Selected tags

Further tags

Υποτιμητικά λέγεται έτσι ο οπαδός και παίχτης του Παναθηναϊκού από τους οπαδούς του Ολυμπιακού. Χρησιμοποιείται αντί για το «κότες», δηλαδή ότι φοβάται και τρέχει γρήγορα να φύγει.

Τι να μας πουν ρε και οι λαγοί, πέρυσι στη λεωφόρο μέχρι την Κηφισίας του κυνηγάγαμε.

κόκκινος, πράσινος, κίτρινος αλλά με μουστάρδα άλλο πράμα! (από BuBis, 28/09/09)

Βλ. επίσης τσο και λο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τούρκοι αποκαλούνται και οι οπαδοί της ΑΕΚ από τους οπαδούς των άλλων ομάδων.

- Την κυριακή παίζουμε με την ΑΕΚ.
- Ωχου... πάλι με τους τούρκους . Δεν εχουν βαρεθεί να χάνουν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ολυμπιακός.
Ο οπαδός του Ολυμπιακού.

- Το βράδυ θα μαζευτούμε οι γαύροι σπίτι μου, να δούμε το ντέρμπι.
- Ποιοι παίζουν είπαμε;
- Ο γαύρος με τον βάζελο.

Από το αστειατόριο ΕΔΕΜ (Π. Φάληρο) (από Vrastaman, 12/09/11)

Βλ. και θρύλος, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Παναθηναϊκός.
Ο οπαδός της ομάδας του Παναθηναϊκού (ή αλλιώς: βαζελάκι)

Γαύρος: Πότε είναι το ντέρμπι με τον βάζελο;

Θέλει προσοχή το πράμα για να καταλάβεις την συνάφεια χε χε (homework) (από Galadriel, 13/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του Π.Α.Ο.Κ. (Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών). Το λήμμα χαρακτηρίζει τους κάτοικους του βόρειου τμήματος της χώρας (και κυρίως της Θεσσαλονίκης), σύμφωνα με τους κάτοικους του νότιου τμήματος, μιας που οι μεν εκλάμβαναν τη λέξη «ΠΑΟΚ» ως «ΜΠΑΟΚ» όταν την πρόφεραν οι δε (τώρα πια έχει φτάσει να χαρακτηρίζει και γραφικά άτομα από τον νότο που δεν καταλαβαίνουν ότι το αστείο παραπάλιωσε).

- Από Σαλονίκη είπες; ΜΠΑΟΚ-ΜΠΑΟΚ, φιλαράκι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που περιγράφει τύπο άρρενος που απαντάται στα βόρεια της χώρας (και δη στη Θεσσαλονίκη) και που χρησιμοποιείται μεταφορικά με υποτιμητικό σκοπό.

Εμφανισιακά αναγνωρίζονται από τον συνδυασμό άσπρων καλτσών με μοβ φλάι, το στρατιωτικό κούρεμα, το παπάκι με τη βγαλμένη πόδια και τον ανύπαρκτο σιγαστήρα εξάτμισης, και την πώρωση με τον ΠΑΟΚ (κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά).

(Παραλλαγές: γκάγκουρας, σγκάγκουρας.)

-Φεύγα απ' εδώ ρε σγκάγκουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified