Further tags

Βούλωσ' το, μη μιλάς, κάνε τουμπεκιστάν.

- Ρε σου λέω έχει δίκιο! - Κάνε μόκο και άσε τις παπαριές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόψε λάσπη. Κοινώς, «δίνε του».

α. (www.greekdivers.com) -Μεγάλε, άσ'τα αυτά, βγάλε το σκασμό και κόψε λάσπη μη πέσω και κάνω τον ψόφιο και σας σφάξουν όλους στο τάκα τάκα!!!

β. (archive.enet.gr) ...βάλε μέσα στην Tζάγκουαρ τη γυναίκα σου , τα παιδιά σου και την πεθερά σου και κόψε λάσπη , γιατί την Tρίτη θα γίνει μεγάλος σεισμός.

(από Cunning Linguist, 05/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν συμβαίνει τίποτα, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.

Δεν τρέχει μία αν δε βρούμε ταξί, θα πάρουμε λεωφορείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε χρησιμοποιείται κυριολεκτικά. Εκφράζει τη δεξιοτεχνία, την επιδεξιότητα κάποιου σε κάποιον τομέα.

- Γιατί ο Ηρακλής απεικονιζόταν πάντα γυμνός και με ένα ρόπαλο στο χέρι;
- Γιατί;
- Γιατί γαμούσε κι έδερνε!

- Καλά, η Σούλα φτιάχνει ένα μουσακά να γλείφεις τα δάχτυλά σου! Γενικά είναι πολύ καλή στο μαγείρεμα. Γαμάει και δέρνει στην κουζίνα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ειρωνικά για τύπους που το παίζουν μάγκες, και που λένε ότι όλους τους δέρνουν και τους «γαμάνε».

- Πέτυχα εχθές τρεις βαζελους και τους γάμησα στο ξύλο... - Καλά μεγάλε, κατούρα και λίγο.

(από protnet, 29/09/10)(από Άγης, 19/12/10)(από Άγης, 19/12/10)(από Άγης, 19/12/10)

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω πρέφα / χαμπάρι, είμαι ενημερωμένος σε κάποιο αντικείμενο, γνωρίζω. Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά για κάποιον που δεν πληρεί τα προαναφερθέντα.

- Καλά και θα πας μέχρι εκεί για να του αλλάξεις εσύ την ώρα στο PC του;
- Αφού δε σκαμπάζει μία από κομπιούτερς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που εκφράζει θυμό, τσαντίλα, αγανάκτηση.

- Μόλις μου είπε οτι με τα λεφτά για το νοίκι αγόρασε γούνα, έγινα Τούρκος!

Τούρκος γίνεται τούρκος σε ριάλιτι (από Khan, 11/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Slang παλαιάς φρουράς. Δηλώνει πώρωση, φανατισμό, και απόλυτη αφοσίωση - κάτι σαν τα ακόμη αρχαιότερα «και ξερό ψωμί» και «ψωμί, ελιά, και Κώτσο βασιλιά».

Μπάοκ και τα μυαλά στα κάγκελα ρε κουφάλες!

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει.

- Κάτσε να φέρω τριάρες τώρα ρε αρχίδι και θα δεις!
- Θα μου κάνεις τα τρία δύο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι καταπληκτικός, άπαιχτος, ανεπανάληπτος, σπέρνω!

Το καινούργιο των Parkinsons τα σπάει, ειδικά η διασκευή Bανδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified