Selected tags

Further tags

Χρησιμοποιείται ως μουνί καπέλο, μουνί καλλιγραφία, ή σκέτο μουνί, για να εκφράσει την κακή κατάσταση ή εμφάνιση ενός αντικειμένου ή μιας φάσης.

Προκύπτει απ' τον ομώνυμο προπονητή του Παναθηναϊκού. Ο όρος έκανε την εμφάνισή του στο δεύτερο μισό του 2006 κι έκτοτε η χρήση του έχει γνωρίσει ευρεία αποδοχή.

-Έχεις καμιά μπλούζα ν' αλλάξω γιατί έβρεχε όπως βλέπεις κι έγινα μουνιόθ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικά: αυτός που κάνει body building και καταλήγει να έχει τόσους μυς που να μοιάζει με ντουλάπα. Ο σφίχτης ή σφίχτερμαν.

-Κοίτα εκεί την παρέα με τα μπιλντέρια! Είναι τρία άτομα και πιάνουν χώρο για έξι. Κανονικά δεν πρέπει να του αφήνουν να μπαίνουν σε μικρά μπαράκια! -Θα 'ναι κολλητοί του πορτιέρη, δεν τον είδες και αυτόν πως ήταν; Σφίχτης και αυτός.

(από jesus, 23/02/10)(από electron, 05/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του Ολυμπιακού, κατά τους οπαδούς του Παναθηναϊκού. Είναι η απάντηση των «πράσινων» στο «λαγοί» που τους αποκαλούν οι «κόκκινοι».

- Άντε ρε βαζελάκο που μιλάς κιόλας, τριάρα φάγατε την Κυριακή! - Κοίτα ρε που μας κουνιούνται και οι αρουραίοι, οι τελευταίοι της Ευρώπης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιριστής, συνηθέστατα επιθετικός, που δεν καταφέρνει να σκοράρει ακόμη και στις πιο εύκολες ευκαιρίες

-Τι χασογκόλης είναι αυτός ο Μαραντόνα! Πάλι στο δοκάρι την έστειλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παίζει καλό ποδόσφαιρο. Ο «τεχνίτης της μπάλας».

- Πολύ μπαλαδόρος αυτός ο πιτσιρικάς της Κέρκυρας. Να μου το θυμηθείς, σε 1-2 χρόνια αυτός θα παίζει σε ομάδα της πρώτης εθνικής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το στερητικό -α και την λέξη μπάλα... Δεν είναι αυτός που έχει χάσει την μπάλα, αλλά εκείνος που ενώ παίζει δεν την κατέχει καθόλου (δεν το ξέρει το τόπι ρε παιδί μου)... βλέπε Τάσος Πάντος.

Όταν ο Ανατολάκης προσπαθεί να βρει με μακρινή μπαλιά τον Ριβάλντο και... ξέρετε τι τελικά συμβαίνει...

Togolese defender Jean-Paul Abalo (από allivegp, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο τις ηλικιωμένες ανύπαντρες γυναίκες. Μεταφορικά, οι οπαδοί του Ηρακλή Θεσσαλονίκης, αφού είναι ο παλιότερος ποδοσφαιρικός σύλλογος στην Ελλάδα. Εξού και «γηραιός».

- Το φανταστήκαμε πως θα μας περιμένουν οι γεροντοκόρες στο σταθμό, γι' αυτό και είχαμε κρύψει τα κασκόλ και τις σημαίες. Ούτε που μας πήρανε χαμπάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζει το σύνολο της ομάδας του Ολυμπιακού με τον προπονητή (Γαύρος και Σόλιντ = Γαύριντ, Γαύρος και Μπάγιεβιτς = Γαύριτς, Γαύρος και Μουρίνιο -λέμε τώρα-=Γαυρίνιο).

-Τι έκανε το Γαύριντ χτες ρε φίλε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • O υπερμέγιστος μπαλλαδόρος, ο ντριπλάρων μετά του τοπίου (=μπάλας) 3 αντιπάλους, ακόμη και εντός τηλεφωνικού θαλάμου. Παράδειγμα 1.
  • O έχων το παντελόνι πεσμένο επιδεικνύοντας τριχωτή κωλοχαράδρα κατά τη διάρκεια επίκυψης (ή μη). Παράδειγμα 2.

Παράδειγμα 1
- Πσσσσσσ τι έκανε ο μάστορας, είσαι ο υδραυλικός αγόρι μου...

Παράδειγμα 2
- Ω ρε φίλε, πάρε μάτι εκεί τον υδραυλικό που μοστράρει τη χαράδρα.

Remi Gaillard, Squash. (από patsis, 26/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δυσκίνητος και κατ' επέκταση άχρηστος παίχτης. Λέγεται και πάλτουρας.

Τι να κάνετε έξω ρε με τα παλτά που 'χετε μαζέψει στην ομάδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified