1. Όταν βρίσκεται κανείς σε κατάσταση αναμονής, και προκειμένου να χάνεται ο χρόνος χωρίς να γίνεται κάτι εποικοδομητικό, καλύτερα να φτιάξεις ένα αφέψημα χρήσιμο που προστατεύει από τα κρυώματα, αλλά και κατά την περίοδο κρυώματος μαλακώνει το βήχα κι έχει αποχρεμτικές ιδιότητες, ενισχύοντας το ανοσοποιητικό του σύστημα και ωφελώντας την υγεία σου γενικότερα.


- Πού'ναι τόση ώρα; Γιατί αργεί;
- Και θα κάθεσαι εδώ, μες στο κρύο να τον περιμένεις μέχρι να'ρθει; Βράσε ρίγανη!

  1. Ειρωνική εκδοχή που προκύπτει από την προηγούμενη κυριολεκτική. Είναι προδικασμένο μια κατάσταση να κρατήσει πολύ. Ο ομιλών σχολιάζει με υποτιμητική διάθεση τον συνομιλητή του - ακροατή του που μπαίνει σ' αυτήν τη διαδικασία εξ αρχής, της αναμονής. Το χειρότερο είναι όταν ο συνομιλητής - ακροατής εμπλέκεται σε μία τέτοια διαδικασία χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει την έκταση της αναμονής στην οποία θα υποβληθεί για το αναμενόμενο αποτέλεσμα - που είναι άγνωστο αν θα προκύψει τελικώς. Η ειρωνική εκφορά του ομιλώντος, έχει σκοπό να τον γειώσει με μια δόση υπερβολής για να του ανοίξει τα μάτια και να του εφιστήσει την προσοχή στο γεγονός ότι δεν αξίζει να περιμένει για το οτιδήποτε αν είναι τόσο μεγάλη η αναμονή. Καλύτερα να κάνει δώρο στον εαυτό του ένα τονωτικό ρόφημα γιατί θα το χρειαστεί αν πάρει το ρίσκο της αναμονής, αλλά από την άλλη αυτή η φράση να του υπενθυμίζει πως λειτουργεί αποτρεπτικά γι'αυτήν την ίδια την αναμονή και να εγκαταλείψει την ιδέα της αν είναι να χάνει το χρόνο του και τα χρόνια του σ'αυτήν άσκοπα, πηγαίνοντας και ο ίδιος χαμένος.


- Για να δούμε, θα μού'χει στείλει σήμερα τίποτα;
- Καλά ρε μαλάκα, τρία χρόνια σ'έχει στο περίμενε και παίζεις μόνο ως ρεζέρβα, και ακόμα ασχολείσαι μαζί της μπας και γίνει το θαύμα; Βράσε ρίγανη! Αφού δεν ξέρει τί της γίνεται... Ούτε όμως και σένα, αφού είσαι καμμένος.

ΦΟΡΤΙΣΗ: ειρωνεία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη μορφή πιες ξίδι: Παρότρυνση - συμβουλή για όποιον έχει πάθει κρίση ξινίλας, αντιπαθούκλας και γενικότερα κακιοσύνης. Συνομοσιολογία παντού κατά του, το σύνδρομο της γρίλιας, αλλά ο υπό παροξυσμόν αγαπητός μας συνομιλητής δεν είναι για τίποτε παραπάνω παρά μόνο για ψαρέλαια.

Το ότι το ξίδι μπορεί να κατευνάσει τα πνεύματα για να επέλθει στανιάρισμα και να έρθει ο τάλας χριστιανός στα ίσα του ήταν κοινός τόπος από την αρχαιότητα. Το ξίδι με το όξινο ph του αλληλεπιδρά με τον αιματοκρίτη ως διάλυμα του οργανισμού με αποτέλεσμα να ρίχνει την πίεση και έτσι να αποσυμφορεί από το άγχος και την ψυχολογική πίεση έξωθεν που εσωτερικεύεται και καθιστά το άτομο ανυπόφορο και για τον εαυτό του αλλά και για τους άτυχους που θα τον συναναστραφούν σε αυτήν την κρίση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το λεμόνι ως υποκατάστατό του με τα ίδια αποτελέσματα.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χριστός, όταν επάνω στον Σταυρό ζήτησε να πιει νερό, του έφεραν ξίδι, για να τον ανακουφίσουν από τον πόνο των καρφιών και το μαρτύριο της δύσπνοιας από την άβολη στάση, για να του πέσει η πίεση, να αισθάνεται λιγότερο και έτσι να υποφέρει λιγότερο στο ξεψύχισμά του. Αυτό συνέβη από μαθητή του ή από κάποιον που είχε ακούσει τις ομιλίες του - στην Ιουδαία ήταν πρώτο όνομα και οι Ρωμαίοι γνώριζαν ειδικά αυτοί που κυκλοφορούσαν και περιπολούσαν τακτικά από τα υπαίθρια μέρη που σύχναζε κι έβγαζε λόγους. Σύμφωνα με θεωρίες (εξωχριστιανικές πηγές και καταγραφές τις εποχής που δεν έγιναν Ευαγγέλια, αλλά και με σύγχρονες προσεγγίσεις τους) αυτό ήταν προσχεδιασμένο. Το ξίδι δόθηκε για να τον αναισθητοποιήσει. Εξαθλιωμένος καθώς ήταν με μια μικρή ποσότητα μπορούσε να λιποθυμήσει. Αργότερα, καθώς ήταν ο πρώτος που φαινόταν πως πέθανε πάνω στο σταυρό, όταν τον αποκαθήλωναν - σε μία εποχή που η διάκριση ανάμεσα στο κώμα και στη βαριά λιποθυμία με το θάνατο ήταν ανύπαρκτη κι όλοι λογίζονταν ως πεθαμένοι, τον έβαλαν κατευθείαν στον τάφο χωρίς να του σπάσουν τα πόδια όπως έκαναν στους εσταυρωμένους των τριών ημερών που αργοπέθαιναν και αποκαθηλώνονταν μισοζώντανοι για να τους ξεκάνουν μια και καλή. Κατόπιν μαθητές του - που ήταν πολλοί, 12 ήταν ο στενός του κύκλος, οι ακόλουθοί του παντού και υπήρχαν και γυναίκες μαθήτριες - τον έβγαλαν και τον άφησαν να συνέλθει, δηλαδή να "αναστηθεί" (ανίσταμαι = ξαναστέκομαι, συνέρχομαι, επανέρχομαι από περίοδο αδυναμίας), με το να ξανάρθει η πίεση στα φυσιολογικά της, βγάζοντάς τον έξω στον καθαρό αέρα.

Κάπως έτσι το ξίδι (οτιδήποτε όξινο) σε ρίχνει όταν ζορίζεσαι και ο κρύος αέρας έξω σε κάνει να δροσίζεσαι όταν με το κατεύνασμα το έχεις παρακάνει και να βρεις τις ισορροπίες σου.

1.- Άι στο διάολο, μωρέ... Αχάριστα γαϊδούρια! Όλα από μένα τα περιμένετε! Εγώ να σας πλένω, εγώ να σας μαγερεύω, να σφουγγαρίζω, να σκουπίζω... Πότε θα σας παρατήσω και θα φύγω... Να πιάσετε σκουλήκους...
- Αν επιάσανέ σε τα διαόλια σου πάλι και τρώγεσαι με τα ρούχα σου, πιες ξίδι!

2.- Και κείνη η πρόστυχη αν δεν κουνηθεί, θα σκάσει. Τί παριστάνεις μωρή; Και τα τούτα σου τα είδαμε και τα κείνα σου. Εντάξει, είσαι θεά, πώς μας μοστράρεσαι όμως έτσι, ρε παιδί μου; Άι σιχτίρ πια με το κάθε ξέκωλο...
- Να'σουν κι εσύ ξεπεταγμένη και με κότσια για τέτοια σείσματα και λυγίσματα. Όχι επειδή είσαι κομπλεξάρα να μειώνεις αυτές που μπορούν να είναι απευλεθερωμένες. Και ξέρεις κάτι; Χεστήκανε για τη γνώμη σου. Κι εγώ επίσης. Σε βαρέθηκα. Μουρμού και άμε πιες ξίδι να στρώσεις.

Υ.Γ.:Η γραφή "ξίδι" που χρησιμοποιείται εδώ αντί της πιο διαδεδομένης "ξύδι" είναι η ορθή ετυμολογικά από το "οξείδιον" ουδέτερο υποκοριστικό του επιθέτου οξύς - οξεία - οξύ, με αποβολή του αρχικού φωνήεντος και απλοποίηση της υποκοριστικής ελληνιστικών κοινών ελληνικών κατάληξη "-ιον" σε "-ι". Η παλαιότερη γραφή ήταν "ξείδι" και με απλούστεση "ξίδι". Η γραφή "ξύδι" παρεμβάλεται λόγω εσφαλμένης ορθογραφικής εντύπωσης με το "οξύς", όπου μπερδεύεται η κατάληξη με την ορθογραφία της ρίζας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλητική προσφώνηση σε ονομαστική αντί σε κλητική. Η παλαιά δεύτερη κλίση των ουσιαστικών ήταν η μόνη που στον ενικό διαφοροποιούσε το κλιτικό της επίθημα σε ονομαστική (-ος) και κλητική (-ε) από τις άλλες δύο. Το φίλος ακούγεται κάπως. Είσαι πιο τυπάκι όταν το λες και νιώθεις πιο κουλ, σου προσθέτει, όπως και να το κάνουμε, έναν αέρα κουλοσύνης παραπάνω.

Προσφώνηση που τη χρησιμοποιεί κατά κόρον ο ένας από τους δημοσιογράφους στην «Ελληνοφρένεια» προς τον μπασκίνα με τη μάσκα οξυγόνου, τη μονίμως φορεμένη για να αντέξει ως τσιράκι τόσων κυβερνήσεων... Παραπέμπει και σε στρατό (κι η αστυνομία σώμα στρατού είναι) όπου οι ανώτεροι καλούσαν τους κατώτερους με το επώνυμό τους σε ονομαστική. Έτσι η έμπνευση του δημοσιογραφίσκου του έρχεται πιο εύκολα. Και προσφώνηση τύπου στρατού, άρα φορτισμένη και που ταυτόχρονα αποφορτίζεται απ' την περίσταση και την οικειότητα που εκφέρεται. Είναι αντίστοιχη του μαλάκα (όταν δεν είναι προσβολή) ή του δικέ μου αλλά πιο εύηχη και δόκιμη: εξίσου όμως εγκάρδια.

- Έλα ρε φίλος, πώς πάει;
- Καλά ρε, εδώ βλέπεις... 101 και σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς του καρακαταξεσκίσματος. Εκεί όπου πάει κανείς να κάνει αρπαχτή, υποβαθμίζοντας αισθητικά το αποτέλεσμα της ενέργειάς του, γιατί το ζητούμενο δεν είναι η πχιότητα, κυρίες και κύριοι! Αλλά το "ό,τι φάμε - ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας". Κι αυτό γιατί οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές και μεις λίγο - πολύ απρόθυμοι να πάρουμε την πρόκληση στα σοβαρά, ξεφτιλίζοντάς την κι αυτήν κι εμάς μαζί, αφού παράγουμε εμετικό αποτέλεσμα για κράξιμο και κρώξιμο και για να μπει ο καθένας έτσι στο στόχαστρο της κάθε τελευταίας καρακατινάρας που αν και δεν μπορεί να ξεχωρίσει την ήρα απ'το στάρι, έχει δικαίωμα επ'αυτού.
Το ξεμπουρδέλεμα στην κυριολεκτική του εκδοχή χρησιμοποιείται σπανιότερα. Σημαίνει το αυτό:"βγάζω τα μάτια μου φτάνοντας στα όρια της αντοχής και της ηδονής μου". Εκεί είναι που η κάθε νοικοκυρούλα με τη μικροαστική ψευτοηθική της, λαμβάνει ξαφνικά από την υστερικά υστερημένη ζωή της από παραστάσεις, πνεύμα και πεποίθηση το δικαίωμα να κρίνει από τα εικότα, τα ειθότα, τις εικασίες και τα προσωπικά της απωθημένα. Στερημένες νοικοκυρούλες απαντώνται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και στα δύο φύλα. Δικαίωμα που ξέχασε να εφαρμόσει η ίδια στον εαυτό της και χρέος. Αυτό της ζωής. Από πίσω η Ρώμη καίγεται και το ρωμαϊκό όργιο με οθωμανικά τερτίπια συνεχίζεται. Η πράξη θεωρείται επονείδιστη και για έναν άλλο λόγο: για το ότι είναι ιατρικά παρακινδυνευμένη και με ένα σωρό αφροδίσια να κυκλοφορούν, δεν είναι ο,τι καλύτερο να εφαρμόζεται χωρίς ελεγμένους παρτενέρ και δοκιμασμένους, πράγμα που κάνει το ψώνισμά τους απαιτητική δουλειά ως προς την εύρεση συστάσεων και πλήρωση προϋποθέσεών τους.


1. - Ρε συ, τά'μαθες; Ο Μέντης ξεσπάθωσε και το'χωσε στους καθηγητές στις Σέρρες για μια παράσταση που ανέβασαν ερασιτεχνικά εκεί, το "Ποια Ελένη" των Ρέππα - Παπαθανασίου. 'Ξεμπουρδέλεμα' τη χαρακτήρισε... Να, σου στέλνω το λίνκι.
http://www.anexartitos.gr/panagiotis-mentis-xempoyrdelema-charaktirizei-ti-parastasi-poy-anevasan-ekpaideytikoi-sta-asteria-toy-dimoy-serron/
- Θένκια, φίλος. (Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει, Γιάννης πάει και τον δίνει)
2.- Καλά την είδες τη Ματίνα; Πού στον πούτσο ήταν αυτή χτες βραδιάτικο και μου το'παιζε άρρωστη κι έτσι, και τώρα μου κυκλοφορεί με το μινάκι... Αχ, δεν μπορώ... Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ...
- Πρώτον. Άκου, φίλος. Ψάξε στο κεφάλι σου για τίποτε σκληρό. Αν το βρεις, δεν είναι καρούμπαλο. Κέρατο είναι. Και σε βαραίνει. Και πολύ μάλιστα. Δύο. Εχθές ήταν σε ρέιβ πάρτι, αλά εννενήνταζ κι έτσι. Κι εκεί έγινε τρελό ξεμπουρδέλεμα. Το ξέρω απ' τον Μάκη, μού'στειλε φώτο στο βάιμπερ χτες κι ήταν κι η δικιά σου μέσα. Χαλαρά. Μη σε χαλάσει. Όλοι την έχουμε πάθει από γκόμενα. Keep calm and stay cool, φίλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά της "Ελληνοφρένειας" που μπαίνει σφήνα στην κανονική ροή των βιντεακίων. Σοκάρει, σε πιάνει εξ απήνης και δεν είναι πάντα εμφανής ο λόγος που ο τιμητής - κανονιστής σατυρικός θεματοφύλακας του άστεως και της κοινωνίας το αναγράφει. Συνήθως αφορά σε οπτικό χιούμορ, καθώς συνήθως ακούγεται κατά τη διάρκεια αυτών των σφηνών μια απόκοσμη μουσική ερεβωδών ηχητικών εφέ - σα να σκρατσάρεις σε ναϊλούρα και αυτά να παίζουν χωρίς τον ήχο τους σε σλόου μόουσσιον. Κίνηση, περίσταση για γέλια (συνήθως σε πάνελ καλεσμένος ή μη), έκφραση εκτός περίστασης, ρεπορτάζ και καλά του δρόμου είναι που φριζάρουν στο γκροτέσκο σκηνικό της σουρεαλιστικής μας ζομπινίστικης παραζάλης.

Βλέπε εικόνα.

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο εφιαλτικός ρουφηχτρώνας σκόνης χειρός, που έκανε θόρυβο, σάρωνε και ρούφαγε τα πάντα στο πέρασμά του, ακόμη και ψιλομπιχλιμπίδια. Τραγική παιδική ανάμνηση, επειδή το αγαπημένο σου μινιατουράκι σε μέγεθος πινέζας καταπλακωνόταν από την σκόνη μέσα στον κάδο του κι άντε να το βρεις μετά: εξίσου μισητό με την κανονική ηλεκτρική σκούπα σ'αυτό, πού'χε λιγότερη ακρίβεια λόγω της κατασκευής του μαρκουτσίου της στα τετραγωνικά εκατοστά. Υπήρχε και σε άλλες μάρκες (εμείς είχαμε "Bosch"), αλλά αυτή ήταν η πιο διαδεδομένη, όπως κάποτε η "Tρύλετ" για τα πιάτα και τώρα η "Ava".


- Πω, πω! Μα πριν από λίγο το πήρα! Είναι δυνατόν να μάζεψε τόση σκόνη ή έμεινε εκεί από πριν; Αχ, και τί θα κάνω τώρα;
- Μην τρελαίνεσαι... Πάρε ένα μπλακεντέκερ να βρεις την υγειά σου...

  1. Το τρυπάνι. Πάλι αυτή η μάρκα κάνει θραύση κι εδώ αν και υπάρχουν πλείστες άλλες.


- Άμε στο γέρο ν-το διάολο με τσι τρύπες σου! Έχεις γεμίσει τον τοίχο!
- Και πώς θες να το κρεμάσω τούτο νε το κάντρο μωρή, χωρίς ούπα; Αφού είναι βαρύ, δε ν-το θωρείς; Πιάσε μου το μπλακεντέκερ: Μόνο μη σκούζεις, σου είπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λιντλ στα κρητικά. Λόγω αδυναμίας εκφοράς των συμφώνων που παραβιάζουν τη φωνοτακτική ικανότητα των ελληνικών, ειδικά στο τέλος της λέξης (στα νέα ελληνικά δεν υπάρχουν διπλά καταληκτικά σύμφωνα, παρά μόνο τα "ν" και "ς" που είναι μονά), απλοποιούνται με αποβολή ή συγχώνευση όπως εδώ και με το απαραίτητο ληκτικό -ι που ανήκει στα κλιτικά επιθήματα των ονομάτων, ενδεικτικό του κλητικού παραδείγματος των ουδετέρων (κατάλοιπο κληρικού επιθήματος που κατέληξε ληκτικό από την κατάληξη -ιον, των υποκοριστικό των ελληνικών της ελληνιστικής εποχής,
πρβλ:βίβλος>βιβλίον>βιβλίο, ως ημιλόγιο δεν έγινε "βιβλί", άλλωστε ήταν επί αιώνες αξεσουάρ των καλαμαράδων - καθαρευουσιάνων - αρχαιόπληκτων - αττικιστών αυτό.
παις>παιδίον>παιδί.
άμπελος>αμπέλιον>αμπέλι.
νήσος>νησίον>νησί).
Έτσι και έχουμε λιντλ>λιντζ>λίζι ή λίντι (κατά άλλους). Δόξα τω Θεώ που υπάρχουν και οι κολλυβογράμματοι και εγκλιματίζουν τις λέξεις και τις ελληνοποιούν και δεν τις αφήνουν παράταιρες μέσα στο ελληνικό κλιτικό σύστημα, όπως οι τάχα μου δήθεν πολύγλωσσοι που ούτε την προφορά τους δεν αλλάζουν γιατί η ξένη είναι πιο γκράντε από της ψωροκώσταινας (δες την Τρέμη όταν λέει :"ας δούμε το ρεπορτάζζ", ή την Μπακογιάννη - πάει το λήμμα - όταν λέει κάτι αντίστοιχο με πολύ "σ" ή "ζ" αλλά και τη Μανωλίδου με το "σσεφ" της λες και ο ντόπιος είναι υποχρεωμένος να ξέρει τις προφορές από τις γλώσσες των όρων των οποίων τους παίρνει ως δάνειο: τέρμα παράνοια ξενοπληξίας και ξενοπάθειας - αναλογικά προς την κουλτουροπάθεια ο όρος). Έτσι η γλώσσα μας, χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους ενσωμάτωσε τα γλωσσικά δάνεια. Και τώρα ο Καπετανάκης, που'χει Ντούγκλα το μουστάκι (από τον Κερκ Ντάγκλας, μπαμπά του Μάικλ, που λάνσαρε άποψη μύστακος μεταπολεμικώς από το Χόλυγουντ), με φωνιάζει και πρέπει να πηγαίνω. Μερβεγιέ και όχι χριστουγεννιάτικα απ'το λίζι.


- Πήγε οπροχτές ο θειος σου απ'το λίζι κι επήρε μου το.
- Και τί είναι αυτό, ρε γιαγιά; Ποιος είναι ο Λίζης;
- Όι άθρωπος, σούπερ μάρκε είναι. Από κείνες σες τσι καινούργιες μαρκέτες είναι, τσι γερμανικές.
- Α, εννοείς τα λιντλ!
(καινούργια, λέμε τώρα... τώρα τελευταία γίνεται ντόρος με δαύτα)

ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: γερμανικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς μόκο, τσιμουδιά, (κάνε) τουμπεκί, σκάσε. Το μουρμού έρχεται και ως αντίθετο της μουρμούρας, της αντιμιλιάς, της κακομοιριάς, της μανιαμουνιάς. Απ' την αργκό του γέρο-Γιώργακα.


- Είντα γίνεσαι, δαφνί;
- Καλά, γέρο, εσύ πως...
- Δαφνί, εσύ μουρμού!Που να με πεις θέλει γέρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή καργιατζουλάκι. Λέξη που την λένε στα μικρά παιδιά στο χωριό μου, ειδικά τα ατίθασα, τα αεικίνητα, χωρίς όμως να είναι ξινά ή κακομαθημένα, τα γλυκοσκανταλιάρικα, αυτά που ο,τι και να κάνουν τους τα συγχωρείς όλα, και αντίστοιχης σωματικής διάπλασης (μικροκαμωμένα με σπινθηροβόλο βλέμμα).

Συνδέεται με το καλικατζαράκι φωνητικά, αλλά και με την κάργια σαν να είναι παράγωγό της. Στα Κρητικά συνδέθηκε με τον σκορπιό, αλλά η καργιατζούλα σε άλλες διαλέκτους του Αιγαίου περιγράφει χλωρίδα, όπως την τσουκνίδα.

Προσωπικά την άκουγα ως περιπαικτική λέξη με διάθεση ειρωνείας, ειδικά στο υποκοριστικό της. Στην κανονική της εκδοχή, όταν δεν αναφέρεται σε παιδιά, σχετίζεται με κάτι κακό που σκαρώνεται από κιανέναν αξανάκωλο και έχει ανησυχητική χροιά.


1.- Γιάλε το, γιάλε το, το καργιατζουλάκι, απού'ναι πέντε πιθαμές, μα έχει γλωσσαράκι... (Γιάλε: μωρουδίστικη εκφορά του "διάλε")
2.- Εγροίκησές το, ίντα γίνηκε οψές;
- Πράμα δε γ-κατέχω.
- Ο Μιχαλιός του κυρ - Θωμά, εκαβαλίκεψε το μουρέλο και μπαλώτεψε τον αυλόγυρο. Φωθιά και λάβρα γίνηκε η εκκλησιά.
- Χίλια καζίκια του κώλου ντου, για καργιάτζουλας.

Επίσης, γράφεται και καριάτζουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην είσαι, κρυόκωλος, μίζερος, μυγιάγγιχτος,ανέραστος, καταστροφολόγος, γκαντέμης, ψωφολόγος και πρηξαρχίδης και το παίζεις ιστορία χωρίς λόγο. Με λίγα λόγια αυτός που το ζορίζει πολύ το πράγμα, σκέφτεται πολύ και συχνά για όλους και για όλα και δεν αφήνει τη ζωή να συμβεί φυσικά και το μέλλον να έρθει. Μονίμως ανησυχεί, μεγεθύνει καταστάσεις λόγω της φοβίας του και από τις υπερβολές του καθίσταται ανυπόστατος, για να μην σχολιαστούν τα επιχειρήματά του. Ειδικά όταν θέλει να αποφύγει συναναστροφές που εκείνος εξ αρχής επιδίωξε αλλά στο τέλος του στραβώσανε και δεν ξέρει πώς να την κάνει γυριστή καλύτερα.
Έκφραση που συνδέει αυτόν τον τύπο ανθρώπου με την εύθραυστη ανεμελιά του γκέι που αν και ανυπόστατη και κοινωνικά πλεονέκτρα με αιτήματα κατοχύρωσης, δεν είναι σε θέση να τη διασφαλίσει γιατί αυτό θα βάλει ταφόπλακα στην ανεμελιά του. Είναι που είναι κανείς ανάποδος, μη γίνεται και κοινωνικά πιο ανυπόφορος απ' αυτό που ήδη είναι, παροτρύνει το λήμμα ως ειρωνική συμβουλή.


- Έλα ρε! Το ψήνεις για κάνα θέατρο το σ/κ;
- Ναι, αμέ. Για πες...
- Έμαθα για μια γαμάτη παράσταση στου Ψυρρή, με κάτι βαρεμένους που περιμένουν στην αναμονή τον ψυχανομαλιαναλυτή τους, αλλά τελικά δεν έρχεται και αποφασίζουν να ψυχαναλυθούν μεταξύ τους! Το τί γίνεται, δεν περιγράφεται! Θα ρίξουμε γέλια...
- Ωχ.. Άσε ρε... Είμαι και ψιλοάφραγκος... Είχε κι η μάνα μου μπλεξίματα με ψυχαναλυτές και δε γουστάρω. Δε νομίζω να μ'αρέσει...
- Άντε ρε, μην είσαι γκέι, δεν έχουμε πει; Η κυρα - Νούλα μπλεξίματα με ψυχαναλυτές;; Από που κι ως που ψυχολογικά η μάνα σου και ντράβαλα;
- Όχι ψυχολογικά... Γκομενικά. Είναι το βίτσιο της αυτοί.
- Α, καλά... Ο,τι να'ναι. Τέλος πάντων, εγώ σου λέω να μην είσαι γκέι κι έλα να περάσουμε καλά. Πες πως έγινε σε κάναν άλλο.
- Θα το σκεφτώ, αλλά δε σου υπόσχομαι...
- Πόσο μου τη σπας όταν μου το παίζεις ιστορία, ρε πούστη μου... Σου την κερνάω εγώ, να σου φύγει κι η έγνοια για τα φράγκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified