τραϊτόρος, η

Μια από τις σπάνιες περιπτώσεις στην ελληνική γλώσσα, όπου το γραμματικό γένος δε συνάδει με το βιολογικό, όπως στις λέξεις "αντράρα", όπου και εννοούμε τον άντρα με υπερφυσικές σχεδόν διαστάσεις και ιδιότητες, με το μεγεθυντικό επίθημα - άρα που επετείνει το νόημα της λέξης και προσδιορίζει το αντίστοιχο του αρχικού αλλά αρκετά μεγαλύτερου απ' αυτό σε μέγεθος (πόδι>ποδάρα, κώλος>κωλάρα, πρόβλημα>προβληματάρα, κομπλεξικός>κομπλεξάρα, ψώνιο> ψωνάρα κ.λπ) και "κόμματος" , που αν και γένος αρσενικού απευθύνεται μετά περισσής αδρότητος, αλλά με ακρίβεια στη σεξουαλική αναστάτωση που μπορεί να εγείρει ένα μεγάλο καλοφτιαγμένο κομμάτι θηλυκού γένους (συμπεριλαμβανομένων των πιασιμάτων που μπορεί να έχει).
Στους κανόνες αυτής της αναστροφής γενών, όπου το αρσενικό γίνεται θηλυκό και το θηλυκό αρσενικό, έγκειται και η λέξη "τραϊτόρος" που αν και κάποτε απότιε φόρο τιμής ως τίτλος στον κάτοχό της, σήμερα είναι πολύ δύσκολο να τη συναντήσει κανείς. Αφορμή για τη λημματογράφηση δόθηκε από ηρώο πεσόντων που κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, είχαν σταλεί τάγματα εθελοντών Κρητικών για να συμπαρασταθούν στην εκεί εμπόλεμη κατάσταση και ο τίτλος φέρει θηλυκό γένος. Σύμφωνα με το λατινοελληνικό λεξικό του Στεφάνου Κουμανούδη το ρήμα trajicio σημαίνει υπερβαίνω, κάνω υπέρβαση, κατ' επέκταση προβαίνω σε ηρωικές και ριψοκίνδυνες πράξεις, αδραγανθήματα και trajector-is ο αδραγανθηματοποιός κατ' επέκταση. Έτσι, η τραϊεκτόρος, ή τραϊτόρος (με μετάκλιση από την 3η στη 2η παραδοσιακή ονοματική κλήση κατά την ελληνοποίηση και ίσως επειδή μεσολάβησε ενδιάμεσο στάδιο στα λαϊκά λατινικά της λέξης ως trajecturus/trajectorus-i) κατέληξε να σημαίνει από αυτόν που διαπερνά και διατρυπά, τον παλληκαρά που προκαλεί μονίμως επιπλοκές και βλάβες στον εχθρό με τις εμπλοκές και τις επεμβάσεις του, φέροντας έτσι εις πέρας αποτελεσματικά τις υπηρεσίες του προς το έθνος που μπορεί να περιλαμβάνει και κατασκοπευτικές ενέργειες. Σήμερα αν τυχόν γίνει χρήση αυτής της λέξης, υπάρχει έντονα η περιπαικτική διάθεση του ομιλητή προς αυτόν που απευθύνεται για τον ηρωισμό κάποιου συνανθρώπου του και ιδίως παιδιού όπως φανερώνεται το ποιόν του μέσα από το παιχνίδι στις αλάνες και γενικώς στα ομαδικά παιχνίδια. Δεν υπάρχει λόγος ηρωισμού εν καιρώ ειρήνης άλλωστε, ούτε αδραγανθημάτων κι ο πολεμιστής, υπεραντιδραστικός πιτσιρίκος στολίζεται φαρδιά πλατιά μ' αυτόν τον βαρύνοντα κατά τ' άλλα πολεμικό τίτλο.

- Ακούεις τα κοπέλλια πώς ε- κάμουνε; Κείνονά του Μάκη, γιάε το, πολεμά να γενεί ανώτερο κι απ΄το Θεό...
- Ναι, τον Κούλη λέεις; Είναι αυτός ένα μιαρό (ζιζάνιο)... Όντεν έρχουνται τα πλια μεγάλα από τον πάνω μαχαλά και ξεσυνορίζουνται τούτανά τα μικιά, κείνοσές βγαίνει ομπρός...Η παρέα ντου τό' χει να το λέει πως είναι η τραϊτόρος τωνε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός,-η,-ό που παραπέμπει σε τρολ, όπως το ορίζουν τα σκανδιναβικά ήθη κι έθιμα. Αναφέρεται σε άτομο αντίστοιχων ιδιοτήτων, με αντίστοιχη έκφραση στο πρόσωπο, δηλωτικής του άι κιου του πράγμα που συμπεραίνεται από τα λεγόμενα και τα πεπραγμένα του. Η σύγχρονη μόδα απαιτεί μια παρέα να έχει οπωσδήποτε ένα τρολίκι σε ρόλο γελωτοποιού για να σπάνε οι άλλοι πλάκα με τα καμώματα και τα φερσίματά του(Παρ.2). Κάποιες φορές όμως ο συνωστισμός τους είναι ενοχλητικός, όταν τρολίκια =/> (ίσα ή μεγαλύτερα) άτομα παρέας(Παρ.1). Εξαρτάται το αν είναι ευπρόσδεκτα ή όχι αναλόγως των επικοινωνιακών περιστάσεων. Αυτοί συνίσταται να είναι παρόντες για πλάκα. Σε σοβαρά μητινγκ μπορούν να σε ξεφτιλίσουν. Ο αριθμός συσσώρευσής τους παίζει σημαντικό ρόλο ως προς το ζητούμενο παραγόμενο αποτέλεσμα. Η σημασιολογική χροιά της λέξης κυμαίνεται από βρισιά έως αστειότητα. Συνώνυμα: μόγκολα, πίκπα.


1.- Θά' ρθεις σήμερα σινεμά; Θά'ναι η Καίτη, ο Βρούτος, ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης και ο Πάτρικ... Είσαι;
- Άσε με μωρέ, που θα βγω με τα τρολίκια...
2.- Πω, ρε ο Στέφανος δεν παίζεται... Να τον πάρεις στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου!
- Έλα ρε, φέρ'τονα σήμερα το παλιοτρολίκι να γελάσουμε... Θα κόψουμε φλέβα απόψε με τους ψευτοκουλτουριάρηδες που φαγώθηκες να βγούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα μπαζοπαίχνιδα (χαρτοπαίγνια μπαζών - αναφέρονται ενδεικτικά τα εξής: κούπες, μπαστούνια, μπριτζ, πρέφα, μπελότα κ.λπ) που παίζονται είτε με άξονες (δύο ομάδες με δύο συμπαίκτες η καθεμιά, όπου ο ένας συμπαίκτης κάθεται απέναντι απ τον άλλο - εξαίρεση αποτελεί η πρέφα που παίζεται με τρία άτομα, δύο στη μια ομάδα και ένας μόνος του), είτε ο κάθε παίκτης μόνος του με τους υπόλοιπους τρεις ως αντιπάλους, αναλόγως το παιχνίδι, με κάποιον τρόπο έχει οριστεί μια φυλή από τις τέσσερις της τράπουλας (σπαθιά, καρά, κούπες, πίκες, αλλιώς λέγονται και χρώματα) ως ατού, δηλαδή ως φύλλα που άμα εμφανιστούνε σε κάποια μπάζα, κερδίζουν όλα τα υπόλοιπα ως τα ισχυρότερα (ένα ατού χάνει μόνο από ένα ισχυρότερό του).

Προϋπόθεση σε αυτά τα παιχνίδια είναι πως όλοι ακολουθούν στο χρώμα του παίκτη που ξεκίνησε πρώτος την εκάστοτε μπάζα (δημιουργία σωρού με τέσσερα φύλλα τη φορά) κάτι που είναι νόμος και ο βασικός κανόνας παιχνιδιού. Αν όμως το χέρι κάποιου παίκτη είναι σικάν σε κάποιο χρώμα (έχει παντελή έλλειψη σ 'αυτό) και δεν μπορεί να ακολουθήσει, μπορεί να ρίξει ένα ατού και να κερδίσει την μπάζα. Αυτή η παρεμβολή, που γίνεται αναγκαστικά με διαφορετικό χρώμα από αυτό που ξεκίνησε η μπάζα (και επιλέγει ο παίκτης να παρεμβληθεί με ατού) λέγεται 'κόψιμο με ατού' ή 'τσάκισμα' και ο παίκτης που το κάνει λέμε ότι 'κόβει' ή 'τσακάει'.


- Γελάν και τα μουστάκια σου!
- Πώς να μη γελάνε... Εκεί που το παιχνίδι έμοιαζε χαμένο , ξαφνικά μας σκάει με τον συμπαίκτη 10φυλλη πίκα, είχαμε και ονέρ και το παίξαμε σλεμ... Ε, εντάξει... όλην την ώρα τσακάγαμε... Μας στραβοκοίταζαν οι άλλοι, σκέφτονταν "δεν μπορεί", σαν να ήταν η ντόνα σικέ.
- Έ, αφού τού' κοψε του Μάκη να σου κάνει τσάκισμα, αν είχες το μακρύ χέρι (εν. στα ατού), στα άλλα σου φύλλα (εν.τα μη ατού, που όμως είναι και αδύναμα με μικρές πιθανότητες για να κερδίσουν μπάζες), και στους αντιπάλους με το κοντό του, πάλι καλά... Την νίκη την είχατε στο τσεπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλητική προσφώνηση σε ονομαστική αντί σε κλητική. Η παλαιά δεύτερη κλίση των ουσιαστικών ήταν η μόνη που στον ενικό διαφοροποιούσε το κλιτικό της επίθημα σε ονομαστική (-ος) και κλητική (-ε) από τις άλλες δύο. Το φίλος ακούγεται κάπως. Είσαι πιο τυπάκι όταν το λες και νιώθεις πιο κουλ, σου προσθέτει, όπως και να το κάνουμε, έναν αέρα κουλοσύνης παραπάνω.

Προσφώνηση που τη χρησιμοποιεί κατά κόρον ο ένας από τους δημοσιογράφους στην «Ελληνοφρένεια» προς τον μπασκίνα με τη μάσκα οξυγόνου, τη μονίμως φορεμένη για να αντέξει ως τσιράκι τόσων κυβερνήσεων... Παραπέμπει και σε στρατό (κι η αστυνομία σώμα στρατού είναι) όπου οι ανώτεροι καλούσαν τους κατώτερους με το επώνυμό τους σε ονομαστική. Έτσι η έμπνευση του δημοσιογραφίσκου του έρχεται πιο εύκολα. Και προσφώνηση τύπου στρατού, άρα φορτισμένη και που ταυτόχρονα αποφορτίζεται απ' την περίσταση και την οικειότητα που εκφέρεται. Είναι αντίστοιχη του μαλάκα (όταν δεν είναι προσβολή) ή του δικέ μου αλλά πιο εύηχη και δόκιμη: εξίσου όμως εγκάρδια.

- Έλα ρε φίλος, πώς πάει;
- Καλά ρε, εδώ βλέπεις... 101 και σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατελές - συνθηματικό γλωσσικό ιδίωμα, Πελοποννησίων που ασκούσαν την τέχνη του κατασκευαστή και επισκευαστή χτενιών στην Κρήτη. Ήδη πριν από τον 19ο αι. συντεχνίες τους απαντήχνανε στη Μεγαλόνησο και φιλοξενούνταν στο χωριό Ξιδά της επαρχίας Πεδιάδος, όπου έγιναν επιγαμίες και απορροφήθηκαν από τους ντόπιους, αλλάζοντας και τα επώνυμα τους σε κρητικά και ιδίως στο δεικτικό του επαγγέλματός τους, όπως Χτενιαδάκης.
Το γλωσσάρι αυτό εξυπηρέτησε 3ων αιώνων και βάλε σινάφια συντέχνων χτενιαδιτών, κατά τις περιπλανήσεις τους και υπήρξε το μόνο καταφύγιο από τους κινδύνους της προκατάληψης των ντόπιων και ιδίως των Τούρκων, αλλά και για λόγους προσωπικούς: να επικοινωνούν ντέρτια και καημούς σε ιδίωμα που δεν καταλάβαινε κανείς, αλλά και να ανταλλάζουν πληροφορίες για την πέραση του επαγγέλματός τους και τις τύχες των συναδέλφων τους.
Πλάστηκε από την Πελοπόννησο και συνεχίστηκε να πλάθεται στην Κρήτη. Είναι νεκρό ιδίωμα ήδη πριν την Κατοχή, διότι το σινάφι έπαψε να είναι αποκλεισμένο κοινωνικά, καθότι προσαρμόστηκε στην ντόπια κοινωνία κι έτσι εξέλειψαν κι συνθήκες που το γέννησαν. Ως φαινόμενο απαντά σε διάφορα επαγγέλματα συντεχνιών κατά τόπους, και αναλόγως την ανθηρότητα του σιναφιού και την αυτοπεποίθησή του ως προς τη θέση του στην τοπική κοινωνία είναι πιο εξελιγμένο ή πιο πρωτόγονο. Το γλωσσάρι των χτενιαδιτών είναι μάλλον πρωτόγονο και περιορισμένο και περιγράφει μια πολύ ορισμένη γκάμα καταστάσεων και πραγμάτων, όπως απλή και περιορισμένη ήταν κι η ζωή τους η ίδια.


1."Να στείλουμε πελεκούδες στο σανασακέο, να ξέπομε φλαουνιάρι, ή φιόρο, ή φιορεφτάρα".
Μτφρ.: Να πούμε του καφετζή να μας φέρει καφέ, ρακή ή κρασί.
2."Να στειλίσουμε φιόρο"
Μτφρ.: Να πιούμε κρασί.
3."Κουργιά, στείλε πελεκούδες στην κότενα, να στειλίσει μπερδένι για να στειλίσουμε το κοπανάρι".
Μτφρ.: Μάστορα, πες της γυναίκας να μασε δώσει μπαμπάκι για να φτιάξουμε το χτένι.
4."Ο κουργιάς φαγγρίζει τη σαΐτα"
Μτφρ.: Ο μάστορας ή ο άντρας γελά στην κοπελλιά
5. "Η σαΐτα φαγγρίζει"
Μτφρ. Η κοπελλιά γελά.
6. "Βροντομάγια το βασίλη"
Μτφρ.: Βάλε λάδι στο λύχνο
Αυτή η έκφραση ακουγόταν τάχατες για νυχτέρι. Όσο περισσότερο κρατούσε το λάδι, τόσο περισσότερο βαστούσε και το ξενύχτι. Στην πραγματικότητα όμως το έκαναν για εξοικονόμηση λαδιού καθώς λόγω κούρασης οι χτενιαδίτες σπάνια ξενυχτούσαν κι έτσι είχαν πάντα εύκαιρο απόθεμα τις νύχτες που ήθελαν να κάψουν λίγο παραπάνω για διάφορους λόγους (π.χ.:ξαγρύπνισμα για τον άρρωστο, υπερένταση και αϋπνίες, συμπληρωματική εργασία κ.λπ.).
7. "Να στειλίσομε λόντζα"
Μτφρ.: Να φάμε ψωμί

Από αυτές τις φράσεις, προκύπτει το εξής γλωσσάρι:
κουργιάς = άντρας ή μάστορας
στέλνω πελεκούδες = λέω ή δίνω παραγγελιά
σανασακέος = καφεντζής φλαουνιάρι = καφές
φιόρο = κρασί
φιορεφτάρα ή φιορίνα (αλλού) = τσικουδιά
κότενα = κυρά, γυναίκα
μπερδένι = μπαμπάκι
κοπανάρι = χτένι
σαΐτα ή σαϊτούρα (αλλού) = κοπελλιά
βασίλης = λύχνος
Πρόσθετα (εκτός παραδειγμάτων):
κουμουχιώτικα = σταφύλλια
τραϊφόρο = τυρί
λεφόχιο = ο παπάς
Ρήματα:
Βρονταμαγ(ι)ώ = βάζω λάδι
στειλίζω = αναλόγως το αντικείμενο μπορεί να σημαίνει "δίνω", "στέλνω" ή "φτιάχνω", ακόμα και "πίνω" ή "τρώω". Είναι κάτι σαν το "αβέλω" των καλιαρντών. Ρήμα πασπαρτού. Έτσι προκύπτει το παράδειγμα 2, 3 και 7.
Πρόκειται για ιδίωμα εύπλαστης σημασιολογίας καθώς εξαρτάται από τη σύνδεση ρήματος - αντικειμένου και έτσι αναλόγως το αντικείμενο μετατρέπεται το νόημα του ρήματος για να δηλώνει κάθε φορά και άλλο υπονοούμενο.

Πέραν αυτών, υπήρχε και η επαγγελματική ορολογία που περιλάμβανε λέξεις όπως:
στύλοι = Τέσσερις στύλοι φτιάχνανε το "κάδρο", το πλαίσιο όπου στηρίζονταν στο εσωτερικό τα υπόλοιπα στοιχεία της χτένας
θύρες = Καλάμια που τοποθετούνταν οριζόντια ανάμεσα στους στύλους
λιγαδούρα = Άθροισμα 50 θυρών
βαγί = Πλέξιμο θυρών ανάμεσα στους στύλους
γιακαλίζω = Κόβω τις άκρες των θυρών που εξέχουν από τους στύλους
χαντρώνω = Χαράζω την οριζόντια πλευρά των θυρών στα δύο άκρα και μετά διορθώνω με το μαχαίρι τις θύρες να γίνουν ίσιες
στραβομαχαιρίζω = Εξωμαλύνω την επιφάνεια πλέξης ώσπου να τη λειάνω με πλάγιες κινήσεις και με στραβομάχαιρο, φαλτσέτα
γλυκοθυρίζω = Καθαρίζω το χτένι με ειδικό εργαλείο, το ξυστρί
Από έρευνα και καταγραφή του Γιώργη Θεοδοσάκη, όπως παρουσιάστηκε στην εγκυκλοπαίδεια "Κρήτη, το αφιέρωμα" σειρά Α, τόμος 16ος Λαογραφία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που είναι χύμα, που κάνει, λέει και φέρεται όπως του 'ρχεται.

Τις πιο πολλές φορές είναι εύθυμος και πολύ κοινωνικός: η ψυχή της παρέας. Κάνει τους άλλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια με την ελαφρότητα, την πετριά, την ωραία τρέλα του που σκοπίμως αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις. Άλλες φορές μπορεί να χρησιμοποιείται και με αρνητική διάθεση για κάποιον που είναι ανοργάνωτος, δεν μπορεί να βάλει τάξη στη ζωή του, να βάλει σε τάξη τη ζωή του και είναι φελλός στον αφρό κι όσα παίρνει ο άνεμος. Ή πρόκειται για το ίδιο άτομο από δύο διαφορετικούς παρατηρητές που το περιγράφουν, ή και για δύο διαφορετικά άτομα.

Συνώνυμο: ο μποέμ.

- Πρέπει να βγεις οπωσδήποτε μαζί μας το βράδυ... Θα είναι κι ο Πάκης μαζί. Καλά τί να σου πω... Ο τύπος, εντάξει, είναι φοβερός! Θα πάθεις την πλάκα σου μαζί του!
- Είναι χαβαλές, κι έτσι;
- Τί χαβαλές... Τί πλάκες, τί κουβέντες, τί πειράγματα... Μες στην τρελή χαρά μονίμως! Χυμαδιό τελείως!

- Τί χάλια είναι αυτά; Οι κάλτσες στο γραφείο σου, η τσάντα σου στο ξύλο της κουρτίνας, τα ρούχα σου πεταμένα εδώ και κεί, χώρια τη σκόνη... Πώς είναι έτσι το δωμάτιό σου; Δε σ' αντέχω άλλο... Είσαι χυμαδιό εντελώς! Έλεος!
- Αυτό μ' εκφράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύφος χώστρας

Είναι αυτή που τα χώνει, χωρίς να μασά τα λόγια της. Ο θηλυκός μάγκας που ξεσπαθώνει και απειλεί το φαλλοκρατικό δικαίωμα της αντιμιλιάς και του τελευταίου λόγου (του άντρα του πολλά βαρύ που το κέφι του θα κάνει και θα πει και μια κουβέντα παραπάνω, βρε αδέρφι, αυτού που από την κοινωνία αναμένεται να είναι χώστης κι αυτός αλλά μόνον αυτός ρυθμιστής της συμπεριφοράς ασκώντας μέσα από το χώσιμο κοινωνικό έλεγχο). Είναι ανώτερη της γλωσσούς, κινείται βέβαια στο ίδιο μήκος κύματος, γιατί και άποψη έχει και μπορεί να κλείσει μια κουβέντα με το δικό της λόγο ως τελευταίο με επιχειρήματα που βαρούν κατά θανάτου, βροντερά που στήνουν στον τοίχο αυτόν με τον οποίο τα βάζει/ έχει τη λογομαχία.Τα λέει τσεκουράτα, έξω από τα δόντια και τα χώνει αδρά χωρίς αβρότητες, λεπτότητες ή τακτ. Η ειλικρίνειά της αγγίζει τα όρια της ωμότητας, αφοπλίζοντας φίλους κι εχθρούς που θα βρεθούν στο πέρασμα της ορμητικής της λάβας: ειδικά όταν είναι οργισμένη κινδυνεύουν με φωτιά τα παντζάκια τους. Χτυπάει όποιον βρει, όπου βρει ως παρενέργεια που έχει πάνω της η τρομερή άτις. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πάρει και τη μορφή της Δευτέρας Παρουσίας της ίδιας κι αυτό προκρίνεται από το βαθμό στην κλίμακα οργής που κατέχει στην εκάστοτε περίπτωση. Η χώστρα τα χώνει έχοντας ισχυρό εφαλτήριο. Κάποιο περιστατικό που τη θίγει προσωπικά, στην ευαίσθητη τιμή της, δεν είναι ένα τσουτσέκι που απλώς τη λέει, όπως μπορεί να είναι η γλωσσού. Είναι άτομο υψηλού ηθικού φρονήματος, τιμιότητας και τιμά τα παντελόνια που φορεί όσον αφορά στην επαναφορά της τάξης από την ξεστρατιθείσα γνώμη αυτού που της άναψε φωτιές. Ο απώτερος στόχος του χωσίματός της δεν είναι απλώς το ξεφτιλίκι, αλλά μια πρόκληση υπέρβασης ορίων προς το καλύτερο γι' αυτόν που το δέχεται. Στήνει απέναντί του τον καθρέφτη των αδυναμιών του και αυτές υποδεικνύει προς βελτίωση, αλλαγή, εξάλειψη. Ηθικοπλαστική, με ηθικά διδάγματα γνώμη κυρηγμάτων επί της ουσίας, ο λόγος της. Αλλιώς και άγγελος τιμωρός.


-... Και τότε του είπα πως όταν λογοδοτήσει για τη ζωή του τί θα έχει να πει όταν θα παραδίδει την ψυχή του; Πως έφυγε όπως ήρθε, του κουτιού! Με τη ζελατίνα του ανέγγιγη. Το μόνο που έχει να πει, συνοψίζεται σε 5 λέξεις: Πιπί, κακά, μαμ, σεξ και νάνι! Κουραδομηχανή και τίποτε άλλο... Και για το μόνο που μπορεί να παινευτείς είναι για το ότι σαν αποτυχημένος ήταν πολύ πετυχημένος!
- Πω... Κι αυτός τί σού' πε;
- Τίποτα... Τί να μου πει.. (μορφασμός με συνοφρυωμένη κλαψομούνικη έκφραση και χείλη ελαφρώς ανοιγμένα, στρόγγυλα σε θέση "Ουουου") Καθόταν και με κοίταζε... Σαν το κλαμμένο μουν!...
- Ε, μα! Είσαι κι εσύ... Τα χώνεις γερά...
- Τί να πω... Είμαι κι εγώ... Χώστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό, η καπότα, ντε, στα Καρπάθικα. Τη λέξη την ξέρω από φίλη Καρπάθια. Η λέξη αναλύεται στα συνθετικά της και κάνει αυτό που λέει. Είναι η θήκη - προφύλαξη της τσουτσούς κατά την ερωτική πράξη, ώστε να μην ξεχυθούν οι χυμοί του έρωτα κι έχομε άλλα ντράβαλα μετά (γενετήσιο-αφροδίσια, ανεπιθύμητης στιγμής κουτσούβελα). Η πρώτη διαφήμιση ψωλοθήκαρου της σύγχρονης εποχής, στις αρχές του 18ου αιώνα, το ονόμαζε "μηχανή που προστατεύει από τα τραύματα του έρωτα".(!) http://users.itia.ntua.gr/soulman/ikseres.html (πώς να περιγραφεί αλλιώς μια εφεύρεση ταμπού;) Παλιά κατασκευάζονταν από λινάρι και λάστιχο (συνήθως από έντερα ζώων), ήταν πολλαπλών χρήσεων και η αποτελεσματικότητά τους εξαρτιόταν από τη βασταγερότητα του επιβήτορα! (μάλλον δεν είχαν πολλές ελπίδες). Το αγγλικό "vagina" απ' το λατινικό vagina - ae (θήκη ξίφους κυριολεκτικά και μετά , και τί ξίφους, ε;;;) συνδέεται εννοιολογικά, με αυτό των κουτσαβάκηδων. Η τσουτσού σε θήκη μπαίνει, σε ό,τι μοιάζει με θήκη. Πρωτοπόροι οι Ολλανδοί, που μόλις η εφεύρεση έγινε γνωστή, έσπευσαν πρώτοι να την κάμουνε δημοφιλή, αρχικά αναμεταξύ των...

- Και, ίντα γίνηκε με την κοπελιά; Έχωσές τηνε με ψωλοθήκαρο;
- Έχωσά τηνε, αλλά το παντέρμο θαρρώ πως έσπασε!

Χρησιμοποιώ την Κρητικήν, δε γνωρίζω πως διατυπώνεται στα Καρπάθικα... Όποιος ξέρει ας συμπληρώσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified