Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.
Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται πιθανότατα από την τεχνολογία και συγκεκριμένα από την ηλεκτρική σκούπα η οποία, όπως έλεγε η παλιά διαφήμιση, «η σκούπα Philips ρουφάει την σκόνη».
Το ρούφηγμα προϋποθέτει δύο ικανές και αναγκαίες συνθήκες. Την είσοδο αντικειμένου βαθιά εντός μιας κοιλότητας και την ταυτόχρονη παραγωγή ήχου.
Το λήμμα βρίσκει εφαρμογή σε πολλά πεδία της κοινωνικής μας ζωής.
Ποδόσφαιρο: Αναφέρεται σε τερματοφύλακα με ειδική ικανότητα να τρώει γκολ ακόμη και από σουτ που δείχνουν να πηγαίνουν έξω ή από σουτ με κατεύθυνση προς το σώμα του ή γενικότερα σουτ εύκολα αποκρούσιμα.
Όταν κάποιος τερματοφύλακας το ρουφάει το γκολάκι, ακολουθεί ποικιλία απροβλέπτων και διόλου κολακευτικών αντιδράσεων από την εξέδρα. Συνήθως όταν ένας τερμαρής ρουφάει ένα γκολάκι, ρουφάει και δεύτερο καθώς καταρρακώνεται ψυχολογικά. Ο ρούφους τερμαρής ενίοτε κατηγορείται ότι τα έχει αρπάξει από τον αντίπαλο.
Αφροδισιακά: Αναφέρεται στη παθιασμένη γυναίκα που δεν αρκείται στον παθητικό ρόλο, παίρνει την τύχη στα χέρια της, διεκδικεί όλο το μερίδιο της ηδονής και το ρουφάει το πέος (πραγματικό ή αντίγραφο). Σε αυτή την περίπτωση ο παραγόμενος ήχος διαφέρει ανάλογα με την κοιλότητα ρουφήγματος. Ο δε ο φορέας της ρουφούμενης οντότητας, απλά απολαμβάνει το θέαμα και την αίσθηση και δέχεται την όλη κατάσταση αδιαμαρτύρητα. Συνήθως, όταν κάποια ξεκινήσει το ρούφηγμα δεν το σταματάει, φεύγουν οι αναστολές της, το αναζητεί διαρκώς και γίνεται περιζήτητη από τον ανδρικό πληθυσμό καθώς ... τη ρουφήχτρα πολλοί εμίσησαν, το ρούφηγμα όμως ουδείς.
Το λήμμα προϋπήρχε της εφεύρεσης της ηλ.σκούπας, με περιπαικτική όμως και υποτιμητική διάθεση. Βλέπε ρούφα τ' αυγό σου
- Τι έγινε φιλαράκι; Πάλι χάσατε;
- Τι να κάνεις με τον μαλάκα που μπλέξαμε. Δεν είδες πως τα ρουφούσε τα γκολάκια; Άσε φίλε, πιασμένος ήταν.
Got a better definition? Add it!