Selected tags

Further tags

Πρόκειται για δηκτικό σχόλιο που χαρακτηρίζει αμυντικούς ποδοσφαιριστές που είναι τυπικά εκνευριστικά αργοί, δυσκίνητοι, «δεν μπορούν να στρίψουν» κατά τη συνώνυμη αλεφάντειο έκφραση και, που εν τέλει, χάνουν τον αντίπαλο στο ρεπρίζ και περιορίζονται στο να μαρκάρουν με τα μάτια.

Η ταχύτητα των εν λόγω ποδοσφαιριστών κρίνεται ανάλογη με αυτή της φάσης όταν προβάλλεται στην επανάληψη σε αργή κίνηση, κάτι το οποίο στη δεκαετία του '80 υποσημαίνονταν με το γράμμα R στην δεξιά πάνω γωνία στην τηλεοπτική εικόνα.

Συνώνυμο: είναι τόσο αργός που και με τον εαυτό του να έτρεχε θα έβγαινε δεύτερος.

- Δες ρε συ που παίζουμε με τον άμπαλο για σκούπα: Ίσα που καλύπτει τον αντίπαλο, και στο επόμενο κλικ έχει μείνει ήδη τέσσερα μέτρα πίσω.
- Εμ, όταν ψωνίζεις από το κάτω ράφι, θα σου βγει πιο αργός κι απ΄το ριπλέι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταρχήν, είναι η αναβολή του μάγκα. Συνήθως πρόκειται για αναβολή στρατεύσεως: λόγω σπουδών, λόγω οικογενειακών προβλημάτων, λόγω αγχωδών εκδηλώσεων, στο τέλος παίρνεις το γιώτα σου το ψεχολογικό και ησυχάζεις μια κι όξω. Δεν θα επεκταθούμε όμως άλλο σχετικά. Εν προκειμένω, άλλη σημασία θα μας απασχολήσει δια μακρών.

Αναβόλα = Ντόπα, Στεροειδή Αναβολικά.

Το παρόν, κατόπιν διαταγής επώνυμης σλανγκίστριας, προτίθεται να λειτουργήσει ως λήμμα-ομπρέλα, κατατοπιστικό εφ' όλης της ύλης άρθρο, που θα εκθέτει συνοπτικώς τα δημοφιλέστερα στεροειδή και τις συνθηματικές / σλανγκικές ονομασίες τους.

Διευκρίνιση: η παρουσίαση, ενδεικτική και ουδόλως εξαντλητική βεβαίως βεβαίως, θα περιοριστεί σ' εκείνες τις παλιές καλές ντόπες που μεγάλωσαν γενιές και γενιές μπιλντεράδων αλλά και άλλων αθλητών, π.χ. του στίβου (στιβικοί / στιβάδες), του μπάσκετ ή της άρσης βαρών. Αυτά ήξεραν, αυτά εμπιστεύονταν. Τα τελευταία χρόνια όμως το πράμα έχει ξεφύγει, σκαρώνονται διαρκώς νέες υπερ-ντόπες που γαμάνε και δέρνουνε, με περίεργα ονόματα-γλωσσοδέτες (π.χ. τετραϋδρογεστρινόνη ή THG, αυτό που λένε ότι πότιζε ο Τζέκος τους Κεντεροθανάσηδες), που δεν ανιχνεύονται απ' τα αντιντόπινγκ τεστ. Γι' αυτά δεν δύναμαι να σας διαφωτίσω, ψάχτε αλλού αν γουστάρετε. Πάμε λοιπόν.

  1. Ντέκα, η (πληθ. οι ντέκες). Διασημότατη και πολυαγαπημένη, θεωρείται την σήμερον ολίγον πασέ. Steroid slang για το φάρμακο «Deca-Durabolin», εμπορική ονομασία για την δεκανοατική νανδρολόνη (nandrolone decanoate). Λαμβάνεται δι' ενέσεως. Η μοριακή δομή της ουσίας ομοιάζει με της τέστο, η ντέκα είναι όμως πολύ πιο ήπια, ενδείκνυται και για αρχάριους αναβολικάκηδες. Σε τουμπανιάζει, όχι όμως μόνο με καθαρό μυικό κρέας: σου βάζει και υγρά. Αν το παραχέσεις στη δόση, παίζει να βρεθείς με βυζάκια. Συνδυάζεται συνήθως με Ντιάνα ή γουινστρολάκι. Πουλιέται και στο Ελλάδα, πλέον με το brand name της Norma. Αν έχεις κονεδάκι με φαρμακοτρίφτη είσαι τζετ, αλλιώς ψάχνεις από ντηλερά της μαύρης.

  2. Γουίν ή γουινάκι ή γουινστρολάκι ή γουίνυ (winny, όχι το αρκουδάκι). Slang για το φάρμακο Winstrol (εμπορική ονομασία της ουσίας στανοζολόλη). Ενέσιμο, για χρόνια το έβγαζε η ισπανική φαρμακευτική Zambon, εξ ου και απαντούσε και ως ζαμπονάκι. Υγρό κάτασπρο σαν γάλα, που τσούζει όταν βαράς ενδομυικά, σε αντίθεση με ντέκα, που είναι ελαιώδες υποκίτρινο διάλυμα κι ούτε που νιώθεις το βάρεμα. Το γουινάκι δεν κάνει παπάδες, χτίζει όμως καθαρούς συμπαγείς μύες, χωρίς νερά και περιττά πρηξίματα, ιδανικό για γράμμωση. Λίγο προσοχή στην τοξικότητα μόνο, μη σου μείνει το συκώτι στο χέρι, κατά τα άλλα είσαι κομπλίτα. Παίζει και σε χαπίδι, με το brand name Στρόμπα (Stromba).

  3. Ντιάνα, το (προφέρεται ντι-άνα). Dianabol, εμπορική ονομασία της ουσίας Μεθανδροστενολόνη (Methandrostenolone). Χάπι. Παράγωγο τεστοστερόνης, εξαιρετικά αναβολικό και ανδρογονικό, με τις γνωστές παρενέργειες: γυναικομαστία, διαταραχές της λίμπιντο, οξυθυμία, εφίδρωση, ακμή, διακοπές στη λειτουργία των όρχεων, τριχοφυΐα στο σώμα + καράφλα στο κεφάλι και άλλα όμορφα. Απλά γαμάει μανούλες, ο Σβαρτς έχει δηλώσει πως μ' αυτό φτιάχτηκε: το έπαιρνε το χειμώνα για όγκο, το καλοκαίρι την έβγαζε με γουινστρόλ. Οι κακές γλώσσες λένε πως και τα ρεκόρια του Πύρρου με ντιανάκι γίνανε.

  4. Μπολντό, το (Boldenone Undecylenate). To all time classic κτηνιατρικό αναβολικό: το δίνουν στα μοσχάρια για να τουμπανιάσουν και να φτάσουν στο πιάτο μας μια ώρα αρχύτερα, το δίνουν στα άλογα κούρσας για καλύτερες επιδόσεις. Από εκεί άλλωστε ξεκίνησε η ντόπα, πρώτα εφαρμόστηκε στα ζώα και μετά πέρασε στους ανθρώπες. Ενέσιμο, ήπιο φαρμακάκι γενικά, θες γενναίες δόσεις για να την την ακούσεις. Τίμιο, δίνει καθαρό κρέας χωρίς πολλές παρενέργειες και ντράβαλα.

  5. Πρίμο, το. Primobolan, εμπορική ονομασία της ουσίας Μεθενολόνη (Methenolone Enanthate). Σε ενέσιμο αλλά και χαπίδι. Όπως υποδηλοί και το brand name, εξαιρετικά ήπιο αναβολικάκι με αμελητέες παρενέργειες. Το προτιμούν οι γυναίκες, οι νέοπες και οι κωλώστρες, που θέλουν να μπουν στην αναβόλα και να γίνουν φέτες αλλά κλάνουν πατατάκια μη πάθει τίποτα η υγειούλα τους. Τσου ρε Λάκηδες μη σας πατήσω!

  6. Εφέδρα, η. Μαγκιόρικα η εφεδρίνη. Δεν ανήκει στα αναβολικά στεροειδή, αλλά σε μια άλλη ομάδα φαρμάκων, γνωστά ως συμπαθητικομιμητικά. Σε βάζει στην τσίτα, ανεβάζοντας παλμούς καρδιάς και θερμοκρασία σώματος, βοηθώντας έτσι στο κάψιμο του λίπους. Νταξ, μπορεί να προκαλέσει κανά ψιλοτρέμουλο, καμιά ταχυκαρδία, εφίδρωση ή ζαλάδα, αλλά γενικά κανείς δεν έπαθε τίποτα με λίγη εφέδρα. Κλασικός συνδυασμός-δυναμίτης για κάψιμο λίπους είναι η τριπλέτα εφεδρίνη-καφεΐνη-ασπιρίνη.

Αυτά και πολλά άλλα.

Μεγάλη αρρώστια φίλε η αναβόλα! Έτσι και μπεις μια φορά, δεν ξεκόβεις εύκολα. Όσο χτισμένος και να γίνεις, όσο και να γραμμώσεις, ποτέ δε θα 'ναι αρκετό, θα θες πάντα κι άλλο, κι άλλο. Πολλά παιδιά έχουνε καταστραφεί απ' το φάρμακο, είναι όμως κι άλλοι που ήξεραν να το κουμαντάρουν και τους βλέπεις σήμερα στα πενήντα τους και στα εξήντα τους μια χαρά τζόβενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποδοσφαιρική διάλεκτο χουντάλας σημαίνει το ποδοσφαιρικό παλτό, το γίδι, το κριάρι, ο άμπαλος!

Άντε ρε με τον Κωνσταντίνου (ποδοσφαιριστής)... Χουντάλας ο τύπος!!!

Ο Κλάας Γιαν Χούντελαρ είναι χουντάλας; (από allivegp, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζουν οι ΠΑΟΚτζήδες τη λέσχη των οργανωμένων οπαδών του Άρη.

- Μια ζωή στη φάπα είσαστε ρε σκουλήκια, γ@$% το σούπερ μάρκετ 3 σας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για όλες τις μικρές ομάδες και μπορεί να είναι και συνώνυμο με το καφενείο.

  1. - Έλα ρε μιλάνε κι οι Αρειανοί. Νικήσατε την Αναγέννηση Κωλοπετεινίτσας και χέστηκε η Φατμέ στο Γενί τζαμί!

  2. - Δηλαδής εσύ ρε φίλε με λες ότι εκείνο το καφενείο που παίξατε πριν από 15 μέρες αν ήταν ο Μπάγεβιτς θα το νικούσατε;
    - [Άνετα].
    - Και τώρα εσύ θες να διώξει ο Σκόρδας τον Ερνάντεθ ακόμα δεν άρχισε το πρωτάθλημα;

(το δεύτερο παράδειγμα ήταν από συνομιλία Ραπτόπουλου-Μπουγάτσα στην εκπομπή του Ραπτόπουλου).

Δες και Κωλοπετεινίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική ονομασία που είχαν δώσει οι ΠΑΟΚτζήδες στους οπαδούς του Άρη το 1997, αλλά και το 2005, όταν η εν λόγω ομάδα της Θεσσαλονίκης ήρθε στα συνηθισμένα γι΄αυτή αλώνια της Β' Εθνικής.

- Εσύ τι μιλάς ρε; Βηταεθνικούχε, ε βηταεθνικούχε. Εγώ ρε φίλος, το '97 νικούσα την Άρσεναλ κι εσύ έχανες απ' τα Τρίκαλα, γι' αυτό τουμπεκιάσου τώρα, γιατί είσαι το αφεντικό της φάπας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται από τους Πειραιώτες ο πιο άμπαλος Ολυμπιακός των τελευταίων 13 χρόνων.

- Όπα ρε μάγκα αεκτζή, μια ζωή στη φάπα είσαι. Μπιγκόν είχαμε ρε και δε μπόρεσες να μας νικήσεις ρε, γ@$& τον γκόμενο της Βανδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο γιωτάς.

  2. Ο άμπαλος.

- Είναι μεταγραφές αυτές που κάναμε ρε; Όλους τους γιώτα ευτυχία εμείς τους πήραμε. Πάλι β' εθνική μας βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κι όμως, έτσι αποκαλείται η μπάλα στις εκφράσεις των ποδοσφαιρόφιλων, ιδίως όταν παρακολουθούν ένα παιχνίδι από την τηλεόραση, και μάλιστα σε φάσεις που έχουν να κάνουν με αλλαγή της κατοχής της μπάλας.

Συντάσσεται με τα ρήματα: παίρνω, τσιμπάω, ξεχνάω, κ.α.

  1. Του έκανε τάκλιν και του πήρε το παραδάκι.

  2. Φίλε, καλή η κούρσα σου, αλλά ξέχασες το παραδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified