς πειστικό σκηνικό για να στεγάσει αληθοφανώς την παράγκα σου. Συνήθως περνιέσαι για μεγάλος στα λόγια και ανύπαρκτος στα έργα - κυρίως φημίζεσαι για τις επιδόσεις σου ως εραστής. Άλλος τομέας κοινωνικών δραστηριοτήτων που σε συναρπάζει: οι επιχειρήσεις. Αν και είσαι άφραγκος Ωνάσης, την πουλάς γουστόζικα την παραμύθα και χαραμίζεσαι που δεν τό' χεις σκεφτεί να κάνεις καρριέρα πολιτκού, όπου επιβάλλεται να λες ψέμματα και λόγω ασυλίας να μην τις τρως. Έστω κι έτσι όμως, κάνεις το κομμάτι σου και είσαι μια όαση γέλωτος για τον βαρύθυμο και καταθλιπτικό κοσμάκη της σήμερον. Παλιάτσος, που εναλλακτική επαγγελματική πορεία θα μπορούσε να είναι σε ουάν στάντ κόμεντυ. Τέλος, εννοείται πως εκτός από θεοκόμματος είσαι και σφίχτης, παρότι το γυμναστήριο το βλέπεις μόνο μέσα από διαφημιστικά φυλλάδια. Προσπαθείς να πουλήσεις μούρη και τον παίρνουν χαμπάρι ως κι οι πέτρες (τον παραποιημένο εαυτό σου). Παρ΄ολα αυτά συνεχίζεις απτόητος κι ούτε που σε νοιάζει το δούλεμα πίσω - ή και μπροστά - απ 'την πλάτη σου .Είσαι η επιτομή του τιραμισουρεαλισμού (ερήμην σου;), ο "να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας;".


1. - Και που λες, τέζα το γκομενάκι... Να τη βλέπεις τη μοντέλα να σπαρταράει στην αγκαλιά μου και να εύχεται να μην τελειώσει... Πςςς... Πόρωση...
- Ίσα, ρε Τέλη... Κατούρα και λίγο... Και γω σου λέω πως είσαι φάβα... καλό το δούλεμα, αλλά δεν υπάρχει απόδειξη γι' αυτά που λες...
2. - Και τί νόμιζες; Πως αν δεν ήθελα εγώ δε θα το είχα πάρει το άιφον το 6+ στα 128 γκίγκα; Αλλά δεν αξίζει... Για να περάσεις μουσική σου μέσα είναι ολόκληρη μανούρα... Ξέρεις πόσα βγάζω το μήνα; Αλλά δεν τα μπορώ ρε συ τα ποζέρια, που πουλάνε μούρη... Εγώ εντάξει είμαι ανώτερος κι αλλά προτιμώ το λόου προφάιλ γιατί είμαι και μετριόφρων... Καλό και το σάμσουνγκ εουρόπα... Τα ίδια κάνει μόνο λίγο πιο αργά...
- Ναι, καλά, θά΄θελες.. Και γω σου λέω πως ψοφάς να έχεις μια τέτοια κινητάρα... Κι όσο γι' αυτά που βγάζεις το μήνα... Είσαι φάβα ρε! Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια...
3. - Πω ρε... Πιάστηκα πάλι στο γυμναστήριο... Τέσσερις ώρες ήμουν και σήκωνα βάρη... Τί εικοσάκιλα, τί κέττλμπελ, τί πιλάτες έκανα μετά... Άσε, ξεπατώθηκα... Αχ, ο ώμος μου...
- Και μένα μου φαίνεσαι λαπάς, και δε χρειάζομαι οδοντίατρο...
- Οδοντίατρο; Οφθαλίατρο ρε...
- Ξέρω, ξέρω τί λεω... Οδοντίατρο... Αφού δεν τρώγεσαι! Για να σε πιάσω... να, ίδιος όπως χτες! Είσαι φάβα, ρε! Να πας στα γκομενάκια να τα πεις - σε τα μας τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που προσκαλεί - προκαλεί συμπαίκτη χαρτοπαιγνίων και ταβλαδοπαιγνίων να χάσει πανηγυρικά. Προμηνύει και διαφημίζει ρέντα, πράγμα που συνιστά απροκάλυπτη ύβρη καθώς την τύχη κανείς δεν μπορεί να την πάρει εργολαβία. Η ήττα είναι επώδυνη, ιδίως όταν είναι συνεχόμενη, σαν να τις έχεις φάει. Γι' αυτό και ο ηττημένος εκτός από την πεπληγμένη αξιοπρέπειά του, περιφέρει βαρέως και το εξαντλημένο σαρκίο του που η μοίρα του φέρθηκε τόσο σκληρά, χωρίς να αποκλείονται κι ένα τσουβάλι νεύρα από μέρους του.
Χαρακτηριστικό πάντως είναι ότι στο μπριτζ τα ακριβά συμβόλαια που συνάπτουν και ανακοινώνουν τις μπάζες που θα κάνει ο υποψήφιος εκτελεστικός άξονας εκ των προτέρων κατά τη φάση της αγοράς όπου και ορίζεται ποια φυλή θα είναι ατού ή αν δε θα υπάρξει ατού, τα συμβόλαια λοιπόν που κλείνονται και ορίζουν 12 ή 13 μπάζες λέγονται μικρό (small) ή μεγάλο (grand) χαστούκι (slam)! Είναι μια δήλωση τρομοκρατική από άποψη ψυχολογίας γιατί ρίχνει το ηθικό του αντιπάλου άξονα, λόγω του ότι περιορίζει τις πιθανότητες να τους βάλει μέσα στο συμβόλαιο (μα καλά, τί φύλλα έχουν;), άρα και να οργανώσουν αποτελεσματική άμυνα, ειδικά άμα δεν τα έχουν πάει και πολύ καλά σε προηγούμενα παιχνίδια, τους έχουν ψιλοδείρει δηλαδή κι έτσι τριτώνει το κακό.


- Έλα να σε δείρω!χαχαχα!
- Όχι, να μου λείπει... Μου αρκεί που δε σταύρωσα κόλπο σήμερα, να μην τριτώσει το κακό... Να μου λείπει το βύσσινο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που την έλεγε ο παππού μου, όντεν κιανείς ετόλμουνε να μην κάνει το θέλημά ντου ή να πάει κόντρα σ' αυτό. Όπως οι προετοιμασίες για εκλογές έχουν ανακατωσούρα, σούσουρο μεγάλο, πονοκέφαλο και μεγάλη φασαρία, ανεξάρτητα από αυτήν την ίδια τη μέρα που μοιάζει με πανηγύρι (το φερέλπιδο αυτό κλίμα κρατά μέχρι την καταμέτρηση των ψήφων που δικαιώνει για την αγωνία λίγους και απογοητεύει τους πολλούς όπως είθισται στις τελευταίες πολλές εκλογές που μας βρήκανε), έτσι και η εναντίωση σε κάποιον ισχυρότερο από άποψη δύναμης ή κύρους, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τα προεόρτια των εκλογών και ισοδύναμο με αρνητικά - ανεπιθύμητα εκλογικά αποτελέσματα στο τέλος. Με άλλα λόγια θα έχω μπελάδες, μαλώματα, καβγάδες, φασαρίες και θα υποστώ επιπλήξεις.

Παραλλαγή: θε(λει) να'χομε εκλογές. Στην Κρήτη χάριν ευφωνίας εμφανίζονται σύμφωνα για να εξαλειφθούν οι χασμωδίες. Το "ν" είναι το πιο κοινό γι' αυτόν το σκοπό. Έτσι το "ν" μεταξύ του "θα" και του φωνήεντος του ρήματος αναπτύσσεται δευτερογενώς, εφόσον το "θέλει να" έχει εξελιχθεί σε "θα" ως μόριο μέλλοντα και δεν αποτελεί εναλλαγή φωνηέντων. Αλλιώς "νά'χομε εκλογές θέλει". Υπάρχει, τέλος στην Κρήτη μια διαφοροποιημένη σημασιολογική χροιά ανάμεσα στον μέλλοντα της κοινής και σ' αυτόν της διαλέκτου, το μεσαιωνικό μορφολογικά μέλλοντα ως προς τη χρήση. Ο κοινός χρησιμοποιείται για να εκφράσει κάτι πιο απρόσωπα αλλά σίγουρο ότι θα γίνει, σαν να το επιβάλει μια ανώτερη δύναμη που εξασφαλίζει αυτή τη βεβαιότητα, ενώ ο μεσαιωνικός της διαλέκτου για κάτι στο οποίο εμπλέκεται άμεσα η προσωπική επιθυμία για κάτι που μέλλεται να γίνει και που εξαρτάται από αυτόν που συμμετέχει στην ενέργεια άμεσα και μπορεί να υπολογισθεί αυτό. Μπορεί να είναι πιο αβέβαιο, αλλά και πιο βέβαιο καθώς εξαρτάται από το ποιον του ομιλητή που εκφέρει τον μέλλοντα και το ρόλο που αυτός θα διαδραματίσει στην μελλοντική ενέργεια ή το τρίτο πρόσωπο το οποίο θα σχετιστεί μ' αυτήν και αναφέρεται.

- Μα θέλω να πάω κι εγώ μαζί τους... Γιατί να μην πάω;
- Αυτό που σου είπα! Και μην επιμένεις γιατί θα ν-έχομε εκλογές.

Εδώ, η ανώτερη δύναμη που εξασφαλίζει το αποτέλεσμα είναι ο ίδιος ο παππούς που προειδοποιεί την εγγονή του για την μη αποδεκτή επιθυμία της να πάει μαζί με τα ξαδέρφια της έξοδο. Άρα στον επίγειο Θεό της ελληνικής οικογένειας (λόγω παλαιότητας) αρμόζει η εκφορά αυτή καθώς αυτός ορίζει πότε θα ξεκινήσει το μπάχαλο αν γίνει τ' αντίθετο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καζίκι στα κρητικά είναι ο πάσσαλος. Χρησιμοποιείται και μόνη της η λέξη ως βρισιά του στυλ "χίλια καζίκια του κώλου ντου" όπως το "χίλιοι διαόλοι να μπούνε στον κώλο ντου". Για επίταση ζόρε, τα καζίκια είναι πάντα πολλά - κατά προτίμηση χίλια: όσο πιο πολλά τόσο πιο καλά για να γουστάρουμε, αφού το να μπουν δεν γλυτώνεται, γιατί ή όλα ή τίποτε σ' αυτή τη ζωή. Τα νά' ναι κανείς καζίκι τση μεθιάς είναι σοβαρή δοκιμασία γιατί είναι σαν η μέθη νά' χει μπει από τον κώλο κι αφού σε καλαφατίζει καλά καλά στο τέλος σε κάνει και να χεστείς. Έκφραση που χρησιμοποιείται για σοβαρές καταστάσεις μέθης, όπου ο συμπαθής βαρελόφρων από το τρελό φλερτ με ποικίλων ειδών ξύδια υποφέρει από τον προσομοιούμενο ανασκολοπισμό και από τις χημικές αντιδράσεις εντός των ευαίσθητων περιοχών κινδυνεύει να ξεφτιλιστεί , εφόσον απέχει ένα βήμα από ασύστολη και πλήρως ακούσια αφόδευση. Το επόμενο βήμα μέθης περιγράφεται στην έκφραση: "χέστηκε απ' το ποτό".


- Είντα πάθανε κείνοινέ οι κουζουλοί και πηαίνουνε σα τζι βάρκες σε φουρτούνα;
- Δε τζι θωρείς; Καζίκι τση μεθιάς εγίνανε! Ραβδέ που τσι περιμένει απ' τσι κεράδες τωνε...

Got a better definition? Add it!

Published

Ή "μέρος". Η τουαλέτα. Σε περιοχές που υπάρχουν ακόμα κτήρια που το αποχωρητήριο βρίσκεται εκτός του κυρίως οικήματος και απομονωμένο, λέγεται ακόμα έτσι (σε νησιά και σε χωριά). Από τη λατινογενή λέξη cabinet/cabinetto που είναι υποκοριστικό της λέξης cabine/cabina (-et/-etto)(=δωμάτιο στα πλοία από τα ιταλικά), δηλαδή η μικρή καμπίνα, το απόμερο δωματιάκι. Το πιο πιθανό είναι η λέξη ως υποκοριστική να προέρχεται από τα γαλλικά και να είναι αρσενικού γένους καθώς εκεί το -et της υποκοριστικής κατάληξης ακούγεται πνιχτά και αδιόρατα, σ' αντίθεση με το θηλυκό -ette που είναι πιο οξύ και αισθητό ή το ιταλικό -etto. Έτσι στην ελληνοποίησή της αγνοείται εντελώς το τελευταίο σύμφωνο και σταματάει στο τελευταίο φωνήεν, απ' όπου μετά ελληνοποιείται όπως ο καφές, του καφέ κι άλλα τέτοια αρσενικά που στην νέα ελληνική δεν υπάγονται σε καμία από τις παραδοσιακές κλήσεις της κανονιστικής γραμματικής από τα αρχαία ελληνικά, αλλά ανήκουν στην ολοκαίνουργια κλητική τάξη #2 των αρσενικών σε -ες (στον πληθυντικό τους), όπως ταξινομείται στη Μορφολογία της Ράλλη.
Οι καμπινέδες λοιπόν, είναι συνήθως σε αρκετή απόσταση από το κυρίως σπίτι όπου λαμβάνουν χώρα κυρίως οι εργασίες της ημέρας (μαγείρεμα, μαζώξεις, γεύματα, διάβασμα) και ο ύπνος, λόγω της δυσοσμίας που ανέδυαν από το ανύπαρκτο αποχετευτικό σύστημα. Με λίγα λόγια χρησιμοποιούνταν πιο πολύ ως συλλεκτήρια προϊόντων αφόδευσης, με έναν πρωτόγονο μπιντέ μέσα, οι πιο εξελιγμένοι (μια τρύπια σανίδα στην καλύτερη, που χρησίμευε για κάθισμα και λάσπη που σχηματίζει λάκκο στο σημείο στόχευσης. Μεταγενέστερα το πάτωμα χαλικιωνόταν ή και ασφαλτοστρωνόταν με μια τρύπα - αγωγό των προϊόντων αυτών που οδηγούσε σε λάκκο).Αργότερα τα συλλέγανε για λίπασμα. Αναλόγως το σπίτι και την έμπνευση του χτίστη, μπορούσε να έχει και κάποιες βασικές διατάξεις άνεσης ως προς την προσωπική υγιεινή του σώματος με τρεχούμενο νερό (από υπερυψωμένο σιγκλί - συχνά κοντά στο ταβάνι - γεμάτο νερό και κάνουλα - βρύση) και λάστιχο και μια σκάφη, φεγγίτη για τους υδρατμούς και το φως. Αν χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την ατομική υγειινή και όχι για τις φυσικές ανάγκες, αρκούσε η περιτοίχιση χωρίς το ταβάνι, αφού ο σκοπός ήταν να μπορέσει κάποιος που βρίσκεται όπως τον εγέννησε η μάνα ντου κείνεσές τσι λίγες στιγμές να κάμει άνετα το μπάνιο ντου, χωρίς να νιώσει εκτεθειμένος στα βλέμματα των κοντινών (συγγενών, συγχωριανών). Τα νερά που έμπαζε, έβγαιναν είτε από λούκια, είτε από τρύπες μεταξύ του τοίχους και του εδάφους και ξεχύνονταν...όπου βρίσκανε πολλές φορές. Σε καμία περίπτωση δεν ήτανε ναός της σκέψης όπως μοιάζουν οι σημερνοί, με θρόνο κι ούλα τα βασιλικά κομφόρ... Πολλές φορές όταν η ανάγκη έκρουε την πόρτα κατά τις νυχτερινές ώρες και ιδίως το χειμώνα ήταν δύσκολο να αφήσει κάποιος το ζεστό του κρεββάτι και να φάει κάποια δευτερόλεπτα παγωνιάς και αγωνίας για να πάει να ξαλαφρώσει. Για τις ψιλές ανάγκες, επιστρατεύονταν κυρίως τα δοχεία νυκτός, ή ότι άλλο εύκαιρο τέλος πάντων - άλλοι αποφάσιζαν να το ξεχάσουν και να πέσουν να ξανακοιμηθούν αν αντέχανε να μη σκάσουν (τα παιδιά τα κάμαν κι επάνω τους και την ταχινή μαύρο φίδι που τά' τρωγε τα κακορίκα) , ενώ για τις χοντρές ήτανε λύση μονόδρομος σχεδόν. Σε περιπτώσεις που τα σπίτια ήταν σε ανηφοριά ή σε δυο πατώματα χτισμένα, ο καμπινές ήταν απομονωμένος συνήθως (εξ ου και απο- χωρητήριο) στο κάτω μέρος (μπάντα - όπου πιο απομονωμένος, τόσο το καλύτερο). Όπου όμως δεν υπήρχε χώρος ή οικονομία επέβαλε ή να είναι δίπλα ακριβώς στο σπίτι χτισμένο, με ανεξάρτητη πόρτα ή στα πιο φτωχικά σπίτια να μην υπάρχει καν και για τις φυσικές ανάγκες να βολεύονται σε λάκκους στη φύση και για την ατομική υγειινή μέσα στο σπίτι με τη σκάφη στο μεγαλύτερο δωμάτιο και ειδικά αυτό με το τζάκι κατά τους χειμερινούς μήνες... Σκέτο βάσανο!

- Και ίντά' καμες τη σκάφη, ακόμη να τηνε φέρεις;
- Άφησ' με δα που θα πηγαίνω να τη γερεύω... Στον καμπινέ την άφηκα πού' πλενα τα κοπέλλια.Εδά 'ν' αργά και κάμει και κρύο. Να πάεις αμοναχός σου να τηνε φέρεις και μη βαρείς ποθές μέσα στα σκοτίδια... Τέθοιαν ώρα, τέθια λόγια, άντρα... Έλα να πάμε να θέσομε κι αύριο μέρα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή καργιατζουλάκι. Λέξη που την λένε στα μικρά παιδιά στο χωριό μου, ειδικά τα ατίθασα, τα αεικίνητα, χωρίς όμως να είναι ξινά ή κακομαθημένα, τα γλυκοσκανταλιάρικα, αυτά που ο,τι και να κάνουν τους τα συγχωρείς όλα, και αντίστοιχης σωματικής διάπλασης (μικροκαμωμένα με σπινθηροβόλο βλέμμα).

Συνδέεται με το καλικατζαράκι φωνητικά, αλλά και με την κάργια σαν να είναι παράγωγό της. Στα Κρητικά συνδέθηκε με τον σκορπιό, αλλά η καργιατζούλα σε άλλες διαλέκτους του Αιγαίου περιγράφει χλωρίδα, όπως την τσουκνίδα.

Προσωπικά την άκουγα ως περιπαικτική λέξη με διάθεση ειρωνείας, ειδικά στο υποκοριστικό της. Στην κανονική της εκδοχή, όταν δεν αναφέρεται σε παιδιά, σχετίζεται με κάτι κακό που σκαρώνεται από κιανέναν αξανάκωλο και έχει ανησυχητική χροιά.


1.- Γιάλε το, γιάλε το, το καργιατζουλάκι, απού'ναι πέντε πιθαμές, μα έχει γλωσσαράκι... (Γιάλε: μωρουδίστικη εκφορά του "διάλε")
2.- Εγροίκησές το, ίντα γίνηκε οψές;
- Πράμα δε γ-κατέχω.
- Ο Μιχαλιός του κυρ - Θωμά, εκαβαλίκεψε το μουρέλο και μπαλώτεψε τον αυλόγυρο. Φωθιά και λάβρα γίνηκε η εκκλησιά.
- Χίλια καζίκια του κώλου ντου, για καργιάτζουλας.

Επίσης, γράφεται και καριάτζουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified