Selected tags

Further tags

Περνώ τον χρόνο μου σε συγκεκριμένο μέρος.

Άνδρας: Ρε Σοφάκι, πού βλέπεις να τη βγάζουμε αυτό το καλοκαίρι;
Γυναίκα: Μύκονο και Σαντορίνη σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι που λέει και το τραγούδι μωράκι μου!
Άνδρας: Ναι, ναι... Αν πάρω αυτή τη ρημάδα την άδεια ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος αναψυκτικού (δεν είναι μάρκα, γι' αυτό και το καταχωρίζω). Υπήρξε, ας πούμε, η ελληνική κοακόλα πριν έρθει η αυθεντική. Χρονολογείται από το 1928, αλλά υπάρχει ακόμα, σε διάφορες μάρκες: «Γεράνι», «Τεμένια», πιθανόν κι άλλες.

Βλ. εδώτο βιογραφικό και τα συστατικά της.

Θερινό σινεμά δεκαετίας 60-70, στο διάλειμμα, ο πωλητής με τον δίσκο:
- Μπυράλ, κωκ, πασατέμποοοο!

(από Vrastaman, 19/06/11)(από Vrastaman, 19/06/11)(από Vrastaman, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοντάφτω.

Κανονικά υπάρχει και το ενεργητικό περδικλώνω, αλλά δεν χρησιμοποιείται σχεδόν καθόλου.

Μεταφορικά σημαίνει «μπερδεύομαι».

περδίκλα = τρικλοποδιά
περδίκλωμα = μπέρδεμα

Λήμμα το οποίο αναθεωρήθηκε (το είχα βάλει εγώ και είχα γράψει άλλ' αντ' άλλων). Από τα σχόλια του Πονηρού και του Ίωνα που ...διακριτικά ανέφεραν το σωστό, κρατάω τα εξής:

Λέει ο Πονηρόσκυλος (27/11/10):
Περδικλώνω και πεδικλώνω < από το μεσαιωνικό πέδικλον που είναι το δέσιμο με σχοινί (συνήθως) των ποδιών του ζώου για να μην μπορεί να απομακρύνεται γρήγορα.

Επίσης ο Ίων (21/11/10) λέει:
Περδικλώνω και μπουρδουκλώνω: βάζω τρικλοποδιά, μπερδεύω: «δεν πιστεύω να σε μπουρδούκλωσα, με το σχόλιο μου»

Βλ. και περδικλοπούτσι.

  1. Όπως ξέρετε, σε κανα 15 μέρες μπαίνω στον μήνα μου... έκανα δουλειές στην κουζίνα και ξαφνικά περδικλώθηκα με αποτέλεσμα να βρεθώ για άλλη μια φορά στο πάτωμα...

  2. Κοχύλι που βαριανασαίνεις θάλασσα
    Τη θάλασσά σου άκουσα
    Και περδικλώθηκα σε κότσο αναμνήσεων

  3. γεια σου ανηψι με τα περδικλώματα σου...
    Θειούλι μου,δεν κατάλαβες. Δεν περδικλώθηκα εγώ αυτή τη φορά αλλά θειούλι μου, νομίζω είναι καιρός να ενηλικιωθώ και να επιτρέψω στους άλλους να ζουν χωρίς εμένα.

από το δίχτυ όλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κρεατικά, αυτά που ψήνονται, της ώρας.

Ομολογώ ότι ο ορισμός αυτός είναι αυτοσχέδιος καθώς προσπαθώ να ερμηνεύσω το παράδειγμα της αρχικής καταχώρισης. Δεν πιστεύω ότι ο ταβερνιάρης χρέωσε «ψηστικά», αλλά «ψητά», ακόμα κι αν τα είπε έτσι.

Βλ. αρχική καταχώριση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει κάνει εξορία στη Μακρόνησο την περίοδο του ελληνικού εμφύλιου. Χρησιμοποιείται κυρίως από αριστερούς, τιμητικά, και ένα τσικ χαϊδευτικά.

  1. Τάσος Ζωγράφος: μαχητής, καλλιτέχνης, Μακρονησιώτης μέχρι το τέλος: [...] Το 1947 καταφέρνει να μπει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η αριστερή του δράση είναι γνωστή. Τον στέλνουν στη Μακρόνησο. Εκεί θα κάνει από το τίποτα σκηνογραφίες σε παραστάσεις και θα συνδεθεί με τον Νίκο Κούνδουρο και τον Θανάση Βέγγο. [...] (από την Ελευθεροτυπία)

  2. Ηταν πολλές εκατοντάδες [...] οι αγωνιστές-κρατούμενοι της Μακρονήσου και άλλοι αγωνιστές και αγωνίστριες κάθε ηλικίας που επισκέφτηκαν και συμμετείχαν [...] στην εκδήλωση που οργάνωσε [...] η Πανελλήνια Ενωση Αγωνιστών Κρατουμένων της Μακρονήσου (ΠΕΚΑΜ) [...]. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε σε κλίμα συγκίνησης και αγωνιστικής ανάτασης καθώς ο πρόεδρος της ΠΕΚΑΜ - Μακρονησιώτης ο ίδιος - Γρηγόρης Ριζόπουλος, αναφερόταν στο Ιστορικό των στρατοπέδων της Μακρονήσου και στα οργανωμένα από το καθεστώς του μοναρχοφασισμού βασανιστήρια σε βάρος των δεκάδων χιλιάδων κρατουμένων αγωνιστών. (από το Ριζοσπάστη)

  3. Χαζεύοντας στην τηλεόραση είδα ένα κομμάτι της εκπομπής του Χαρδαβέλλα για την Μακρόνησο. [...] Μου έφερε στο μυαλό αυτή η εκπομπή τους «Μακρονησιώτες μου» που γνώρισα. Αυτούς που με μεγάλωσαν. Τον παππού μου, τον πατέρα μου, τον θείο μου. Και όσα έχω διαβάσει για την περίοδο αυτή, μιας που από τα βιβλία ξέρω ότι ξέρω, γιατί οι ίδιοι δε συνήθιζαν να μου λένε ιστορίες προσωπικές τους. Ήταν πολύ σοβαροί για να κομπάσουν και πολύ θλιμμένοι από τα αποτελέσματα του αγώνα τους. (από ιστολόι)

Got a better definition? Add it!

Published

Σαν έκφραση χρησιμοποιείται προτρεπτικά κυρίως από γυναίκες διαόλου κάλτσα που πιάνουν πουλιά στον αέρα, διαβάζουν βουλωμένο γράμμα με μηδέν λουξ και διαθέτουν προσόντα διπλωμάτη ολκής, προς αρχιδάτους με πιο ουγκ ταπεραμέντο, προκειμένου να λυθούν ηλίθιες παρεξηγήσεις και να επουλωθεί αθέλητο ή ανόητο πάτημα κάλων.

Σημαίνει το καλόπιασμα του άλλου, την ανόρθωση του πεσμένου του ηθικού ή την εξάλειψη της δυσαρέσκειάς του, μετά από άτοπο ή άγαρμπο θίξιμο, ή ακόμη και προσβόλα, που του έγινε (όχι απαραίτητα από εμάς), είτε πάνω στη στραβή, είτε με αφορμή κάποιο φάουλ του. Όχι όμως με γλείψιμο, αλλά με την αναγνώριση της αξίας και του τι καλό καγαθό έκανε στο παρελθόν. Επίσης, την ενθάρρυνσή του πάνω στην προσπάθειά του για έναν κοινό στόχο στον οποίο δικαιολογημένα δεν πολυσυνεισφέρουμε εμείς.

Μανιπουλάρισμα ή πουσάρισμα δηλαδή, χωρίς όμως τις υστερόβουλες δημοσιοσχεσίτικες γαλιφιές.

Με σκαμπρόζικη χρήση του «πούπουλου» η έκφραση παίρνει πεοανυψωτική διάσταση με ανάλογα αποτελέσματα σε οποιοδήποτε ανδρικό ηθικό.


Το ανεβάζω για να διασωθεί και μόνο.

Το χρησιμοποιούν αναντάμ – παπαντάμ, σπανίως, οι παλιές (άνω των 60) ενός απ’ τα σόγια μου. Αν κι αντιλαμβάνονται την πικάντικη δυναμική της έκφρασης, δεν την έχω ακούσει ποτέ καθαρά μ’ αυτήν την απόχρωση –πώς θα μπορούσα άλλωστε- εξού κι η έλλειψη αντίστοιχου π.χ. που θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση εκφρασοπλασίας. Εννοείται, πως δεν αποκλείω μια τέτοια χρήση.

Ως προς την ετυμολογία, το πιο κοντινό που μπόρεσα να ανιχνεύσω είναι το αγγλικό «feather in one's cap» που σημαίνει πως κάποιος κατάφερε κάτι που όλοι γνωρίζουν και θεωρούν σημαντικό κι αξιόλογο, πράγμα που τον κάνει αν όχι φανερά περήφανο, τουλάχιστον να έχει ηθικό ακμαιότατον και να είναι κάργα από αυτοπεποίθηση. Θυμίζοντάς του το, όταν καμιά κωλοκατάσταση τον έχει πάρει από κάτω, τον βοηθάς, ενίοτε, να την ξεπεράσει -λέω 'γω (εννοείται, με κάθε επιφύλαξη).

- Καλά – καλά, θα σε στολίσω αργότερα.
- Τι πάλι;
- Ε το μαλάκα! Ξανά τα ίδια! Άλλαξε τις ημερομηνίες!
- Από μακριά όλα είναι εύκολα.
- Σιγά! Που μου το παίζει και βαρύ πεπόνι!
- Σήκωσέ του κι εσύ λίγο το πούπουλο! Τόσο τρέξιμο έχει κάνει!
- ………
- Έχουμε κι εκείνα τα τρικαλινά λουκάνικα, μου πιάνουν χώρο.
- Αν φτάνει το τσίπουρο, παρ’ εσύ τηλέφωνο για αύριο.
(sic)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που, σε σύγκριση με κάτι άλλο, είναι ή δείχνει μηδαμινό, ανάξιο λόγου.

Προέρχεται από κάποια διαφήμιση των τότε μοναδικών ανταγωνιστών Κολυνός / Kolynos και Colgate. Μία από τις δυο είχε βάλει φθόριο και ήταν ... Fluoride, ενώ όλες οι άλλες ήσαν απλώς οδοντόκρεμες.

Η έκφραση γενικεύθηκε με λίγο σκωπτική απόχρωση και ακούγεται ακόμα από κάτι γέρους σαν τον Hodjas για παράδειγμα.

  1. Μπροστά στη Μύκονο, όλα τα άλλα νησιά είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  2. Μπροστά στη ρακή των Εξαρχείων (όταν την πίνεις παρέα με το Hodjas) όλες οι άλλες ρακές είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  3. Μπροστά στον ΧΧΧΧΧ όλοι οι άλλοι χρήστες είμαστε απλώς οδοντόκρεμες.

  4. Μπροστά στο slang.gr όλοι οι άλλοι ιστότοποι είναι απλώς οδοντόκρεμες.

κ.ο.κ. ad infinitum

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχήν, να διευκρινιστεί ότι πρόκειται για σλανγκική χειρονομία και όχι φράση - ως εκτούτου (που θά 'λεγε και Ντέσμοντ Τούτου) μπορεί και να μην έχει θέση στο σάη, αλλά ας το αποφασίσει αυτό η ιστολογική εξέταση (σε περίπτωση αμφιβολίας, επανάληψη της βιοψίας).

Για να μπούμε στο κλίμα, να θυμίσω την κλασσική σλανγκική χειρονομία κατά την οποία ο σλάνγκος τείνει πρώτος το χέρι προς χειραψία (συνήθως με σκοπό τη συμφιλίωση μετά από μια διένεξη) και όταν ο άλλος κάνει το ίδιο, ο σλάνγκος το αποσέρνει γρήγορα, με τεντωμένο μάλιστα τον αντίχειρα σε κατεύθυνση και φορά αντίθετη του ατόμου που υφίσταται το άδειασμα.

Συνίσταται στο χούφτωμα των γεννητικών αδένων μας ως δήθεν να μας δυσκολεύει ο καβάλος του παντελονιού μας (βλ. και λήμμα αριστερός ή δεξιός;) που γίνεται σκόπιμα, εν είδει απαξίωσης, όταν περνάμε δήθεν αμέριμνοι δίπλα από κάποιο άτομο του οποίου την κακή ανάμνηση θέλουμε να ξορκίσουμε δια της γελοιοποιήσεως, διότι στο παρελθόν έχει υπάρξει τρόμπας απέναντί μας.

Άλλως τε, η εκδίκηση είναι ως γνωστό ένα πιάτο που σερβίρεται κρύο (Nemo me impune lacessit που λένε και στο Βατικανό).

Κλασσικά πρόσωπα όπου μπορούμε να εφαρμόσουμε την παραπάνω τεχνική είναι πρώην Δίκες ή καθηγητές μας ή άλλα άτομα από το παρελθόν που θέλουμε να ξεχάσουμε και συναντάμε τυχαία στο δρόμο.

Ο υφιστάμενος τη σλανγκική αυτή χειρονομία, δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί διότι αν το κάνει:
- εμπίπτει στα πλαίσια της αναξιοπρέπειας (παρατήρησε αδιακρίτως την κίνησή μας)
- παραδέχεται εμμέσως ότι αυτή απευθυνόταν στον ίδιο, αλλά δεν μπορεί να το υποστηρίξει δημοσίως

Σε άλλες χώρες όπως η Ν. Ιταλία, υπάρχει αντίστοιχα το φτύσιμο στο έδαφος, που όμως αποτελεί μεγάλη και εμφανή προσβόλα.

Ωχ! Ο Ορατοβιδάλιος Ιντσεσίλογλου της Παθολογίας μπροστά μας! Πιάστε τ' αρχίδια σας!

Ο διασημότερος ίσως πιασαρχίδης. (από sstteffannoss, 07/06/11)Σχέδιο του Τάκη Σιδέρη για την αρχική και παράνομη έκδοση των «Ρεμπέτικων τραγουδιών» (1968) που παρουσιάζει έναν μάγκα που χορεύει ζεϊμπέκικο, κρατώντας τα αχαμνά του. (απ’ τα «Ρεμπέτικα Τραγούδια» του Ηλία Πετρόπουλου) (από sstteffannoss, 08/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλαιάς κοπής πολιτικός. Είναι πιο συνειδητοποιημένος στη φαυλότητά του απ' ό,τι ο απλώς λαοκόλακας, υποσχεσιολόγος Μαυρογιαλούρος, πιο αδίστακτος, πιο υπολογιστικός/μεθοδικός, και το χειρότερο, ενεργεί εν ψυχρώ.

Στη Μεταπολίτευση, τον συναντάμε συχνά υπό τον μανδύα του «τεχνοκράτη» και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για το σημερινό χάλι της χώρας. Για την ιστορία, ο Χαράλαμπος Βοζίκης (1862-1937), ήταν Έλληνας πολιτικός από την Αρκαδία, πολλές φορές βουλευτής, υπουργός και πρόεδρος της Βουλής με το Λαϊκό Κόμμα.

Χαρακτηριστικό της παλαιοκομματικής αντίληψης του Βοζίκη είναι το ακόλουθο συμβάν, που συνήθιζε να διηγείται ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος: Με την απελευθέρωση των νήσων Αιγαίου κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, ο Κ. Τριανταφυλλόπουλος (1881 - 1966) ορίστηκε Γενικός Γραμματέας της Διοίκησης των Νήσων του Αιγαίου, τις οποίες διοικούσε ήδη ο Χαράλαμπος Βοζίκης. Κάποτε τον ρώτησε ο Βοζίκης περί της τύχης μιας αίτησης κάποιου πολιτικού του φίλου. Εκείνος, που τον ενδιέφερε η επίδειξη της ταχύτερης δυνατής διεκπεραίωσης των υποθέσεων, απάντησε ότι το ζήτημα είχε ήδη λυθεί. Επακολούθησε δε ο εξής διάλογος:

- Βοζίκης: Μα η αίτησις υπεβλήθη χθες.
- Τριανταφυλλόπουλος: Και τι μ’ αυτό; Το αίτημα υπήρξε νόμιμον.
- Βοζίκης: Και το έλυσες χωρίς να έλθουν να σε παρακαλέσουν;
- Τριανταφυλλόπουλος: Αφού το αίτημα ήτο νόμιμον.
- Βοζίκης: Ώστε έτσι, θα λύωμεν όλας τας υποθέσεις αμέσως, χωρίς να φαίνεται ότι υπάρχει η παραμικρά δυσκολία! Δεν καταλαβαίνεις ότι πρέπει να φαινώμεθα ότι τους λύομεν άλλως άλυτα προβλήματα και ότι θα τους τα παρουσιάζωμεν ως ρουσφέτια;

- Ρε πστ μου, περάσανε νόμο που για να κάνεις έναρξη επαγγελματικής στέγης, πρέπει να φέρεις χαρτί από την πολεοδομία, θεωρημένο από τη Νομαρχία, ότι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου που νοικιάζεις, έχει πληρώσει το πρόστιμο για τους ημιυπαίθριους.
- Ε, δεν κατάλαβες καημένε; Επίτηδες τα κάνουν δύσκολα, για να έχεις την ανάγκη τους. Έλεος με τους βοζίκηδες που μπλέξαμε για πολιτικούς, ρε γμτ.

Χ. Βοζίκης (από allivegp, 07/06/11)

Μέρος του ορισμού προέρχεται από το άρθρο της βίκυς στο οποίο παραπέμπει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση προέρχεται κατά βάση από την πόκα, αλλά λέγεται και σε όλα τα παιχνίδια του τζόγου. Σλανγκ τζογαδόρικη, αναφέρεται στο σβήσιμο (ποντάρισμα ολικό) του μεγάλου χαρτονομίσματος ή του κόκαλου. Για παράδειγμα, θέλω να ποντάρω 60 ευρώ, αλλά κρατάω ένα εκατόευρο. Αντί να πάρω τα ρέστα από το εκατόευρο, προτιμάω να αυξήσω το στοίχημα, ποντάροντας και τα 40 ευρώ.

Πιο συγκεκριμένα, το σβήσιμο συμβαίνει για λόγους :

-βαρεμάρας : ποντάρει κάποιος π.χ. 5 ευρώ, και επειδή η μικρότερη μάρκα που έχω είναι δεκάρα, βάζω την δεκάρα, και δηλώνω ότι πάει για 5 ευρώ (όσο είναι το ποντάρισμα). Στην επόμενη γύρα, και ενώ όλοι έχουν πάει ντούκου, δηλώνω «να σβήσει», δλδ ποντάρω άλλα 5 ευρώ και ρίχνω μέσα όλη τη μάρκα (ενώ θα μπορούσα να πάω ντούκου, και να πάρω τα 5 ευρώ ρέστα, που εν τω μεταξύ έχουν μαζευτεί από τα λεφτά των άλλων παικτών).

-ψιπι : ποντάρει κάποιος 5 ευρώ, έχω πάλι μάρκα μεγάλη (π.χ. 25ευρη) και ακολουθώ στα πέντε. Στην επόμενη γύρα ο ίδιος αντίπαλος ποντάρει άλλα πέντε. Αντί να ακολουθήσω, λέω «να σβήσει», κάνοντας ρελάνς, ανεβάζοντας δλδ το ποντάρισμα στα 20 ευρώ. Το σβήσιμο εδώ δείχνει σιγουριά, αλλά μπορεί να κρύβει και την μπλόφα.

-αρρώστιας : ως γνωστόν οι τζογαδόροι δεν υπολογίζουν τα λεφτά, και προτιμάνε πολλές φορές να παίξουν ακόμα και τα ρέστα, για το δικαίωμα στο όνειρο... Αυτό που συμβαίνει είναι ότι άμα βγει το χαρτονόμισμα από την τσέπη, συνήθως σβήνει στο συντομότερο υπάρχον στοιχηματικό γεγονός...

(σε προποτζίδικο)
- Το λοιπόν, γράφε...
- Λέγε...
- Μπραουνσβάϊγκ Χ, τρομσντάλεν 1, Μαγιόρκα 2 και κλείνει το παρολί με το διπλό της Ουντινέζε. 48 ευρώ.
- Έφυγε.
- Άλλο τώρα. 30 ευρώ σε Μπαρτσελόνα, Ρεάλ, Γιουβέντους, Ρόζεμποργκ και Πόρτο. Και καλά είναι για μεσημέρι.
- Σύνολο 78 ευρώ.
- Φτου, κατοστάρικο κρατάω.
- Δίνω ρέστα;
- Γιατί ρε θες να μου χαλάσεις την τύχη μου;
- Με το παρδόν...
- Να σβήσει με τυχαία επιλογή, τρία νούμερα από δύο ευρώ, σε έντεκα κληρώσεις. - Ναι, γιατί τα ρέστα πιάνουν και χώρο στην τσέπη..
- Κοίτα ένα μπούστη ρεεεεε... Ρε θα πηγαίνω στον Καπελάκια ρε να παίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified