Further tags

Ο ορισμός είναι άπλα, χωράει τους πάντες, ιδίως αν το τηλεκουμάντο είναι για σένα σα συσκευή εξίσου άχρηστη με τον αγγουροκόφτη. Συχνότερα όμως χρησιμοποιείται για αναλώσιμες σίλικον Βάλεϋ παρουσίες και αντράκια που χορεύουν στο τέλος κάθε εκπομπής το γκεϊμπέκικο και φλυαρούν ακατάσχετα.

Πού είναι η Πετρούλα ρε φίλε;;; Hταν η αγαπημένη μου τηλεκουράδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση του κουράδα. Αναφέρεται σε κατηγορία του ηλικιακού group 17-23. Ευμεγεθής περιφέρεια, υψηλό ανάστημα, ελληνική ψυχή, μπλουζάκι polo/nautica/ralph lauren, χειμαρρώδες ταμπεραμέντο και ευγενής ενασχόληση με καπιταλοδεξιές φοιτητικές παρατάξεις.

Ενδιαφέροντα: Βόλτα με την μπέμπα, barbecue, συνομωσιολογικές συζητήσεις κατά εβραίων, μασόνων και υπερυπολογιστή των Βρυξελλών. Ουίσκυ και Καρράς.

Θα τον βρείτε: Balux, Sky Roof Garden, Θύρα 13. Μηνιαίο προσκύνημα σε Αράχωβα και Μύκονο για κράξιμο τρέντιδων.

Αυτή η ράδα κάθε βδομάδα τα ίδια.. Γυρνάει με χίλια από Πανταζή , πάει για βρώμικο στον Ληγούρα και πάντα αρχίζει τσαμπουκάδες και μανούρες! Μωρη ράδα...

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρό νταηλίδικο μπινελίκι δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν.

- ΚΕΜΑΛ ΞΕΧΥΣΑΝΟΠΟΥΣΤΑ ΣΕΛΤΖΟΥΚΕ ΣΚΑΤΟΜΟΥΝΗ. ΠΟΥ ΤΗ ΜΠΟΥΤΑΝΑ ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΤΣΩΝΑΝ 1000 ΟΥΝΝΟΙ.
(εδώ)

- swpa re mpouli, prepei na se xerw gia na s milisw;;; skatomuni t kerata ...
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Σκατάς υπήρξε μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στο Πειραιά για πολλά χρόνια.

Απέκτησε το παρατσούκλι αυτό από μια πολύμορφη βρωμερή μάζα που είχε στο κεφάλι του, ανακατεμένη με τα μαλλιά του (99% σκατά), καθιστώντας την παρουσία του στο κοινό ανυπόφορη.

Αποδίδεται σε αυτούς που έχουν μαλώσει με το σαπούνι και δεν πλένονται.

- Καλώς τον Νίκο. Τι λεέι ρε, τα νέα σου...
- Ασ' τα ρε, βγήκα χθες με τον Αλέξη, τον θυμάσαι από το γυμνάσιο;
- Ποιον ρε, αυτόν που είχε το μαλλί του Σκατά; χαχα!
- Ναι ρε αυτόν! Σου λέω δεν άλλαξε τίποτα, δεν έβαλε μυαλό, βρωμάει ο μαλάκας σαν ασβός και δε λέει να πλυθεί τόσα χρόνια.
- Ρόμπα ξεκούμπωτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Yπερβολικά κουρασμένος, λιωμένος από αλκοόλ ή ναρκωτικά.

«Mαλάκες είμαι χέσμα, δε θα βγω σήμερα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπανιαρισμένος στα σκατά. Χρησιμοποιείται ως όρος όταν δεν υπάρχει αίσθηση της πρωτοτυπίας στο μπινελίκι. Ζώα.

Μπήκε στο σπίτι μου ο σκατιάρης και έκανε ένα μήνα να ξεμυρίσει η σκατίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified