Further tags

Πολύ πικρός (συνήθως για ροφήματα). Ως γνωστόν τα περισσότερα δηλητήρια έχουν πικρή γεύση. Έτσι η Μητέρα Φύση μας προστατεύει από το να τα φάμε ή να τα πιούμε.

Τι καφές είν' αυτός! Δηλητήριο! Δεν έβαλες ζάχαρη;

(από Khan, 22/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ομπρέλα, που αναφέρεται στην ιδιότητα του ατόμου να αποφεύγει να κάνει κάτι.
Χρησιμοποιείται επίσης η εξής παραλλαγή της:
Αυτός / αυτή είναι μαλωμένος /-η με...

Διάφορα παραδείγματα με τα οποία μπορεί οποιοσδήποτε να έχει μαλώσει (και η σημειολογία τους):

την αλήθεια - αθεράπευτος ψεύτης
το σαπούνι, το rexona, το νερό - αθεράπευτα βρωμερός το άλλο φύλο - αθεράπευτα μπακούρι
τους περιπτεράδες - φοβερός τρακαδόρος τα δίχτυα - φοβερός χασογκόλης
το καλάθι - δεν σταυρώνει καλάθι
τον Θεό - συνειδητά άθρησκος
την κιλότα της - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
το σουτιέν της- δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
τα τζιν - συνεχώς κουστουμαρισμένος
τη μουσική - κακοφωνίξ
το ρολόι του - αιώνια καθυστερημένος
την τεχνολογία - αυτοί που έχουν ακόμα πικάπ, και βίντεο κ.λπ.
τους στύλους της ΔΕΗ - ατζαμής
τα φλας - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο λεβιεδάκι
τα φρένα – [καβλόγκαζος]
τον εαυτό του - μονόχνωτος τον εαυτό της - ξινή τον γάμο - γεροντοκόρη
το χιούμορ – μουρτζούφλης
την πραγματικότητα - αρχές σχιζοφρένειας
το σπίτι του - ξενύχτης
τον καθρέφτη - αχτένιστος
τον οδοντογιατρό του - φαφούτης
τις διπλές - γκαντέμης στο τάβλι
τους μπαλαντέρ - γκαντέμης σε κουμ καν, θανάση, μπιρίμπα
την ορθογραφία – ανωρθώγραφως [sic]
τα τασάκια - πετάει τις στάχτες ολούθε
τη δουλειά - τεμπέλης (λέμε και το βρήκε τρίχα στη δουλειά)
το ξυραφάκι - μονίμως αξύριστος/η
το σύμπαν - του φταίνε όλα (ειδικά αυτός δεν πιάνεται από πουθενά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο διαχρονικό πια «Κωσταντίνου και Ελένης», ο Μάνθος σε ένα επεισόδιο τα χώνει στον Κωσταντίνο που είναι ακόμα πολύ ντροπαλός με την μνηστή του... έτσι προσπαθεί να του δώσει να καταλάβει ότι πρόκειται για μια ανούσια κατάσταση, καθώς με την ατάκα αυτή υπονοεί ότι ο Κωσταντίνος πρέπει να πλησιάσει ερωτικά τη μνηστή του.

- Βγήκαμε, πήγαμε για καφέ, μετά σινεμά και μετά την πήγα σπίτι της...
- Ρε φίλε τόσον καιρό μέλι μέλι και τηγανίτα τίποτα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η μονταζιέρα κυρίως με την κακή έννοια, της προπαγάνδας.

Στην κυριολεξία κοπτοραπτάδικο είναι η βιοτεχνία όπου κόβονται και ράβονται υφάσματα και ρούχα.

από το phorum:
-τώρα αν ακούς από κάποιον να σου λέει ότι το κοπτοραπταδικο μετακόμισε στη βουλγαρία καταλαβαίνεις ότι πρόκειται περί αστοιχείωτου που απλά λέει παπαριές για να για να δικαιολογήσει άλλες παπαριές. μετακόμισε λέει η μικρή επιχείρηση της γειτονιάς στη βουλγαρία! νομίζω ότι πρέπει πραγματικά να είσαι εκτος τόπου και χρόνου για να πεις κάτι τέτοιο...
-Μάλλον εσύ είσαι εκτός τόπου και χρόνου. Κάνε καμιά βόλτα στο Σαντάνσκι, στο Γκότσε Ντέλτσεφ και στο Πετρίτσι. Τα κοπτοραπτάδικα είναι που μετακομίζουν πανεύκολα. Πέντε μηχανές σ' ένα φορτηγό και πάμε γι' άλλα. Πως φαίνεται ότι δεν ξέρεις τι σημαίνει "ραχοκοκκαλιά της ελληνικής οικονομίας", δηλ. έλληνας βιοτέχνης! Αυτόν έπρεπε να τον είχε μπροστά του ο Μαρξ. Θάγραφε άλλα δέκα Κεφάλαια.
αθώος κοπτοράπτης

Όμως αλίμονο! Την ώρα που αυτοί οι πυλώνες της ελλ. οικονομίας ψυχοραγούν, νέα κοπτοραπτάδικα θάλλουν: Σε μέρη πιο κυριλέ, είναι εγκατεστημένος ο επαγγελματικός εξοπλισμός κοπτοραπτικής εικόνας ή ήχου, δηλ. η μονταζιέρα (Σφυ).

Κι όπως λέει εδώ,

έχει απλωθεί πέρα από τους κομματικούς spin doctors (τρομάρα τους) σε όλο το πεδίο της κοινωνικής δικτύωσης. Από τα δεξιά την κάνουν λίγο πιο κυνικά, επαγγελματικά ας πούμε – με Μουρούτηδες και Κεδίκογλου να κρατάνε την μπαγκέτα και την Ομάδα Αλήθειας να σολάρει. Κι από τα αριστερά την εξασκούν λίγο … εχμ, πιο «αριστερά». Στήνοντας όλα τα προηγούμενα χρόνια μέσω των φιλικών sites συνεχείς δίκες προθέσεων που φυσικά τώρα επιστρέφονται μπούμερανγκ κάθε φορά που σκάει μια υπόθεση Κατρούγκαλου ή Μάρδα. Σε κάθε περίπτωση, το κλασικό δημοσιογραφικό ρητό εξελίσσεται.
«Μην αφήνεις την πραγματικότητα να σου χαλάσει μια ωραία ευκαιρία για φθηνή προπαγάνδα».

άποψη νέου κοπτοραπτάδικου

  1. -Γιατί η ΕΣΗΕΑ δεν εντάσσει στους κόλπους της όλα αυτά τα παιδιά που δουλεύουν με 300 ευρώ το μήνα, μαύρα, 6 ή 7 μέρες την εβδομάδα;
    -Σε λάθος βάση το ερώτημα: Η σωστή είναι: Γιατί η ΕΣΗΕΑ ανέχεται τους μισθούς πείνας στα ιντερνετικά κοπτοραπτάδικα;
    -γιατί δεν τους θελει. Έχουν ήδη τα γεροντόπαιδα εκει σκοτούρες, δεν ειναι για καινουργιους μπελαδες και τρεχαματα!!!!! (εδώ)
  2. το κοπτοραπταδικο εκει στην Συγγρου παει καλα βλεπω ε? Απευθυνεστε στην πλεμπα κ με αυτήν θα πορευθείτε για λιγο ακομα! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τεφλόν, τεφλών

Αυτός που καταφέρνει να βγαίνει αλώβητος από δυσκολίες και κρίσεις. Που πάνω του δεν κολλάει λάθος ή παρανομία, όπως τίποτα δεν κολλάει πάνω στο υλικό τεφλόν.
Κλασική, παλιούτσικη μεταφορά. Λέγεται πολύ συχνά (διεθνώς) για πολιτικούς.

Teflon is a nickname given to persons, particularly in politics, to whom criticism does not seem to stick. The term comes from Teflon, the brand name by DuPont of a "non-stick" chemical used on cookware. wikipedia

Τεφλόν, νέο ποιητικό σκεύοςείναι και περιοδικό για την ποίηση
Σημείωση: Γινεται και λογοπαίγνιο "η ώρα των τεφλών" (5ο παράδειγμα).

  1. Με… το «τεφλόν», το χημικό αδρανές που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες είναι ολισθηρό και άκαυστο, παρομοιάζει το περιοδικό «Time» για τον Αλέξη Τσίπρα σχολιάζοντας την απόφασή του να παραιτηθεί. (εδώ)
    TIME: Teflon Tsipras
  2. Σύνμτροφε εγώ ειμαι τεφλόν δεν κολλάει η λάσπη από τα νεοφιλελέυθερα φυντάνια της πουά αντίδρασης!

  3. Όλα τα «παρατσούκλια» των ηγετών: Σέξι ο Αλέξης, τεφλόν ο Ρούτε της Ολλανδίας, μανούλα η Μέρκελ (εδώ)

  4. Η κουράδα τεφλόν: Κουράδα τόσο καθαρή που δε χρειάζεσαι καν χαρτί για να σκουπιστείς.(slang.gr)

  5. Ήρθε η ώρα των... "τεφλών"! Έτσι, οι Τεφλόν ενώνουν τις δυνάμεις τους και παρουσιάζουν απόψε υλικό κυρίως από... http://fb.me/2BYo8O5VS (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κύκλος θαυμαστριών που σχηματίζεται γύρω από τον 'σούπερ' που χορεύει ζεϊμπέκικο. Συνήθως προηγείται η 'βασική' που γονατίζει κι όλας και κρατάει (ή χαλάει) το ρυθμό με παλαμάκια, κι έπονται οι φίλες της.

Στο νεοφανές να χορεύουν ζεϊμπέκικο (υποτιθέμενο ζεϊμπέκικο) και οι κυρίες, η λεζάντα μπορεί να είναι μεικτή, αλλά προσοχή μην παρεξηγηθεί κανένας.

Από το τραγούδι του Ζαμπέτα (Στράτος Διονυσίου) "ο Σαλονικιός"

Άντε κάντε του λεζάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στο υπερστιλάτο ιταλικό πραπρά και υπέρτατο φετίχ των Mods, αλλά στην θεαματικότερη ίσως ποδοσφαιρική καγκουριά έβερ: στην ντρίμπλα λαμπρέτα.

Πρόκειται για ελιγμό όπου ο ντριμπλαδόρος εκτινάσσει την μπάλα από πίσω του και πάνω από το κεφάλι του αμυντικού σε τροχιά 360° που θυμίζει ουράνιο τόξο. Η λαμπρέτα είναι φιγουρατζίδικη και γαμάουα αλλά - φευ! - περιορισμένης αποτελεσματικότητας και ωσεκτουτού συναντάται κυρίως σε δρόμικα παιχνίδια και λιγότερο σε επαγγελματικούς αγώνες.

Αγγλιστί: rainbow kick, γαλλιστί coup du sombrero.

1. Ο ποδοσφαιριστής της Ιντερνασιονάλ «άδειασε» τον αντίπαλο αμυντικό με την λεγόμενη ντρίμπλα «λαμπρέτα» αλλά στην συνέχεια στάθηκε άτυχος καθώς το πλασέ που επιχείρησε βρήκε στο δοκάρι.

2. «Κακιά συνήθεια» έχει γίνει στον Λεάντρο Νταμιάο η ντρίμπλα «λαμπρέτα». Ο Βραζιλιάνος άσος βρήκε την ευκαιρία να προσφέρει θέαμα στο φιλικό της Βραζιλίας με την Αργεντινή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φανταρίστικη κυρίως, αλλά και τις συναφείς αργκό χρησιμοποιείται σαν επίρρημα.

Όταν αναφέρεται σε αντικείμενα σημαίνει πως βρίσκονται σε άριστη κατάσταση από πλευράς συντήρησης και λειτουργικότητας, αλφαδιασμένα στη θέση τους όπως προβλέπεται, έτοιμα προς επιθεώρηση κι απ’ τον πιο απαιτητικό λχία, δίκα, και λοιπούς στρατόκαυλους.
Αντίθετο: μουνί έως μουνί καπέλο.

Όταν αναφέρεται σε άτομα, στην καλύτερη περίπτωση δηλώνει τα εξόχως πειθαρχημένα φιτ μαχίμια στην τσίτα που με ηθικόν ακμαιότατον μόλις που κρατιούνται μην κάνουν ντου να ελευθερώσουν Κύπρο και Πόλη, ή σαν εναλλακτική να μετάσχουν σε καμιά Νατοϊκή. Συνηθέστερα, δηλώνει αυτούς που μετά από κατάλληλο τέντωμα (=συνδυασμός από τρέξιμο, εκπαίδευση, αγγαρείες, καψώνια) λειτουργούν τόσο οι ίδιοι όσο κι η μονάδα τους σε απόλυτα ικανοποιητικό βαθμό για να εκτελέσουν μια προγραμματισμένη άσκηση ή να υποστούν μια προβλεπόμενη επιθεώρηση (για απρογραμμάτιστα και μη προβλεπόμενα ...παίζεται).

Αντίθετα αρντάν, τούφα, χύμα και τα παράγωγα χυμείο χυμαδιό.

Συχνότατα αντικαθιστά το τέντωμα σαν κατάσταση που επικρατεί.

Συνώνυμα: γαμήσι, πίπα - κώλο εμπλοκή (εξού –θεωρώ- κι ο εδώ ορισμός του PhreakeR).


Αναφέρεται απ’ τον abra εδώ, αλλά έκρινα πως του αξίζει μια θέση στη συλλογή.

1. Παρόλα αυτά είναι μια υποχρέωση που καλώς κακώς πρέπει να την εκπληρώσουμε όλοι σαν έλληνες πολίτες και το θεωρώ μαλακία που το αφήνουν οι περισσότεροι νεοέλληνες την τελευταία στιγμή (ειδικά τώρα έχει γίνει η πλήρης θητεία γιωτάμηνο). Αλλιώς θα την παλέψει ένα ξέγνοιαστο δεκαοχτάχρονο που μόλις τελείωσε το σχολείο σε ένα στρατόπεδο που είναι όλα τέντα και αλλιώς ένας τριαντάρης που χρεωστάει ακόμα πέντε μαθήματα στην σχολή, δυσκολεύεται να βρει δουλειά και έχει αφήσει την κοπέλα του γκαστρωμένη.

2. Σκάει υφυπουργός άμυνας στα σύνορα. Όλοι τέντα γι’ αυτόν, πάει στους σκοπούς (ένας φαντάρος-ένας Επόπ) τους ρωτάει από πού είσαι: «Από τάδε» φωνάζει ο φαντάρος, «Πόσο καιρό είσαι στον Στρατό»; «7 μήνες» απαντάει ο φαντάρος. «Καλός πολίτης σου εύχομαι» του λέει ο υφυπουργός. Πάει στον Επόπ τον ρωτάει τα ίδια: «Πόσο καιρό είσαι στον στρατό»; «4 χρόνια» του απαντάει ο Επόπ. «Καλός πολίτης και σ’ εσένα»....

3. Κάτω πολύ τέντα. Το μέγιστο πρόβλημα είναι οι παλιοί οι οποίοι θα σου βγάλουν την παναγία. Το πρωί ξεκινάς με σημαία, θάλαμο, γενικές καθαριότητες, σχεδόν κάθε μέρα τρέξιμο καμιά 10ρια γύρους, επιθεώρηση θαλάμου και φοριαμού. Εκατό να ‘ναι οι παλιοί ένας ο νέος θα τα κάνει όλα ο νέος.

4. Έχουμε ταξιαρχική επιθεώρηση. Το απαραίτητο τέντωμα για να φανούν όλα καλά στον ηγέτη (σαν ανέκδοτο δεν ακούγεται;) του νησιού ξεκίνησε.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ κοντός άνθρωπος. Το λέμε κυρίως για γκόμενα: Γκόμενα- μπρελόκ.

- Γκόμενα-μπρελόκ, ναι, αλλά πουτσομεζές!

Σχετικά: απολειφάδι, τάπα, πινέζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, που κρατάει όλα του τα χρήματα και δεν ξοδεύει.

- Τι λες, θα πάρουμε άλλη μια μπύρα;
- Άσ'το, το μαγαζί εδώ είναι ακριβό, δε θέλω να χαλάσω άλλα.
- Μα τι κουμπαράς που είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified