Selected tags

Further tags

Λολοπαίγνιο που φορέθηκε ιδίως αυτόν τον χειμώνα 2012-2013, λόγω του ακριβού πετρελαίου θέρμανσης και της προσπάθειας να βρεθούν εναλλακτικοί τρόποι να ζεσταθεί ο κοσμάκης, ο πλέον κλασσικός από τους οποίους είναι ασφάλουσλυ το σεχ. Κάνει κρύο, καιρός για τρίο άλλωστε, η ομοιοπαθητική καυλοριφέρ βέρσους πουτσόκρυο είναι η πιο ενδεδειγμένη.

  1. Επειδη καλοριφερ δε βλεπω να αναβουμε ουτε εμεις, εχω βαλει το καΥλοριφερ στο φουλ, μηπως πιασει θερμοκρασια και ζεσταθούμε με την κυρά (Εδώ).

  2. Θερμαντικο σώμα που σου προκαλεί σεξουαλικο ερεθισμο. Καυλοριφερ. (Εδώ).

(από Khan, 31/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά:

  • Χιόνισε. Και το ‘στρωσε. Ας πούμε ένα γόνα και βάλε. Τι κάνεις; Παίρνεις το φτυάρι, ή ό,τι σαν φτυάρι, κι ανοίγεις κουπό. Τουτέστιν δρόμο, δηλαδή, μονοπάτι μέχρι ..το δρόμο. Κυκλοφορεί στα ορεινά.
  • Στην Αλόννησο, που δεν πολυκαταλαβαίνει από χιόνι, έτσι λένε λέει τα ίχνη που ακολουθεί ο σκύλος.

- Το ’στρωσε για τα καλά!!
- Σιγά το στρώσιμο. Σαν εσένα, όταν το ‘στρωνε, κάναμε ώρες ν’ ανοίξουμε κουπό με τον παππού σου.
- Τα καλά του θερμοκηπίου!

Κουπός. (από sstteffannoss, 03/03/12)Η κοινωνική της συνείδηση είναι συγκινητική. (από sstteffannoss, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ποιητική ονομασία για τη βροχή στα καλιαρντά. Βγαίνει από το λάκριμο εκ του ιταλικού/ λατινικού lacrima. Σαν να δακρύζει ο ουρανός, δηλαδή. Αβέλει λακρίμω σημαίνει βρέχει.

Θα αβέλει λακρίμω αύριο είπαν στην κρυσταλλοσινού.

Αβέλει λακρίμω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος όπου κάνει πολύ κρύο, με εσάνς μεξικανικού / τεξανικού τοπωνυμίου.

Πηγή: The inq.

Μην μας πας πάλι στο Λος Ψόφος για χριστουγεννιάτικες διακοπές, θα γίνουμε αρχαίοι!

(από polemarxos90, 29/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σέξι μετεωρολόγος νέας κοπής, που λιγότερο δείχνει τα μετέωρα φαινόμενα και περισσότερο μετεωρίζει τον κώλο της. Το σινάφι της Έλενας Πούτση και της Πετρούλας. Παίρνει την δουλειά με βυζογραφικό.

«Μόλις τελείωσε» η μετεωροκώλος, μόλις τελειώσαμε κι εμείς...

(από Dirty Talking, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοκαιρινός όρος για υπερσυγκέντρωση ιδρωμένων γυναικών σε παραλίες, κλαμπ και μπαράκια. Από το κουφόβραση, καύσωνα δηλαδή με συννεφιασμένο ουρανό.

Αν φυσήσει λίγο αεράκι και δροσίσει λέγεται και μουνοθύελλα.

Αν η παραλία είναι σε κατηφοριά λέγεται και μουνοπλαγιά.

- Πω ρε μάγκα! Τι μουνόβραση γίνεται εδώ μέσα! Ίδρωσε το μάτι μου!
- Kαι τι άρωμα όμως, ε;

βράζει γενικώς! (από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στενόχωρος. Κατά μια άλλη έννοια οι συχνά εναλασσόμενες καιρικές συνθήκες.

- Ρε παιδί μου τι καιρός είναι αυτός; Τη μια συννεφιά με κρύο, την άλλη ζέστη και υγρασία...
- Ναι μουνόχωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομογένεια ευθύνεται για εκφράσεις όπως τα μπιλοζίρια. Εγώ απλά την καταγράφω. Εκ του αγγλικού below zero, αναφέρεται σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός και όταν λέμε μηδέν στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για 0 βαθμούς Φαρενάιτ και όχι 0 Κελσίου, δηλαδή επιστημονικά σκατόκρυο.

- Yo! Τι έγινε μπρο; Πιάσαν τα μπιλοζίρια νωρίς εφέτο.
- Yeah... θα φριζάρουν τα λέκια (σ.σ. θα παγώσουν οι λίμνες) πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγώνω απο το υπερβολικό κρύο.

- Ξύλιασα εχθές περιμένοντας επί μια ώρα το λεωφορείο να περάσει.
- Εμ κι εσύ που πήγαινες με τέτοιο χιόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέτοιο κρύο έξω, σε σημείο που ο πούτσος μένει κάγκελο, ξερός, εξαφανισμένος, σε απόλυτη σμίκρυνση (διαγραφή) από το κρύο.

Ρε Κώστα, πού γυρνάς έξω τέτοια ώρα; Έχει πουτσόκρυο!

(από σφυρίζων, 22/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified