Σλανγκιά της "Ελληνοφρένειας" που μπαίνει σφήνα στην κανονική ροή των βιντεακίων. Σοκάρει, σε πιάνει εξ απήνης και δεν είναι πάντα εμφανής ο λόγος που ο τιμητής - κανονιστής σατυρικός θεματοφύλακας του άστεως και της κοινωνίας το αναγράφει. Συνήθως αφορά σε οπτικό χιούμορ, καθώς συνήθως ακούγεται κατά τη διάρκεια αυτών των σφηνών μια απόκοσμη μουσική ερεβωδών ηχητικών εφέ - σα να σκρατσάρεις σε ναϊλούρα και αυτά να παίζουν χωρίς τον ήχο τους σε σλόου μόουσσιον. Κίνηση, περίσταση για γέλια (συνήθως σε πάνελ καλεσμένος ή μη), έκφραση εκτός περίστασης, ρεπορτάζ και καλά του δρόμου είναι που φριζάρουν στο γκροτέσκο σκηνικό της σουρεαλιστικής μας ζομπινίστικης παραζάλης.

Βλέπε εικόνα.

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς του καρακαταξεσκίσματος. Εκεί όπου πάει κανείς να κάνει αρπαχτή, υποβαθμίζοντας αισθητικά το αποτέλεσμα της ενέργειάς του, γιατί το ζητούμενο δεν είναι η πχιότητα, κυρίες και κύριοι! Αλλά το "ό,τι φάμε - ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας". Κι αυτό γιατί οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές και μεις λίγο - πολύ απρόθυμοι να πάρουμε την πρόκληση στα σοβαρά, ξεφτιλίζοντάς την κι αυτήν κι εμάς μαζί, αφού παράγουμε εμετικό αποτέλεσμα για κράξιμο και κρώξιμο και για να μπει ο καθένας έτσι στο στόχαστρο της κάθε τελευταίας καρακατινάρας που αν και δεν μπορεί να ξεχωρίσει την ήρα απ'το στάρι, έχει δικαίωμα επ'αυτού.
Το ξεμπουρδέλεμα στην κυριολεκτική του εκδοχή χρησιμοποιείται σπανιότερα. Σημαίνει το αυτό:"βγάζω τα μάτια μου φτάνοντας στα όρια της αντοχής και της ηδονής μου". Εκεί είναι που η κάθε νοικοκυρούλα με τη μικροαστική ψευτοηθική της, λαμβάνει ξαφνικά από την υστερικά υστερημένη ζωή της από παραστάσεις, πνεύμα και πεποίθηση το δικαίωμα να κρίνει από τα εικότα, τα ειθότα, τις εικασίες και τα προσωπικά της απωθημένα. Στερημένες νοικοκυρούλες απαντώνται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και στα δύο φύλα. Δικαίωμα που ξέχασε να εφαρμόσει η ίδια στον εαυτό της και χρέος. Αυτό της ζωής. Από πίσω η Ρώμη καίγεται και το ρωμαϊκό όργιο με οθωμανικά τερτίπια συνεχίζεται. Η πράξη θεωρείται επονείδιστη και για έναν άλλο λόγο: για το ότι είναι ιατρικά παρακινδυνευμένη και με ένα σωρό αφροδίσια να κυκλοφορούν, δεν είναι ο,τι καλύτερο να εφαρμόζεται χωρίς ελεγμένους παρτενέρ και δοκιμασμένους, πράγμα που κάνει το ψώνισμά τους απαιτητική δουλειά ως προς την εύρεση συστάσεων και πλήρωση προϋποθέσεών τους.


1. - Ρε συ, τά'μαθες; Ο Μέντης ξεσπάθωσε και το'χωσε στους καθηγητές στις Σέρρες για μια παράσταση που ανέβασαν ερασιτεχνικά εκεί, το "Ποια Ελένη" των Ρέππα - Παπαθανασίου. 'Ξεμπουρδέλεμα' τη χαρακτήρισε... Να, σου στέλνω το λίνκι.
http://www.anexartitos.gr/panagiotis-mentis-xempoyrdelema-charaktirizei-ti-parastasi-poy-anevasan-ekpaideytikoi-sta-asteria-toy-dimoy-serron/
- Θένκια, φίλος. (Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει, Γιάννης πάει και τον δίνει)
2.- Καλά την είδες τη Ματίνα; Πού στον πούτσο ήταν αυτή χτες βραδιάτικο και μου το'παιζε άρρωστη κι έτσι, και τώρα μου κυκλοφορεί με το μινάκι... Αχ, δεν μπορώ... Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ...
- Πρώτον. Άκου, φίλος. Ψάξε στο κεφάλι σου για τίποτε σκληρό. Αν το βρεις, δεν είναι καρούμπαλο. Κέρατο είναι. Και σε βαραίνει. Και πολύ μάλιστα. Δύο. Εχθές ήταν σε ρέιβ πάρτι, αλά εννενήνταζ κι έτσι. Κι εκεί έγινε τρελό ξεμπουρδέλεμα. Το ξέρω απ' τον Μάκη, μού'στειλε φώτο στο βάιμπερ χτες κι ήταν κι η δικιά σου μέσα. Χαλαρά. Μη σε χαλάσει. Όλοι την έχουμε πάθει από γκόμενα. Keep calm and stay cool, φίλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα μπαζοπαίχνιδα (χαρτοπαίγνια μπαζών - αναφέρονται ενδεικτικά τα εξής: κούπες, μπαστούνια, μπριτζ, πρέφα, μπελότα κ.λπ) που παίζονται είτε με άξονες (δύο ομάδες με δύο συμπαίκτες η καθεμιά, όπου ο ένας συμπαίκτης κάθεται απέναντι απ τον άλλο - εξαίρεση αποτελεί η πρέφα που παίζεται με τρία άτομα, δύο στη μια ομάδα και ένας μόνος του), είτε ο κάθε παίκτης μόνος του με τους υπόλοιπους τρεις ως αντιπάλους, αναλόγως το παιχνίδι, με κάποιον τρόπο έχει οριστεί μια φυλή από τις τέσσερις της τράπουλας (σπαθιά, καρά, κούπες, πίκες, αλλιώς λέγονται και χρώματα) ως ατού, δηλαδή ως φύλλα που άμα εμφανιστούνε σε κάποια μπάζα, κερδίζουν όλα τα υπόλοιπα ως τα ισχυρότερα (ένα ατού χάνει μόνο από ένα ισχυρότερό του).

Προϋπόθεση σε αυτά τα παιχνίδια είναι πως όλοι ακολουθούν στο χρώμα του παίκτη που ξεκίνησε πρώτος την εκάστοτε μπάζα (δημιουργία σωρού με τέσσερα φύλλα τη φορά) κάτι που είναι νόμος και ο βασικός κανόνας παιχνιδιού. Αν όμως το χέρι κάποιου παίκτη είναι σικάν σε κάποιο χρώμα (έχει παντελή έλλειψη σ 'αυτό) και δεν μπορεί να ακολουθήσει, μπορεί να ρίξει ένα ατού και να κερδίσει την μπάζα. Αυτή η παρεμβολή, που γίνεται αναγκαστικά με διαφορετικό χρώμα από αυτό που ξεκίνησε η μπάζα (και επιλέγει ο παίκτης να παρεμβληθεί με ατού) λέγεται 'κόψιμο με ατού' ή 'τσάκισμα' και ο παίκτης που το κάνει λέμε ότι 'κόβει' ή 'τσακάει'.


- Γελάν και τα μουστάκια σου!
- Πώς να μη γελάνε... Εκεί που το παιχνίδι έμοιαζε χαμένο , ξαφνικά μας σκάει με τον συμπαίκτη 10φυλλη πίκα, είχαμε και ονέρ και το παίξαμε σλεμ... Ε, εντάξει... όλην την ώρα τσακάγαμε... Μας στραβοκοίταζαν οι άλλοι, σκέφτονταν "δεν μπορεί", σαν να ήταν η ντόνα σικέ.
- Έ, αφού τού' κοψε του Μάκη να σου κάνει τσάκισμα, αν είχες το μακρύ χέρι (εν. στα ατού), στα άλλα σου φύλλα (εν.τα μη ατού, που όμως είναι και αδύναμα με μικρές πιθανότητες για να κερδίσουν μπάζες), και στους αντιπάλους με το κοντό του, πάλι καλά... Την νίκη την είχατε στο τσεπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευτοφαινόμενο τύπου "γλώσσεψα την μπέρδα μου", με διάθεση αυτολογοκρισίας από τον ομιλητή, για να μην ακουστεί η λέξη που περιγράφει τη διαδικασία του "στραγγίγματος", δηλαδή της ούρησης. Προέρχεται από εποχές που ήταν μπας κλας να βρίζεις και να αναφέρεσαι με όποιον τρόπο στη γενετήσια περιοχή και στα πέριξ αυτής και στις λέξεις που περιγράφουν λειτουργίες - διαδικασίες της, ιδίως τα μικρά παιδιά που κάποτε ήταν πράγματι παιδιά και φέρονταν ως τέτοια και επειδή η καρδιά τους δεν πήγαινε να μιλήσει τόσο σκληρά (τα "κατουρώ - χέζω", έπαιζαν ως "πιπί - κακά" για πολλά χρόνια μέχρι και τη μέση εφηβεία), αλλά και επειδή η αγωγή του καλού και καθωσπρέπει παιδιού μετρούσε κι επαινούταν, με αποτέλεσμα να μη θέλουν να απογοητεύσουν το περιβάλλον τους με αντίθετες συμπεριφορές. Έτσι γίνεται και αυτοσαρκασμός, και χαβαλές και αποφορτίζεται η ένταση ενός παραπόνου.
Το να κατουρήσει κάποιος τα παλιά χρόνια σε ένα πηγάδι, που για τα χωριά μέχρι και πρόσφατα ήταν η μοναδική πηγή πόσιμου νερού, κατευθείαν από τον υδροφόρο ορίζοντα, λογιζόταν ως απαράδεκτο, γιατί την μόλυνε και μετά έπρεπε να αναζητηθεί άλλο πηγάδι ή άλλη φλέβα που θα οδηγούσε σε άλλο τμήμα του υδροφόρου, μη ρυπασμένου. Μετά την ανακάλυψη του ένοχου, επερχόταν μπανάρισμα από την τοπική κοινωνία, προς παραδειγματισμό. Έτσι η φράση:"στο πηγάδι κατούρησα", σημαίνει πως μένω στην απ'έξω, αποκλείομαι από ένα μυστικό, από μια δραστηριότητα, από μια ομάδα και έτσι κοινωνικά τίθεμαι στο περιθώριο. Χρησιμοποιείται και από κοινωνικές ομάδες εθισμένες στο "μπινελίκιον" (σε όποιο βαθμό, από το μικροαστικό μέχρι το λιμενεργατικό - φορτιγατζήδικο) προς μετριασμό του γλωσσικού βόθρου και χάριν χαριτωμενιάς, εκτός κι αν θεωρείται πολύ φλώρικο ή γουτσίστικο.


1.- Ψιτ! Θα σου το πω, αλλά μην το πεις στις άλλες ότι σου το'πα και προπαντώς στην Κατερίνα, γιατί για κείνη πρόκειται... Της αρέσει ο Βασίλης, αλλά επειδή ξέρει ότι σου αρέσει κι εσένα απ'την παρέα και θ'αρχίσεις να φωνάζεις και δε θα της άφηνες και περιθώρια να κινηθεί κάτω απ'τη μύτη σου, σ'άφησε στην απ'έξω επίτηδες ένα μήνα τώρα!
- Α,ναι; Κι εγώ στο κατούρι πηγάδησα δηλαδή; Ωραία φίλη είσαι κι εσύ που τώρα το θυμήθηκες να μου το πεις... Τί φίλη, δηλαδή; Φίδι!
2.- Τί θα γίνει ρε παιδιά; Εγώ όλο τελευταίος θα μαθαίνω τα νέα; Κερατάς, κερατάς; Πάλι πριν από λίγο έμαθα για το γήπεδο. Εμένα γιατί δε με καλέσατε; Στο κατούρι πηγάδησα να 'ουμ'; Όλοι οι υπόλοιποι μαζί και ο ψωριάρης χώρια;
- Χέσε μας, μας ρε μαλάκα που θέλεις και πρόσκληση προεδρική! Να έπαιρνες τηλέφωνο να μάθαινες. Δεν ήξερες, δε ρώταγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμπέλι που δεν έχουν περιφράξει κι απ'όπου μπορεί ο καθένας να μπαινοβγαίνει και να κάνει ο,τι θέλει. Να κλέβει αμπελόφυλλα, σταφύλια κι ο,τι άλλο βρει. Αναφέρεται σε ανθρώπους που εγκαταλείπουν την ιδιοκτησία τους και δεν τη διαχειρίζονται με αποτέλεσμα να γίνεται βορά εισβολέων. Κατ' επέκταση σε ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρει να διαχειριστούν τίποτε, ούτε και την ίδια τη ζωή τους ακόμη γιατί βαριούνται που τη ζουν και πάντα βρίσκουν μια βολική, ισχυρή και αδιάσειστη γι'αυτούς δικαιολογία για το ότι έχουν καταντήσει τη ζωή τους ξέφραγο αμπέλι και δεν τους νοιάζει πως να ζουν. Μοίρα όλων αυτών των καταστάσεων η ερημιά, η κατάντια, η καταστροφή. Ένα ξέφραγο αμπέλι είναι μίζερο πράμα που το'χει γεννήσει ένα πιο μίζερο, ακοινώνητο και κομπλεξικό μυαλό που ωθεί τα ίδια τα σέα και τα μέα του στην εγκατάλειψη, λόγω ανικανότητας αυτοδιαχείρησης και αυτοελέγχου. Συχνά οι ίδιοι ανίκανοι για διαχείριση είναι αυτοί που συνειδητοποιούν την κατάσταση αυτή που οφείλεται σε κείνους, μόνο και μόνο για να μπορούν να την κριτικάρουν έντονα και να την αποστρέφονται για να'χουν κάτι να κλαψουρίζουν, βρε αδερφέ και να ικανοποιούν την έμφυτη κλαψομουνίαση και κακομοιριά τους. Ζητάνε έτσι κηδεμόνες για τη διαχείρισή της και αυτών των ίδιων και να απαλλαγούν από το βάρος των ευθυνών του ξέφραγου αμπελιού που δεν είναι άλλο από τον εαυτό τους. Ποιος νοήμων άνθρωπος εγκαταλείπει το ένα και μοναδικό του χωρίς να έχει βρει κάτι άλλο, καλύτερο; - εκτός κι αν πάσχει από το αμάρτημα της οργής και στρέφεται κατά των εντέρων του, τρώγοντας τα λύσσακά του. Το ξέφραγο αμπέλι ή αλλάζει ή βουλιάζει, mes amis. Tschüss!


1. "Κοίτα τα εδώ τα σκουπίδια... Έχουν πνίξει τη φιλοσοφική και το αεροδρόμιο της Ζακύνθου... Ξέφραγο αμπέλι εδώ, ξέφραγο αμπέλι παντού, όλη η χώρα!"
2. "Τη μια είναι ο Τάκης, την άλλη είναι ο Μάκης, την άλλη θα είναι ο Σάκης; Τί θα γίνει στη ζωή σου, μωρή, με τόσους γκόμενους να μπαινοβγαίνουν; Ξέφραγο αμπέλι την έχεις καταντήσει... Μην απορήσεις αν βρεθείς σε κάνα χαντάκι μ'όλους αυτούς τους άχρηστους που μπλέκεις...

ψυχοπάθεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αλτσχάιμερ (είδος άνοιας) όπως το προφέρουν οι γέροι και γενικώς άτομα μη κοσμοπολίτικα και κοινωνικά υστερημένα από ερεθίσματα ξένων γλωσσών, με αποτέλεσμα η αντιληπτική τους ικανότητα σε φθόγγους ή σε συμφωνικά συμπλέγματα που δεν υπάρχουν στα ελληνικά, να είναι περιορισμένη κι έτσι αυτομάτως ανιχνεύεται η πλησιέστερη μορφή άρθρωσης προς την πρωτότυπη που μπορεί να επιτευχθεί. Η φωνοτακτική ικανότητα που διέπεται από τους περιορισμούς της γλώσσας - στόχου ένταξης της πρωτότυπης ξενόφερτης λέξης αυτομάτως δρα ελληνοποιητικά προς τις ξένες λέξεις. Στα στόματα των απλών ομιλητών αυτή η διαδικασία συμβαίνει αυθόρμητα και αυτό το 'φίλτρο φωνημάτων' ενεργοποιείται αυτόματα, σε αντίθεση με τις προσπάθειες των καλαμαράδων που και διαβασμένοι είναι και σπουδαγμένοι, άρα αυτό το φίλτρο το εφαρμόζουν και με υπερβολές και χωρίς να αποφεύγουν οι παλιότεροι τις καθαρευουσιάνικες υπερδιορθώσεις αστισμού.


- Ίντά'παθε η Κούλα και πιαίνει ετσά;
- Δε ν- τά'μαθες; Έχει ατσχάι.
- Ίντά'χει;
- Ατσχάι μωρέ - δε γ-κατέω πως διάολο το λένε... Ετσέ το λένε οι γιατροί. Μαλάκυνση που λέμε...
- Αλήθεια δα, οι γιατροί με τα λοξά και τα παράξενά τωνε...

Προτείνεται γενική 'του ατσχαγιού', όπως του τσαγιού και είναι ευτράπελος όρος για την ασθένεια που περιγράφει γιατί λήγει σε 'χάι' (το "-μερ" έχει πάει περίπατο. Και δύσηχη λέξη είναι με τόσο συνωστισμό συμφώνων και δυσπρόφερτη, όπου το "-μερ" δε συγκρατείται και λόγω πολυσυλλαβίας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που προσκαλεί - προκαλεί συμπαίκτη χαρτοπαιγνίων και ταβλαδοπαιγνίων να χάσει πανηγυρικά. Προμηνύει και διαφημίζει ρέντα, πράγμα που συνιστά απροκάλυπτη ύβρη καθώς την τύχη κανείς δεν μπορεί να την πάρει εργολαβία. Η ήττα είναι επώδυνη, ιδίως όταν είναι συνεχόμενη, σαν να τις έχεις φάει. Γι' αυτό και ο ηττημένος εκτός από την πεπληγμένη αξιοπρέπειά του, περιφέρει βαρέως και το εξαντλημένο σαρκίο του που η μοίρα του φέρθηκε τόσο σκληρά, χωρίς να αποκλείονται κι ένα τσουβάλι νεύρα από μέρους του.
Χαρακτηριστικό πάντως είναι ότι στο μπριτζ τα ακριβά συμβόλαια που συνάπτουν και ανακοινώνουν τις μπάζες που θα κάνει ο υποψήφιος εκτελεστικός άξονας εκ των προτέρων κατά τη φάση της αγοράς όπου και ορίζεται ποια φυλή θα είναι ατού ή αν δε θα υπάρξει ατού, τα συμβόλαια λοιπόν που κλείνονται και ορίζουν 12 ή 13 μπάζες λέγονται μικρό (small) ή μεγάλο (grand) χαστούκι (slam)! Είναι μια δήλωση τρομοκρατική από άποψη ψυχολογίας γιατί ρίχνει το ηθικό του αντιπάλου άξονα, λόγω του ότι περιορίζει τις πιθανότητες να τους βάλει μέσα στο συμβόλαιο (μα καλά, τί φύλλα έχουν;), άρα και να οργανώσουν αποτελεσματική άμυνα, ειδικά άμα δεν τα έχουν πάει και πολύ καλά σε προηγούμενα παιχνίδια, τους έχουν ψιλοδείρει δηλαδή κι έτσι τριτώνει το κακό.


- Έλα να σε δείρω!χαχαχα!
- Όχι, να μου λείπει... Μου αρκεί που δε σταύρωσα κόλπο σήμερα, να μην τριτώσει το κακό... Να μου λείπει το βύσσινο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος δε βάζει μυαλό, είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως και τα ρέστα παγωτό, άμα λάχει να 'ουμ', αποτελεί πηγή έμπνευσης μυρίων χαστουκίων εις βάρος του, μπας και στρώσει. Ο επιθετικός προσδιορισμός εδώ δηλώνει τρόπο, δηλαδή για χαστούκια ακατάσχετα, ασύστολα, καταιγιστικά, άτσαλα, εμμονικά, δυνατά, εξοργιστικά και σοκαριστικά προς τον με-το-βλέμμα-το-βαθύ-της-κότας αποδέκτη. Μπορεί όμως και το έξυπνο πουλί από τη μύτη να πιαστεί και να κάνει μια γκάφα ολκής, που ισοδυναμεί με πολλές μικρότερες και αυτή να επισύρει πολλά και τρελά χαστούκια ως ποινή. Το χειρότερο είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση τις περισσότερες φορές υπάρχει συναίσθηση της γκάφας πριν καλά καλά αυτή γίνει λόγω των αστάθμητων παραγόντων που ο δράστης μεν δεν αγνοεί την ύπαρξή τους, αλλά από την άλλη δεν ξέρει και πως να προφυλαχθεί απ'αυτούς.


1.- Μου χύθηκε το κρασί!
- Αμάν μωρέ, γαμώτη μου, μέρα που είναι!... Σ' έστειλα, να φέρεις κρέας και πήρες απ'το λαιμό, συμπλήρωσες την τσικουδιά με νερό, το'βαλες να ψήσεις ελληνικό σήμερα, σε λίγο η γαλοπούλα θα βγει κι αυτή από τα λιντλ! Δεν υποφέρεσαι πια με τόσες γκάφες!Δε σ'αντέχω άλλο!Δεν είσαι άξιος για τίποτα!Είσαι για τρελά χαστούκια!!!
2.- Έλα ρε μαλάκα, τί έγινε της μίλησες;
-Όχι... Και να φανταστείς τί προετοιμασία είχα κάνει, τί πρόβες, ολόκληρο διάλογο, κι άμα.μου πει τί να τις απαντήσω, με χίλιες δυο εκδοχές... Μέχρι και λόγο ετοίμασα... Να!... Όλα στράφι... Δεν ξέρω, ρε...Μόλις την είδα, τα'χασα! Είναι πολύ όμορφη... Φοβάμαι... Είναι θεά και δεν κάνει για μένα... - Αψού είχε εκδηλώσει κι εκείνη ενδιαφέρον... Καλά μιλάμε είσαι για τρελά χαστούκια. Ελπίζω να το ξέρεις.
- Ότι είμαι, είμαι...Δείλιασα... Δεν πειράζει... Την επόμενη φορά. Ξέρω που συχνάζει και θα'μαι και πιο έτοιμος. Όλο και κάτι μπορεί να δώσει την αφορμή και να το κάνει πιο εύκολο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κουραδόμαγκας, χεζόμαγκας

Ο μάγκας που όμως κλάνει μέντες μόλις τα δει σκούρα. Ο ντεμέκ μάγκας, αυτός που κάνει τη φυσική ανάγκη που περιγράφει το πρώτο συνθετικό, συνήθως χωρίς να προλάβει να κατεβάσει το βρακί του γιατί μονίμως πιάνεται εξ απήνης κι όχι στην τουαλέτα και καταλήγει βρωμόμαγκας. Αυτός που κάνει τις μαγκιές του εκεί που τον παίρνει και τον σηκώνει - πάντα, αλλά αποφεύγει να τα βάζει μ' ανωτέρους του για να μην τον πάρει και τον σηκώσει- ο διάολος πρώτα πρώτα... Φεύγει πάντα στην πρώτη στραβή - δυσκολία κι ειδικά όταν έχει εμπνεύσει κύρος, εξουσία και το παίζει και κουλ - τρομάρα του - δεν τονε νοιάζει να φύγει και να τσι παρατήσει ούλους τσι συνεργούς του σύξυλους κι ας βγάλουνε μόνοι τωνε την άκρια των... Η χειρότερή του είναι όταν έχει υποτιμήσει έναν κίνδυνο και τελικά μόλις πάει να τον αντιμετωπίσει, φαντάζει ανυπέρβλητος και τότε την κάνει... Η μυρουδιά πάντα τον ακολουθεί και η κοπρά πάντα σπιλώνει κι αμαυρώνει απού τ'όνομά ντου ως τα παντελόνια ντου κι ετσέ ξεχωρίζει απού τσ' άλλους μάνγκιες...

- Ήμαστε με τον Αργύρη. Κόλλαγε μαγκιές στον αρχηγό της άλλης παρέας κι ήρθαν και μας την πέσανε... Λοστοί, σιδερογροθιές κι ό, τι μπορεί να φανταστεί ο νους σου είχαν στα χέρια τους... Και κείνος ως συνήθως, άφαντος... Έγινε καπνός, ο πούστης, αφού πρώτα μας άναψε φωτιές να καθαρίζουμε μετά για πάρτη του...Άσε, το πως γλυτώσαμε ένας Θεός το ξέρει... Το μαλάκα, που να μην μπορεί να χέσει και να τον πνίξει το σκατό!
- Μην κάνετε παρέα μ' αυτόν το χεζόμαγκα, δε σας έχω πει; Να σας μπλέξει σε τίποτα ιστορίες πιο περίεργες.. Όσο για το σκατό, μείνε ήσυχος, με την ευκοίλια που έχει το σερβιρίζεται κι όλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυαλιά οράσεως με χαρακτηριστικούς, υπερβολικά χοντρούς και αντιαισθητικούς φακούς που συνήθως καλύπτουν περισσότερα προβλήματα όρασης από τη μυωπία (μυωπία, αστιγματισμό, στραβισμό) σε έναν ασθενή, ή υψηλή/κακοήθη μυωπία (που μπορεί να εξελιχθεί σε καταρράκτη).

Συνήθως επιβαρύνουν αυτόν που τα φοράει λόγω του βάρους του σκελετού και τον αδικούν εμφανισιακά, κάνοντάς του τα μάτια, λόγω της υπερβολικής διάθλασης της σύνθετης εσωτερικής επιφάνειας τους, να φαίνονται υπερβολικά μικρά (στους πολύ ενισχυμένους φακούς) ή γενικώς μικρότερα του πραγματικού τους μεγέθους. Τώρα πλέον με την εξέλιξη στην οπτομετρική και στην κατασκευή των γυαλιών οράσεως τίθενται υγρά φίλτρα ενισχυμένα με πολύ λεπτές στρώσεις υάλων ποικίλης προέλευσης για να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα με το ελάχιστο δυνατό πάχος φακού. Έτσι τα ματομπούκαλα είναι εν πολλοίς παρελθόν. ματομπούκαλα


Συνθ. λέξη εκ του μάτι (ματ-), δείκτη σύνθεσης -ο- και μπουκάλι (μπουκαλ- με κλητικό επίθημα α). Συνώνυμο τα πατομπούκαλα, όπου εδώ ειρωνικά αναφέρεται πως κάποιος έχει χρησιμοποιήσει για γυαλιά τους πάτους (α'συνθ.)γυάλινων μπουκαλιών (β'συνθ.) που είναι χοντροί σαν τα αντιαισθητικά αυτά γυαλιά (από το πάτος και μπουκάλι).

Δύο φίλοι σε ένα μπαρ συζητούν:
- Κοίτα εκεί πίσω, με τρόπο.
- Ναι, τί; Ωραίο γκομενάκι.
- Όχι, όχι αυτήν, τη διπλανή...
- Ποιαν; Αυτή με τα ματομπούκαλα;
- Σσσσσς! Μην καρφώνεσαι! Ναι, αυτή!. Μ' έχει σταμπάρει με τα πατομπούκαλά της... Απορώ τί να έχουν από πίσω άραγε;...
- Κουκουτσόσπορους, δε βλέπεις;

ματομπούκαλα... ...πατομπούκαλα

Got a better definition? Add it!

Published