Φράση που προσκαλεί - προκαλεί συμπαίκτη χαρτοπαιγνίων και ταβλαδοπαιγνίων να χάσει πανηγυρικά. Προμηνύει και διαφημίζει ρέντα, πράγμα που συνιστά απροκάλυπτη ύβρη καθώς την τύχη κανείς δεν μπορεί να την πάρει εργολαβία. Η ήττα είναι επώδυνη, ιδίως όταν είναι συνεχόμενη, σαν να τις έχεις φάει. Γι' αυτό και ο ηττημένος εκτός από την πεπληγμένη αξιοπρέπειά του, περιφέρει βαρέως και το εξαντλημένο σαρκίο του που η μοίρα του φέρθηκε τόσο σκληρά, χωρίς να αποκλείονται κι ένα τσουβάλι νεύρα από μέρους του.
Χαρακτηριστικό πάντως είναι ότι στο μπριτζ τα ακριβά συμβόλαια που συνάπτουν και ανακοινώνουν τις μπάζες που θα κάνει ο υποψήφιος εκτελεστικός άξονας εκ των προτέρων κατά τη φάση της αγοράς όπου και ορίζεται ποια φυλή θα είναι ατού ή αν δε θα υπάρξει ατού, τα συμβόλαια λοιπόν που κλείνονται και ορίζουν 12 ή 13 μπάζες λέγονται μικρό (small) ή μεγάλο (grand) χαστούκι (slam)! Είναι μια δήλωση τρομοκρατική από άποψη ψυχολογίας γιατί ρίχνει το ηθικό του αντιπάλου άξονα, λόγω του ότι περιορίζει τις πιθανότητες να τους βάλει μέσα στο συμβόλαιο (μα καλά, τί φύλλα έχουν;), άρα και να οργανώσουν αποτελεσματική άμυνα, ειδικά άμα δεν τα έχουν πάει και πολύ καλά σε προηγούμενα παιχνίδια, τους έχουν ψιλοδείρει δηλαδή κι έτσι τριτώνει το κακό.


- Έλα να σε δείρω!χαχαχα!
- Όχι, να μου λείπει... Μου αρκεί που δε σταύρωσα κόλπο σήμερα, να μην τριτώσει το κακό... Να μου λείπει το βύσσινο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αλτσχάιμερ (είδος άνοιας) όπως το προφέρουν οι γέροι και γενικώς άτομα μη κοσμοπολίτικα και κοινωνικά υστερημένα από ερεθίσματα ξένων γλωσσών, με αποτέλεσμα η αντιληπτική τους ικανότητα σε φθόγγους ή σε συμφωνικά συμπλέγματα που δεν υπάρχουν στα ελληνικά, να είναι περιορισμένη κι έτσι αυτομάτως ανιχνεύεται η πλησιέστερη μορφή άρθρωσης προς την πρωτότυπη που μπορεί να επιτευχθεί. Η φωνοτακτική ικανότητα που διέπεται από τους περιορισμούς της γλώσσας - στόχου ένταξης της πρωτότυπης ξενόφερτης λέξης αυτομάτως δρα ελληνοποιητικά προς τις ξένες λέξεις. Στα στόματα των απλών ομιλητών αυτή η διαδικασία συμβαίνει αυθόρμητα και αυτό το 'φίλτρο φωνημάτων' ενεργοποιείται αυτόματα, σε αντίθεση με τις προσπάθειες των καλαμαράδων που και διαβασμένοι είναι και σπουδαγμένοι, άρα αυτό το φίλτρο το εφαρμόζουν και με υπερβολές και χωρίς να αποφεύγουν οι παλιότεροι τις καθαρευουσιάνικες υπερδιορθώσεις αστισμού.


- Ίντά'παθε η Κούλα και πιαίνει ετσά;
- Δε ν- τά'μαθες; Έχει ατσχάι.
- Ίντά'χει;
- Ατσχάι μωρέ - δε γ-κατέω πως διάολο το λένε... Ετσέ το λένε οι γιατροί. Μαλάκυνση που λέμε...
- Αλήθεια δα, οι γιατροί με τα λοξά και τα παράξενά τωνε...

Προτείνεται γενική 'του ατσχαγιού', όπως του τσαγιού και είναι ευτράπελος όρος για την ασθένεια που περιγράφει γιατί λήγει σε 'χάι' (το "-μερ" έχει πάει περίπατο. Και δύσηχη λέξη είναι με τόσο συνωστισμό συμφώνων και δυσπρόφερτη, όπου το "-μερ" δε συγκρατείται και λόγω πολυσυλλαβίας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα μπαζοπαίχνιδα, λόγω της διάταξης των παιγμένων φύλλων πάνω στην τσόχα ανά μπάζα, προκύπτει αυτή η φράση. Τα φύλλα τοποθετούνται κάθετα, και μπροστά από τον κάθε παίκτη με αποτέλεσμα ανά άξονα, όταν τραβήξουμε δύο νοερές γραμμές ανάμεσα στα απέναντι φύλλα, μία για το καθένα, προκύπτει απ'το σημείο του σταυρού.
Η λέξη "κόλπο" είναι μια από τις πολλές που έχουν υιοθετηθεί στα ελληνικά για να περιγράψει την μπάζα, που στα αγγλικά λέγεται "trick", δηλαδή κόλπο.
Η φράση "σταυρώνω κόλπο" σημαίνει πως στη συγκεκριμένη διάταξη 4 φύλλων με το σημείο του σταυρού που αποτελείται από τους δύο νοερούς άξονες, κάθετα ο ένας με τον άλλον, το δικό μου φύλλο ήταν το ισχυρότερο και κέρδισε την μπάζα (λέγεται και "λεβέ" από τα γαλλικά). Όταν "σταυρώνεις κόλπο" κάνεις τις μπάζες σου, δεν είσαι για τα μπάζα! Όχι παίζουμε!


- Άσε με ρε φίλε, στην πρέφα σήμερα δε σταύρωσα κόλπο, δε σταύρωσα και κοντεύει να μού'ρθει κόλπος! Γλυκάθηκα και την πάτησα. Πάει το μηνιάτικό μου και ποιος την ακούει τη γυναίκα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμπέλι που δεν έχουν περιφράξει κι απ'όπου μπορεί ο καθένας να μπαινοβγαίνει και να κάνει ο,τι θέλει. Να κλέβει αμπελόφυλλα, σταφύλια κι ο,τι άλλο βρει. Αναφέρεται σε ανθρώπους που εγκαταλείπουν την ιδιοκτησία τους και δεν τη διαχειρίζονται με αποτέλεσμα να γίνεται βορά εισβολέων. Κατ' επέκταση σε ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρει να διαχειριστούν τίποτε, ούτε και την ίδια τη ζωή τους ακόμη γιατί βαριούνται που τη ζουν και πάντα βρίσκουν μια βολική, ισχυρή και αδιάσειστη γι'αυτούς δικαιολογία για το ότι έχουν καταντήσει τη ζωή τους ξέφραγο αμπέλι και δεν τους νοιάζει πως να ζουν. Μοίρα όλων αυτών των καταστάσεων η ερημιά, η κατάντια, η καταστροφή. Ένα ξέφραγο αμπέλι είναι μίζερο πράμα που το'χει γεννήσει ένα πιο μίζερο, ακοινώνητο και κομπλεξικό μυαλό που ωθεί τα ίδια τα σέα και τα μέα του στην εγκατάλειψη, λόγω ανικανότητας αυτοδιαχείρησης και αυτοελέγχου. Συχνά οι ίδιοι ανίκανοι για διαχείριση είναι αυτοί που συνειδητοποιούν την κατάσταση αυτή που οφείλεται σε κείνους, μόνο και μόνο για να μπορούν να την κριτικάρουν έντονα και να την αποστρέφονται για να'χουν κάτι να κλαψουρίζουν, βρε αδερφέ και να ικανοποιούν την έμφυτη κλαψομουνίαση και κακομοιριά τους. Ζητάνε έτσι κηδεμόνες για τη διαχείρισή της και αυτών των ίδιων και να απαλλαγούν από το βάρος των ευθυνών του ξέφραγου αμπελιού που δεν είναι άλλο από τον εαυτό τους. Ποιος νοήμων άνθρωπος εγκαταλείπει το ένα και μοναδικό του χωρίς να έχει βρει κάτι άλλο, καλύτερο; - εκτός κι αν πάσχει από το αμάρτημα της οργής και στρέφεται κατά των εντέρων του, τρώγοντας τα λύσσακά του. Το ξέφραγο αμπέλι ή αλλάζει ή βουλιάζει, mes amis. Tschüss!


1. "Κοίτα τα εδώ τα σκουπίδια... Έχουν πνίξει τη φιλοσοφική και το αεροδρόμιο της Ζακύνθου... Ξέφραγο αμπέλι εδώ, ξέφραγο αμπέλι παντού, όλη η χώρα!"
2. "Τη μια είναι ο Τάκης, την άλλη είναι ο Μάκης, την άλλη θα είναι ο Σάκης; Τί θα γίνει στη ζωή σου, μωρή, με τόσους γκόμενους να μπαινοβγαίνουν; Ξέφραγο αμπέλι την έχεις καταντήσει... Μην απορήσεις αν βρεθείς σε κάνα χαντάκι μ'όλους αυτούς τους άχρηστους που μπλέκεις...

ψυχοπάθεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευτοφαινόμενο τύπου "γλώσσεψα την μπέρδα μου", με διάθεση αυτολογοκρισίας από τον ομιλητή, για να μην ακουστεί η λέξη που περιγράφει τη διαδικασία του "στραγγίγματος", δηλαδή της ούρησης. Προέρχεται από εποχές που ήταν μπας κλας να βρίζεις και να αναφέρεσαι με όποιον τρόπο στη γενετήσια περιοχή και στα πέριξ αυτής και στις λέξεις που περιγράφουν λειτουργίες - διαδικασίες της, ιδίως τα μικρά παιδιά που κάποτε ήταν πράγματι παιδιά και φέρονταν ως τέτοια και επειδή η καρδιά τους δεν πήγαινε να μιλήσει τόσο σκληρά (τα "κατουρώ - χέζω", έπαιζαν ως "πιπί - κακά" για πολλά χρόνια μέχρι και τη μέση εφηβεία), αλλά και επειδή η αγωγή του καλού και καθωσπρέπει παιδιού μετρούσε κι επαινούταν, με αποτέλεσμα να μη θέλουν να απογοητεύσουν το περιβάλλον τους με αντίθετες συμπεριφορές. Έτσι γίνεται και αυτοσαρκασμός, και χαβαλές και αποφορτίζεται η ένταση ενός παραπόνου.
Το να κατουρήσει κάποιος τα παλιά χρόνια σε ένα πηγάδι, που για τα χωριά μέχρι και πρόσφατα ήταν η μοναδική πηγή πόσιμου νερού, κατευθείαν από τον υδροφόρο ορίζοντα, λογιζόταν ως απαράδεκτο, γιατί την μόλυνε και μετά έπρεπε να αναζητηθεί άλλο πηγάδι ή άλλη φλέβα που θα οδηγούσε σε άλλο τμήμα του υδροφόρου, μη ρυπασμένου. Μετά την ανακάλυψη του ένοχου, επερχόταν μπανάρισμα από την τοπική κοινωνία, προς παραδειγματισμό. Έτσι η φράση:"στο πηγάδι κατούρησα", σημαίνει πως μένω στην απ'έξω, αποκλείομαι από ένα μυστικό, από μια δραστηριότητα, από μια ομάδα και έτσι κοινωνικά τίθεμαι στο περιθώριο. Χρησιμοποιείται και από κοινωνικές ομάδες εθισμένες στο "μπινελίκιον" (σε όποιο βαθμό, από το μικροαστικό μέχρι το λιμενεργατικό - φορτιγατζήδικο) προς μετριασμό του γλωσσικού βόθρου και χάριν χαριτωμενιάς, εκτός κι αν θεωρείται πολύ φλώρικο ή γουτσίστικο.


1.- Ψιτ! Θα σου το πω, αλλά μην το πεις στις άλλες ότι σου το'πα και προπαντώς στην Κατερίνα, γιατί για κείνη πρόκειται... Της αρέσει ο Βασίλης, αλλά επειδή ξέρει ότι σου αρέσει κι εσένα απ'την παρέα και θ'αρχίσεις να φωνάζεις και δε θα της άφηνες και περιθώρια να κινηθεί κάτω απ'τη μύτη σου, σ'άφησε στην απ'έξω επίτηδες ένα μήνα τώρα!
- Α,ναι; Κι εγώ στο κατούρι πηγάδησα δηλαδή; Ωραία φίλη είσαι κι εσύ που τώρα το θυμήθηκες να μου το πεις... Τί φίλη, δηλαδή; Φίδι!
2.- Τί θα γίνει ρε παιδιά; Εγώ όλο τελευταίος θα μαθαίνω τα νέα; Κερατάς, κερατάς; Πάλι πριν από λίγο έμαθα για το γήπεδο. Εμένα γιατί δε με καλέσατε; Στο κατούρι πηγάδησα να 'ουμ'; Όλοι οι υπόλοιποι μαζί και ο ψωριάρης χώρια;
- Χέσε μας, μας ρε μαλάκα που θέλεις και πρόσκληση προεδρική! Να έπαιρνες τηλέφωνο να μάθαινες. Δεν ήξερες, δε ρώταγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Μένω στη μέση του πελάγους, με τέρμα μπουνάτσα την εποχή των ιστιοφόρων πλοίων και περιμένω να φυσήξει για να πάρουν πάλι μπρος τα πανιά, να γίνουνε μπαλόνια και να συνεχίσω την πορεία μου.

Κατ' επέκταση, μένω στάσιμος σε ένα σημείο, βαλτώνω, αδρανώ, τα χάνω (με την έννοια κολλάει το μυαλό μου από τον όγκο των πληροφοριών που πρέπει να διαχειριστώ, ή την ποσότητα των πραγμάτων τα οποία πρέπει να βάλω σε μια σειρά, σε μία τάξη. Η μεταφορική έννοια είναι που πλέον χρησιμοποιείται κατά κόρον καθώς το κυριολεκτικό πελάγωμα με τα σύγχρονα μέσα είναι σπάνιο και η ανιχνευσιμότητα των πλοίων μεγάλη με την τεχνολογία του gps εκτός κι αν υπάρχουν άλλα συμφέροντα στη μέση.


1.- Πώς τα πήγες στο τεστ;
- Τί να σου πω, ρε συ; Εκεί που ωραία και καλά όλο το σ/κ το είχα ξεσκίσει το λεξιλόγιο, σήμερα όταν είδα όλες αυτές τις λέξεις μαζεμένες, πελάγωσα! Μέχρι το τελευταίο μισάωρο δε λειτουργούσα και τελευταία στιγμή πήρα μπροστά. Τί να σου πω, θα δούμε.
2. Σκούπισμα, σφουγγάρισμα, φασίνα, μαγείρεμα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι... Πώς να μην πελαγώσει κανείς όταν έρχονται όλα πάνω του και εξαρτώνται απ'αυτόν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός της φράσης "μπέρδεψα τη γλώσσα μου". Ο ίδιος ο ομιλών όταν θέλει να προλάβει το σαρκασμό των άλλων, αυτοσαρκάζεται αμέσως μόλις αντιλαμβάνεται το σαρδάμ του. Η αγωνία, η αμηχανία, η αίσθηση του μετέωρου εξανεμίζονται με χιούμορ και αποφορτίζει τον ομιλητή από την μπούρδα που μόλις ξεστόμισε για να συνεχίσει παρακάτω την κουβέντα του.

Είναι συνώνυμο του "μα τί λέω", ή του "(καααλά), ό,τι θέλω λέω", ως αυτοσχολιασμού, όταν γίνεται συνειδητό πως κάτι που μόλις ειπώθηκε δεν κολλάει με τα προηγούμενα με ποικίλες έννοιες, αλλοιώνοντας το νόημα, από σαρδάμ - γι'αυτό και ο αυτοσαρκασμός γίνεται με σχολιασμό στανταρισμένης σαρδαμικής φράσης, ακόμα και μέχρι ασυναρτησίας που δεν στέκει κι έχει ξεφύγει εντελώς η λέξη. Το δεύτερο συμβαίνει κατά το φαινόμενο "εδώ το'χω, αλλά μου βγαίνει κάτι άλλο", λόγω εγκεφαλικού βραχυκυκλώματος όπου το ηλεκτροχημικό μήνυμα δε μεταβιβάζεται ομαλά στις νευρωνικές συνάψεις και προκύπτει το φαινόμενο του "δεν επικοινωνώ με τον αφαλό μου" ή σε πιο ακραία μορφή την αφασία τύπου Broca όπου ο ασθενής έχει σκέψη αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει τίποτε άλλο πέρα από μια απλή συλλαβή (ο ασθενής του Broca άρθρωνε μόνο "ταν"), από εγκεφαλικά κολλήματα κατά τις ηλεκτρικές κενώσεις διαβίβασης πληροφοριών προς τα αρθρωτήρια όργανα.

Σε σφιχτόκωλες επικοινωνιακές περιστάσεις η διαπίστωση της λεκτικής γκάφας γίνεται με τη φράση "με συγχωρείτε", ή "συγγνώμη, λάθος". Τα πιο συνήθη περιστατικά "γλώσσεψα την μπέρδα μου" απαντώνται σε συνεχόμενες φράσεις όπου επιτυγχάνεται συγκυριακή και αυθόρμητη φωνηεντική αρμονία, λόγω ρυθμού και επιτονισμού που παρασύρει τον κουρασμένο ή ζαλισμένο ομιλητή ακόμα κι από την ίδια του την πολυλογία (π.χ. δυο αλλεπάλληλες φράσεις που τελειώνουν στην ίδια συλλαβή ή σε παρόμοια (με σύμφωνα κοινού τόπου άρθρωσης) ή έστω στο ίδιο φωνήεν και η επόμενη έχει παρασυρθεί από την προηγούμενη, βλ. παράδειγμα 4).

Τέλος συναντάται καθημερινά ως φαινόμενο σε ασθενείς με άνοια.


1.- Είδες αυτήν την Τρίτη το "τσαντίρι"; Καλά, εμετικό έτσι; Πιο φιλοσυριζαϊκό, πεθαίνεις... Τί άλλο θ'ακούσουν τα μάτια μας και θα δουν τ'αφτιά μας....
- Τί είπες ρε μλκ; Σού'στριψε;
- Τί είπα; Α, κααααλά... Ο,τι θέλω λέω... Γλώσσεψα την μπέρδα μου... Είναι που δεν έχω συνέλθει ακόμα απ'το σοκ!
2.- Παππού θες μπυρόνι;
- Όχι, ευχαριστώ. Πίνω μόνο αλτχσάιμερ.
- Τί πίνεις;
- Όχι, όχι... Δεν είναι αυτό... Είναι που έχω αρχή πορτοκαλάδας...
Από το επεισόδιο του Κωνσταντίνου και Ελένης "Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω" το δεύτερο μέρος που διαδραματίζεται στο νοσοκομείο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπου που γλώσσεψε την μπέρδα του.
http://www.antenna.gr/webtv/watch?cid=_dvey_h_p_g7r6_e=
3.- Έχεις φωτιά;
- Για κάτσε μια... Μπα, τίποτα. Πάμε στον αναπτήρα να πάρουμε περίπτερο;
- ;;;
- Εεεεε...Πάμε στο περίπτερο να πάρουμε αναπτήρα; Έλα ρε μαλάκα, γλώσσεψα την μπέρδα μου...
4. - Η μικρή ήταν φοβερή. Στην παράσταση τα πήγε πολά καλύ, εεε, πολύ καλά. Γλώσσεψα την μπέρδα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα μπαζοπαίχνιδα (χαρτοπαίγνια μπαζών - αναφέρονται ενδεικτικά τα εξής: κούπες, μπαστούνια, μπριτζ, πρέφα, μπελότα κ.λπ) που παίζονται είτε με άξονες (δύο ομάδες με δύο συμπαίκτες η καθεμιά, όπου ο ένας συμπαίκτης κάθεται απέναντι απ τον άλλο - εξαίρεση αποτελεί η πρέφα που παίζεται με τρία άτομα, δύο στη μια ομάδα και ένας μόνος του), είτε ο κάθε παίκτης μόνος του με τους υπόλοιπους τρεις ως αντιπάλους, αναλόγως το παιχνίδι, με κάποιον τρόπο έχει οριστεί μια φυλή από τις τέσσερις της τράπουλας (σπαθιά, καρά, κούπες, πίκες, αλλιώς λέγονται και χρώματα) ως ατού, δηλαδή ως φύλλα που άμα εμφανιστούνε σε κάποια μπάζα, κερδίζουν όλα τα υπόλοιπα ως τα ισχυρότερα (ένα ατού χάνει μόνο από ένα ισχυρότερό του).

Προϋπόθεση σε αυτά τα παιχνίδια είναι πως όλοι ακολουθούν στο χρώμα του παίκτη που ξεκίνησε πρώτος την εκάστοτε μπάζα (δημιουργία σωρού με τέσσερα φύλλα τη φορά) κάτι που είναι νόμος και ο βασικός κανόνας παιχνιδιού. Αν όμως το χέρι κάποιου παίκτη είναι σικάν σε κάποιο χρώμα (έχει παντελή έλλειψη σ 'αυτό) και δεν μπορεί να ακολουθήσει, μπορεί να ρίξει ένα ατού και να κερδίσει την μπάζα. Αυτή η παρεμβολή, που γίνεται αναγκαστικά με διαφορετικό χρώμα από αυτό που ξεκίνησε η μπάζα (και επιλέγει ο παίκτης να παρεμβληθεί με ατού) λέγεται 'κόψιμο με ατού' ή 'τσάκισμα' και ο παίκτης που το κάνει λέμε ότι 'κόβει' ή 'τσακάει'.


- Γελάν και τα μουστάκια σου!
- Πώς να μη γελάνε... Εκεί που το παιχνίδι έμοιαζε χαμένο , ξαφνικά μας σκάει με τον συμπαίκτη 10φυλλη πίκα, είχαμε και ονέρ και το παίξαμε σλεμ... Ε, εντάξει... όλην την ώρα τσακάγαμε... Μας στραβοκοίταζαν οι άλλοι, σκέφτονταν "δεν μπορεί", σαν να ήταν η ντόνα σικέ.
- Έ, αφού τού' κοψε του Μάκη να σου κάνει τσάκισμα, αν είχες το μακρύ χέρι (εν. στα ατού), στα άλλα σου φύλλα (εν.τα μη ατού, που όμως είναι και αδύναμα με μικρές πιθανότητες για να κερδίσουν μπάζες), και στους αντιπάλους με το κοντό του, πάλι καλά... Την νίκη την είχατε στο τσεπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση αυτή όπου σε πιάνει στο φιλότιμο, και ψυχοπονείς κάποιον, με αποτέλεσμα να θυματοποιείς τον εαυτό σου και να τον φέρνεις σε κατάσταση χειρότερη του θύματος λόγω ενοχών που εσύ τυχαίνεις να είσαι σε καλύτερη θέση - και το θύμα ξαφνικά βρίσκεται σε ανώτερη και παριστάνει το θύτη, χωρίς όμως η αρχικά κατώτερη θέση του άλλου να είναι τέτοια εξαιτίας σου, αλλά να προϋπάρχει και να μιλάει στη συμπόνοια σου, κρούοντας τις ευαίσθητες χορδές της λύπησής σου και της ανθρωπιάς σου. Επίσης μια εκ των υστέρων εκτιμημένη αντίδραση ως εσφαλμένη, που επισύρει ενοχές η παραδοχή της ως τέτοια και που κάνει το δράστη της να μετανιώνει γι' αυτήν γιατί από αυτή εξαρτήθηκε μια ολόκληρη κατάσταση που εξελίχθηκε αρνητικά. Χρησιμοποιείται στον αόριστο συχνότερα και στον ενεστώτα (μού'ρχεται κρίμα).


1.- Πω, πω... Δεν την είδες την καημένη; Αυτή ήταν μονίμως πέρα - δώθε στη γειτονιά και γύρευε δανεικά Χρόνια τώρα έχει οικονομικά και ψυχολογικά προβλήματα, χήρα με τρια παιδι Και τώρα να ψάχνει στα σκουπίδια για να βρει κάτι να φάει... Δε μπορώ ρε, μού'ρχεται κρίμα... Πάω να της δώσω τίποτα να φάει σαν άνθρωπος...
- Τί να σου πω... Αλληλεγγύη δε λέω... Αλλά φύλαε και τα ρούχα σου. Μην της δίνεις πολύ θάρρος. Έτσι και στη δική μου γειτονιά είχαμε μια και τη βοηθούσαμε μονίμως και μια μέρα η μάνα μου γύρισε στο σπίτι χωρίς πορτοφόλι και το κατάλαβε δυο μέρες μετά. Το παράτησε η ηλίθια μπροστά της, πετάχτηκε μέχρι το περίπτερο και μετά αφηρημένη, δε το γύρεψε Μόνο τα ψιλά στην τσέπη της είχανε μείνει.... Είπαμε φιλάνθρωπος αλλά όχι και μαλάκας.
2.- Έλα ρε, τί έγινε, τί έχεις κι είσαι έτσι;
- Άσε με μωρέ γαμώτο μου... Τσακώθηκα τις προάλλες με την Αντωνία... Βέβαια εκείνη το ξεκίνησε, ως συνήθως, είναι γνωστή η παράνοιά της.... Με ξέρεις εμένα.. Κρατιέμαι, κρατιέμαι, υποχωρώ, αλλά άμα μου την πει και πολύ και τα έχω μαζεμένα την παίρνει και τη σηκώνει. Την άρπαξα και την έστησα στον τοίχο. Την κάρφωσα με το βλέμμα. Έμεινε μαλάκας. Έκλασε μέντες. Από τότε που με είδε έτσι φοβήθηκε. Εδώ και 5 μέρες έχει να με πάρει ή να μου στείλει. Ξέρω, από τη μια δεν είναι σωστό που έρχεται και ξεσπά πάνω μου τα προβλήματα από το σπίτι της, αλλά από την άλλη κι εγώ δεν έπρεπε να αντιδράσω έτσι. Μού'ρθε κρίμα.
- Έτσι έπρεπε. Όχι πισογυρίσματα τώρα φίλε. Είναι αργά να μετανιώσεις. Στο κάτω κάτω, αυτή η κοπέλα δεν είναι για σένα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πλοηγός gps με τους χάρτες, τη φωνητική καθοδήγηση και τις οδούς όπως τους λαμβάνει δορυφορικά ή τους έχει προαποθηκευμένους και τους ενημερώνει μέσω δικτύου μάρκας Μio. Τα παλιά μοντέλα είχαν αναίσθητη οθόνη αφής - όπως και οι πρώτες εταιρείες με κινητά αφής, είχαν κινητά που έπρεπε και να πιέσεις την οθόνη, εκτός από το να την χαϊδέψεις - και συνοδεύονταν με στικάκι - κοπανιστήρι για να λάβει την εντολή του χρήστη. Τώρα έχει αντικατασταθεί από τα έξυπνα κινητά, τις ταμπλέτες, ή τις μίνι ταμπλέτες που χρησιμοποιούν οι ταξιτζήδες σε μόνιμη θέση στο παρμπρίζ, στη θήκη - δαγκάνα με τη βεντούζα, με προσαρμοζόμενο μέγεθος για τα γκάτζετ αφής.


- Και που ήθελες, ρε μαλάκα να το βρω το κωλόστενο στου διαόλου τον κώλο που είναι και πάροδος; Να, ούτε κι ο μάκης δεν το έχει... Άι χέσε μας... Με πήρε μια ώρα να το βρω κάνοντας κύκλους γύρω γύρω, ήρθα να σε τιμήσω για τη γιορτή σου και μου τη λες κι από πάνω. Πού σκατά το βρήκες αυτό το κουτούκι ήθελα να'ξερα...
- Ε, άμα δε το'χε κι ο μάκης, που να το βρεις κι εσύ... Εντάξει μωρέ... Κι ο,τι είπαμε ψωμί κι αλάτι. Πέρνα μέσα, που έχουν έρθει και τα παιδιά...

μάκης ο πλοηγόςμάκης ο πλοηγός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified