Στρατιωτικές μονάδες στα νησιά ανατολικού Αιγαίου.
- Μου' ρθε μετάθεση για Γκατζολία...
- Καλά είσαι. Εμένα με στέλνουν Γκασμαδία...
Στρατιωτικές μονάδες στα νησιά ανατολικού Αιγαίου.
- Μου' ρθε μετάθεση για Γκατζολία...
- Καλά είσαι. Εμένα με στέλνουν Γκασμαδία...
Got a better definition? Add it!
Κατεψυγμένο στρατιωτικό κρέας.
- Τι φαγητό έχει σήμερα Δεκανέα;
- Άστα να πάνε!
- Ψάρι;
- Ακόμα χειρότερα, γκοτζίλα κοκκινιστό.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται αλλιώς και «άκρη»: η γνωριμία με κάποιο υψηλό πρόσωπο όπου θα κάνει κάτι ευνοϊκό (ρουσφέτι) για εσένα.
- Είχε βύσμα στον στρατό αυτός και τον έκαναν μετάθεση στην Αθήνα.
Βλ. και δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: bluetooth, πολύπριζο, πολύμπριζο, ρουσφετοπωλείο.
Got a better definition? Add it!
Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.
-Άστα ρε φίλε, πήρα μετάθεση στον Έβρο. -Καλά, δεν έχεις κανένα δόντι να σε φέρει Αθήνα να είσαι μες στο σπίτι σου;
Got a better definition? Add it!
Το Ι5, δηλαδή η μόνιμη αναβολή από τον στρατό λόγω ψυχολογικών προβλημάτων. Στην Ελλάδα της υποχρεωτικής ακόμα στράτευσης είναι ο νούμερο 1 τρόπος αποφυγής της θητείας.
- Άσε με ρε Νίκο, τέλειωσε η αναβολή που είχα για τις σπουδές και μου ήρθε χαρτί να παρουσιαστώ. - Σοβαρά; Και τι θα κάνεις, θα πας; - Όχι ρε, για μαλάκες ψάχνεις; Μάλλον για τρελόχαρτο θα πάω!
Δες επίσης γιωτόχαρτο, Ι5, γιωτάς, γιωτόμπαλο, γιώτα φεύγα, γιωτάμηνο, είσαι μαλάκας ή γιωτάς;
Got a better definition? Add it!
Τα κουνούπια του νομού Έβρου, γνωστά για τη θηριωδία τους, που έχουν βασανίσει γενιές φαντάρων.
- Με ξέσκισαν τα γκατζολόπτερα χτες στην σκοπιά.
Got a better definition? Add it!
Ο νομός Έβρου, σύμφωνα με τους υπηρετούντες τη στρατιωτική τους θητεία σε αυτόν.
Άσ' τα μεγάλε, πήρα μετάθεση για Γκατζολία.
Got a better definition? Add it!
Ο νεοσύλλεκτος στον στρατό.
«Απολύομαι ψαρούκλες, τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες»
Συνώνυμα: ποντίκι, νιάτο, Νεοκλής, νέοπας, νέοψ, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου.
Got a better definition? Add it!
Οι διασυνδέσεις, από το αγγλικό connections.
Got a better definition? Add it!