Further tags

Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για άντρες, όχι απαραίτητα βέβαια, όταν αυτοί γκρινιάζουν ή παραπονιούνται σαν γκόμενες.

- Τι λες να πάμε Ψυρρή σήμερα;
- Πάλι εκεί μωρέ την άλλη φορά ήταν τίγκα στους κάγκουρες κλπ.
- Πώωωω, πάλι τσινάει η πουτανίτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός της παλάμης, χρησιμοποιείται στην περιγραφή της πράξης της μαλακίας.

- Καλά, αυτός πως την βγάζει τόσο καιρό;
- Δουλεύει την χείρα με τα πέντε ορφανά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ή αλλιώς «μας πήραν τα ζουμιά», «μας πήραν τα μέλια»). Όταν στην παρέα υπάρχει ζευγάρι και είναι όλο μέσα στις γλύκες και στα φιλιά μεταξύ τους.

Σιγά ρε! Πώς κάνετε έτσι εσείς; Μας πήραν τα σορόπια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ολοκληρωμένη φράση «να δεις τα ραδίκια ανάποδα» σημαίνει ότι θα σε θάψω και μιάς και θα είσαι κάτω από το χώμα θα μπορείς να βλέπεις τα ραδίκια από την ανάποδη (ίσως να εννοεί τις ρίζες).

Σχετικά λήμματα: θυμαράκια

Έτσι και δεν μου φέρεις τα λεφτά αύριο θα σε κάνω να δεις τα ραδίκια ανάποδα!

(από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παίζω μάγκας και νταής σε κάποιον, παριστάνω τον άγριο και κάνω τσαμπουκά. Χρησιμοποιείται όμως και την περίπτωση που κάποιος το θεωρεί τον εαυτό του πολύ έξυπνο.

- Καλά, είδες το ξύλο που έφαγε χτες ο Μάνος;
- Να μάθει να μην πουλάει μαγκιά στα μικρά! Αλλά πού να το ξέρει πως ο Πετράκης έχει μεγάλο αδερφό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικό, εμπνευσμένο από την ξερή. Ο άσχετος αμυντικός.

- Καλό το σέντερ μπακ του Πανακρατηριακού;
- Μπά, δεν κόβει μπάλα ούτε με βαλέ...

Got a better definition? Add it!

Published

Αποφεύγω να πατάω πάνω στο πόδι παρευρισκόμενου ατόμου.

Μας ξενύχιασες ρε φίλε, πάτα και λίγο Ελλάδα να πούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.

- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση «το ξύλο της αρκούδας» σημαίνει άγριο ξυλοδαρμό. Γενικότερα, πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ, του κώλου.

  1. Τον περιέλαβαν κάτι παόκια και τού 'ριξαν το ξύλο της αρκούδας, του κωλόγαυρου.

2.- Ρε χαμένε, όλη μέρα λιώνεις και τα ξύνεις σαββατιάτικα;
- Μιλάμε, η κραιπάλη της αρκούδας.

Το ξύλο της αρκούδας. (από Galadriel, 16/02/09)

Βλ. σχετικά: ξύλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το την κάνω / τηγκανά. Παραλλαγή είναι και ο Τηγκανιάδης.

- Λοιπόν πληρώνουμε και Τηγκανόπουλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified