Further tags

Αρχικά παρότρυνση του Χ. Ιακώβου προς τον Π. Δήμα να σταθεί κυριολεκτικά κάτω απ' τη μπάρα σταθερά για να γράψει το ρολόι και να μετρήσει η προσπάθεια.

Μεταφορικά σημαίνει συνέχισε σταθερά την προσπάθεια, μην υποχωρείς, πάρ' τους τα σώβρακα δικέ μου, η νίκη είναι δική μας, δεν περιγράφω άλλο.

- Δεν αντέχω άλλο πια. Θα παραιτηθώ να ησυχάσω. Δε γαμιέται ο μαλάκας, μου 'χει ζαλίσει τ' αρχίδια...
- Έλα ρε, κάτσε κάτω απ' τη μπάρα, μη μασάς. Μην αφήνεις τον Σκορδοπούτσογλου να σε χαλάει έτσι. Σε δυό χρόνια παίρνει σύνταξη και θα τελειώσει το μαρτύριο.

(από xalikoutis, 06/11/08)(από xalikoutis, 06/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπούκ λουκούμ είναι η εξευτελιστική ήττα, είτε μιας ομάδας, είτε ενός ατόμου σε κάποιο αγώνισμα.

(Ύστερα από παρτίδα τάβλι)
- Πόσο ήρθε τελικά;
- 5-2. Ο Νίκος έφαγε ένα τσιμπούκ λουκούμ ξεγυρισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική αργκό. Η τακτική του να στήνεσαι κοντά στην αντίπαλη εστία εκτός φάσης περιμένοντας πάσα, ώστε, ελλείψει αντίπαλων αμυντικών, να βάλεις εύκολο γκολ.

Αυτό φυσικά, στο κανονικό ποδόσφαιρο, οδηγεί συνήθως σε οφσάιτ, οπότε και αποφεύγεται. Στις σχολικές αυλές και στις αλάνες ωστόσο τέτοιες παραβάσεις είναι ψιλά γράμματα.

Ρηματικός τύπος: στήνω περίπτερο

- Γκόοοοοοοοοοοοοοολ!...
- ...
- Έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν!
- Εντάξει ρε Μάκη, περίπτερο ξέρω κι' εγώ.
- Έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν!
- Θα σκάσεις;!
- Έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που συνήθως αναφέρεται σε αυτοσαρκασμό οπαδού μετά από διασυρμό της ομάδας του. Εννοεί ότι η μόνη αντίδραση μετά από κάθε γκολ ήταν η αλλαγή πάσας από την σέντρα όπως προβλέπεται μετά από κάθε γκολ...

Μεταφορικά αναφέρεται σε απανωτές στραβές που παθαίνει κάποιος χωρίς να μπορεί να αντιδράσει...

- Πω πω ξεφτίλα, κι άλλο γκολ σας βάλαμε! 3-0 και θα φάτε κι άλλα...
- Γκολ εσείς; Σέντρα εμείς! Τώρα θα δεις αντεπίθεση... 5 γκολ να μας βάλετε, 5 σέντρες θα κάνουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμπαλαέα έα, αμπαλαέα έα. Είναι η μαζική κρίση υστερίας των οπαδών του Π.Α.Ο.Κ., η οποία εκδηλώνεται με εκτόνωση όλης της συσσωρευμένης ενέργειας στον διπλανό αγωνιστή ΠΑΟΚτσή.

Πηδάς με όλη σου τη δύναμη τραβώντας μαζί σου και άλλους και, αν είναι φίλος σου, τον γρονθοκοπάς φωνάζοντας με τη δύναμη της ψυχής σου αμπαλαέα έα - αμπαλαέα έα.

Είναι μοναδική γηπεδική πράξη που υποδηλώνει και την ανωτερότητα του λαού του Π.Α.Ο.Κ.

  1. - Κάναμε αμπαλαέα στη 4 και βρέθηκα στο κάγκελο.

  2. - Θυμάσαι με του Βουλινό τρέλλα που βαρούσαμε! Όλη την ώρα αμπαλαέα κάναμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι μεθυσμένος.

- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρίχνω βίαια κάποιον στο έδαφος. Συναντάται σαν όρος κυρίως όταν αφορά σε παιχνίδια ποδοσφαίρου.

Είδες χάλια η διαιτησία; Τον γκρέμισε τον επιθετικό ο τερματοφύλακας και δεν έδωσε πέναλτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση γηπέδου που συνοδεύει μια επιτυχημένη ντρίμπλα ενός μπαλαδόρου. Έχει βγει γιατί υποθετικά ο αμυντικός ζαλίζεται και φτάνει στα πρόθυρα του εμετού.

-Πω ρε μαλάκα... Είδες τι έκανε ο παίκτουρας; Μοίρασε σακούλες σε λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Κόψιμο πάνω σε σουτ (μπασκετική αργκό). Συνώνυμα: τάπα.

- Ρε μαλάκα, ποιον θυμήθηκα χθες;...
- Ποιον;
- Τον Τ σ α τ σ έ ν κ ο !...
- Πόοοο ρε πούστη, τον ρ ώ σ ο γ ί γ α ν τ α εννοείς!
- Που απλά στεκόταν ακίνητος, σήκωνε το χέρι, και τους έκανε όλους φυστικοβούτυρο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελευταίος πόντος ενός αγώνα (π.χ. βόλεϋ).

Αλλιώς: match point.

- Ήταν τόσο χάλια η ομάδα που ούτε που κατάλαβα πως πέρασε έτσι η ώρα και φτάσαμε να μας σερβίρουν για το λούκουμο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified