Further tags

Όσον αφορά τα αθλητικά, ποντίκια ονομάζουν οι Σουπεράδες τα μη μέλη του Super 3. Πρόκειται για σαφώς μικρότερο αριθμό οπαδών οι οποίοι ασκούν, όσο μπορούν, αντιπολίτευση στο παρόν διοικητικό συμβούλιο. Αποτελούνται από μέλη των Ιερολοχιτών, έτερου συνδέσμου του Άρεως που κάνει κερκίδα στη θύρα 1 του Κλ. Βικελίδης.

- Ο Σκόρδας κάνει κακό στον Άρη.
- Ποντίκι είσαι ρε και το λες αυτό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγοντας «πήγα να σηκώσω τον Παρθενώνα», υποδηλώνουμε την προσπάθεια που κάνουμε για να υλοποιήσουμε ένα εγχείρημα που είναι υπεράνω των δυνατοτήτων μας. Η έκφραση μπορεί να αναφερθεί στην περίπτωση που πρέπει να σηκώσουμε υπερβολικά μεγάλο βάρος για τις δυνατότητες μας αλλά και σε συναφείς περιπτώσεις.

Λέγοντας «κι έμεινα με τα μάρμαρα», υποδηλώνουμε την ανεπιτυχή έκβαση του εγχειρήματος μας ή/και οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια εξαιτίας αυτού. Η δυσμενής αυτή συνέπεια μπορεί να αφορά τον άνθρωπο ή το αντικείμενο που προσπαθούμε να σηκώσουμε, οποιοδήποτε αντικείμενο που μπορεί να πάθει ζημιά εξαιτίας του εγχειρήματος καθώς και οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια μπορεί να προκληθεί στην υγεία (είτε αυτού που επιχειρεί το εγχείρημα, είτε κάποιου άλλου που μπορεί να βρίσκεται στο χώρο).

Με τη φράση εκφράζεται η αγανάκτηση κάποιου με τον εαυτό του για τα αποτελέσματα του αναφερόμενου εγχειρήματος. Εγχειρήματος που πολλές φορές δε θα μπορούσε να αποφευχθεί (βλ. παράδειγμα)

- Άστα... είχε πέσει η μάνα μου και προσπαθώντας να τη σηκώσω έπαθα λουμπάγκο.
- Είναι παχιά η μάνα σου;
- Ζυγίζει 120 κιλά. Παρόλο που πήρα τα κατάλληλα μέτρα, δε θα μπορούσα να αποφύγω το μοιραίο. Την έχω πάθει και παλιότερα
- Καλά δεν υπήρχε κανείς να σε βοηθήσει;
- Απολύτως κανένας... Άστα μην τα ψάχνεις. Άστα... Πήγα να σηκώσω τον Παρθενώνα κι έμεινα με τα μάρμαρα.

Παρθενώνας (από GATZMAN, 09/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυσαρμόνικα είναι ένα (εισ-)πνευστό όργανο, που ανήκει στην ίδια κατηγορία με το κλαρίνο και το πουλόφωνο, όντας ελάχιστα μόνο κρουστό, όπως το τελευταίο. Το ιδιάζον της φυσαρμόνικας είναι ότι είναι πιο μινιόν απ' το κλαρίνο και συνιστάται για ρομαντικές βραδιές με καλή παρέα (βλ. πρώτο άσμα στα παραδείγματα), για να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα.

Ο όρος υπήρχε ανέκαθεν, αλλά παγιώθηκε έτι περαιτέρω ύστερα από τα κατορθώματα της σολίστ στην φυσαρμόνικα, Monica Lewinsky. Από τότε ο όρος «φυσαρμόνικα» χρησιμοποιείται και για να προσδιορίσει θήλεα νέας κοπής, που επιλέγουν (ή έχουν ήδη) ως ονοματάκι τους, το «Μόνικα» (βλ. και Λάουρα, Λίλιαν κ.ο.κ.), και οι οποίες εικάζουμε ότι διαλέγουν το όνομα αυτό επί τούτου, για να επαγγελθούν ότι είναι σολίστ στην φυσαρμόνικα. Για να είμαστε πάντως δίκαιοι απέναντι στις λοιπές κορασίδες με προεξάρχουσα τη Λίλιαν , ήτοι στις Λάουρα, Μαριλού, Δεβώρα, Βερόνικα, Σάντρα, Αλέξια κ.τ.λ., πρέπει να πούμε ότι: το όνομα Μόνικα στα τέλη των 90ς και στα 00ς έχει καταστεί κακόσημο, όπως άλλοτε το Λολίτα, κι ενώ αυτές που τυχόν το είχαν ήδη δικαιολογούνται, αυτές που το λαμβάνουν επί τούτου, δηλώνουν με αυτό ότι είναι (ή επιδιώκουν να γίνουν) τελειωμένες σολίστ της φυσαρμόνικας, και ωσεκτουτού δεν έχουν καμία δικαιολογία να μην επιτελέσουν τα υπονοούμενα που αφήνουν να αιωρούνται με το ονοματάκι τους.

Ασφαλώς, το όνομα έχει καταστεί διάσημο από την θρυλική Monica Belucci, την πρέσβειρα του μονικικού σεξουαλισμού. Ενώ δεν είναι τυχαίο ότι το όνομα «Μόνικα» τιμά ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός πολλά υποσχόμενων πορνοστάρ (συνήθως αμερικάνες, ανατολικές και βραζιλιάνες), όπως η Monica Mayhem, η Monica Mattos, η Monica Mendez, η Monica Roccaforte, η Monica Sweetheart, η Monica Hajkova κ.ά.. Στην περίπτωση που, όπως οι τρεις τελευταίες, η Μόνικα είναι ανατολικής προέλευσης το «Μόνικα» προφέρεται με βαριά προφορά «Μούνικα», επιτείνοντας τις υποσχέσεις.

Να τονίσουμε, τέλος, ότι η νέα τροπή που έχει λάβει το μουσικό όργανο της φυσαρμόνικας, έχει δώσει νέες διαστάσεις και στην κλασική έκφραση «βραχνή φυσαρμόνικα» (βλέπε πρώτο άσμα). Η «βραχνή φυσαρμόνικα» είναι πλέον ο Υπερθετικός της φυσαρμόνικας, κατά τον υπαινιγμό ότι κάποια/ος έχει βραχνιάσει από το υπερβολικό παίξιμο φυσαρμόνικας με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Είναι γνωστό ότι το παίξιμο της φυσαρμόνικας προκαλεί βραχνάδα, βήχα, πνιξίματα και άλλες τέτοιες ενοχλήσεις, που αντιμετωπίζονται πάντως αποτελεσματικά με καραμέλες Halls και άλλους παρόμοιους τρόπους. Πάντως, το ότι το εν λόγω κάπως ερασιτεχνικό μουσικό όργανο έχει καταστεί ιδιαίτερα σέξι, έχει απογειώσει τον σεξουαλισμό μουσικών χώρων, όπως τα ναμαγαπάδικα, τα κατσιμηχέσω, οι «Παλόμες» κ.ο.κ. (Βλ. πρώτο άσμα).

- Τον βλέπεις τον Σάκη; Έχω να σου πω εγώ ράμματα για την γούνα του!...
- Τι εννοείς; Την ρουφάει τη λάβα σοκολάτας;
- Ακριβώς! Την παίζει την φυσαρμόνικα!

- Να σου πω ρε Μένιο... Αν ήταν να διαλέξεις ανάμεσα σε Λάουρα και Μόνικα, ποιαν θα προτιμούσες;
- Την Λάουρα την Καυλάουρα δαγκωτή!
- Πρόσεξε όμως! Η Λάουρα μπορεί να είναι Καυλάουρα. Όμως κι η Μόνικα είναι Φυσαρμόνικα!
- Δύσκολα διλήμματα μου βάζεις ρε φίλε πρωινιάτικα! Δεν γίνεται να τις συνδυάσουμε και τις δύο;

- Άσε ρε φίλε! Είδαμε μια τσόντα όλοι μαζί χτες! Τον κάναμε σφεντόνα!
- Και οι πρωταγωνίστριες;
- Ξέρεις, όλο το μουνικαριό. Όλες που 'ναι καλές στην φυσαρμόνικα!

- Ρε Χάρη πότε θα μαζευτούμε όλοι μαζί με καμιά κιθαρίτσα, έτσι να κάνουμε κέφι βρε αδερφέ;
- Λες να πάμε σε κανά ναμαγαπάδικο;
- Μπα καλύτερα home-made. Θα φέρω και την φίλη μου την Μόνικα, να μας παίξει κανά κομμάτι στην φυσαρμόνικα, να φτιάξουμε ατμόσφαιρα.
- Ε, πες το απ' την αρχή ρε φιλάρα! Μέσα είμαι!

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΑΣΜΑΤΑ

  1. «Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα», των Πάνου και Χάρη Κατσιμίχα
    Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα
    γι' αυτούς που 'ρθαν απόψε εδώ πέρα
    ποιος ξέρει τι θα φέρει το πρωί
    φίλοι και φίλες καλησπέρα
    Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα
    ποιος ξέρει τώρα πια αν με θυμάται
    παίξε για την αγάπη μου
    που μ' άλλονε κοιμάται
    Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα
    παίξε μου την Παλόμα
    μη φύγετε κι ας είναι αργά
    ας πιούμε κάτι ακόμα
    παίξε γι' αυτούς που ήρθανε
    η νύχτα κρατάει ακόμα.

  2. «Αμερικάνα Όμορφη» του πλανητάρχη Τάσου Μπουγά.

Καμ αν λέντις εν τζέντλεμεν! Μπέλι ντανς! Καμ αν εβρυμπάντι στην πίστα!

Αμερικάνα όμορφη πηγαίνει στην δουλειά,
Αμερικάνα όμορφη πηγαίνει στην δουλειά,
τον Μπίλυ ερωτεύεται και ήθελε για να,

(ο πλανητάρχης γυρνάει στην τραγουδίστρια απορητικός):
- Τι ήθελε, ξέρεις εσύ να μας πεις;
- Μπουλκουμέ!
- Γουάτ ις δις, μπουλκουμέ;
- Αμέρικαν κλαρινέ.
- Οοο γιέααα!

Τα Μέσα Ενημέρωσης με το Ντι-Εν-Ε,
τα Μέσα Ενημέρωσης και το Σι-Εν-Ε,
εβγάλαν στον αέρα του Μπίλη το λεκέ,
(σε πρόζα, α καπέλα:) κι έτσι έγινε και σταρ η Μίσιζ Φυσαρμόνικα.

(γυρνώντας προς την τραγουδίστρια:)
- Πήγαινε κι εσύ με κανά Πρεζιντέν.
- Ο γιέα, γιέα!...

Γι' αυτό, λοιπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
γι' αυτό, λοπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
το γύρισε στο πούρο,
και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, (δις)

(προς τραγουδίστρια σε πρόζα:)
- Έτσι είν' αυτά τα παιχνίδια, άκου τα...
- Δατς γκουντ! Δατς γκουντ!
- Δατς γκουντ, ε; Οκέι!

(θαμών με ενθουσιαστικές τάσεις:)
-Αυτός είσαι ρε Μπουγά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, που κρατάει όλα του τα χρήματα και δεν ξοδεύει.

- Τι λες, θα πάρουμε άλλη μια μπύρα;
- Άσ'το, το μαγαζί εδώ είναι ακριβό, δε θέλω να χαλάσω άλλα.
- Μα τι κουμπαράς που είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντόσωμος ποδοσφαιριστής με ευκινησία αλλά και αδυναμία στις σωματικές μονομαχίες.

Αγαπητός ορισμός παίκτης κατά τον Αλέφα, με πρώτη γνωστή αναφορά στον Τόγια της Προοδευτικής.

Πού να αντέξει τώρα ο Πάντος, το γατάκι, στον αράπη... Τον έκανε γιογιό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ογκώδης, εύσωμος, πληθωρικός, ο ντουλάπας, αλλά περισσότερο με την έννοια του πολύ χοντρού. Ο όρος ήταν και παρατσούκλι - σήμα κατατεθέν του πολιτικού Μιλτιάδη Έβερτ, που έχει μείνει γνωστός για τον πολιτικό του πληθωρισμό και την αγάπη του στις μακαρονάδες.

Συνώνυμο: «Είμαι μακαρονάς, τι να κάνουμε;» (από διαφημιστικό σποτ με τον Γιάννη Μπέζο)

  1. Θα μας αφήσουν να μπούμε στο κλαμπ με τέτοια ρούχα αυτοί οι μπουλντόζες;

  2. (Από «Ριζοσπάστη», το 1998).
    Οδοστρωτήρας και μπουλντόζα.
    Καθόλου ικανοποιημένος δεν είναι από τους ρυθμούς επιβολής αντιλαϊκών μέτρων από την κυβέρνηση Σημίτη ο Μ. Εβερτ. «Σκληρά μέτρα; Πού τα είδατε;», αναρωτήθηκε δήθεν αφελώς στη χθεσινή συνέντευξή του ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ. Και για να μην υπάρχει αμφιβολία για το τι εννοεί, έσπευσε να αναφέρει, ως παράδειγμα, ότι το νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις όχι μόνο δεν έδωσε λύσεις, αλλά τις έκανε «πιο ανελαστικές απ' ό,τι στο παρελθόν» (!). Ας μην ανησυχεί τόσο. Η κυβέρνηση Σημίτη γνωρίζει πολύ καλά, ότι μπορεί να υπολογίζει πως δίπλα στο δικό της οδοστρωτήρα ισοπέδωσης των λαϊκών κατακτήσεων, βρίσκεται η μπουλντόζα του Εβερτ.

(από Hank, 11/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τον όρο λουκουμάς αναφερόμαστε τόσο στο καταπληκτικό γλύκισμα που όσοι ξέρουν το παραγγέλνουν λέγοντας: «Πιάσε ένα ντόνατς» όσο και στον αφράτο τύπο με μπαμπακωτά μαγουλάκια και, συνήθως, καστανόξανθες μπούκλες. Την όλη εμφάνιση συμπληρώνει και το σχήμα του σώματος που με λίγη, πολύ λίγη, φαντασία μπορεί να παρομοιαστεί με αυτό που φαίνεται όταν μπάλα μπάσκετ έχει μείνει στο στενό διχτάκι της μπασκέτας και έχουμε ρίξει κι άλλη από πάνω για να την κατεβάσουμε αλλά έμεινε κι αυτή (το όλο σκηνικό χωρίς το δίχτυ και τη στεφάνη και με την ανυπαρξία λαιμού να βοηθάει πολύ). Κι επειδή όλοι μας προσπερνούμε την εξωτερική εμφάνιση και βλέπουμε στην ουσία και στον εσωτερικό κόσμο του άλλου, ο λουκουμάς ολοκληρώνεται και με κάποια σημάδια στο χαρακτήρα του.

Ο λουκουμάς λοιπόν αποτελεί αυτό που λέμε μαμμόθρεφτο, μη μου άπτου στα όρια αδερφής που παρακαλεί, πολύ, στις ταβέρνες να φέρουν απαραίτητα κουτάλι για όλες τις σαλάτες ώστε ο καθένας να μπορεί να παίρνει στο πιάτο του. Γενικά είναι τρελός φλωρούμπας και πίνω-γάλα-στις-9-για-να-έχω-πέσει-για-ύπνο-στις-και-μισή και κατά έναν περίεργο τρόπο όλοι τριγύρω το καταλαβαίνουν με τον ίδιο μαγικό τρόπο που ο Χάρισον Φορντ στις ταινίες που παίζει τον ευυπόληπτο καταλαβαίνει ποιοι είναι οι κακοί ακόμη κι αν δεν έχουν πιστόλι. Φυσικά χρησιμοποιείται και για τύπους που δεν είναι όλα αυτά αλλά ξέρουν την σημασία του και μόνο που το ακούνε αρκεί για να θυμώσουν όσο ακριβώς επιθυμεί αυτός που το λέει (εντάξει, ίσως και λίγο παραπάνω ή παρακάτω).

(Δύο φίλοι κάθονται κάνοντας ταβανοθεραπεία και ο ένας ξαφνικά σπάει τη σιωπή)

- Αν είναι δυνατόν. Ο Στέλιος, ο λουκουμάς, που μου ντύνεται με πουλόβερ από την εποχή του πατέρα του, έχει αρχίσει να έχει φαλάκρα και η αγαπημένη του λέξη είναι «μεαπόλα», τα έφτιαξε με το Μαράκι το παστάκι για παράδειγμα.
- Τι για παράδειγμα ρε παπάρα;
- Αν το δεις γραμμένο εκεί που θέλω να το γράψω θα καταλάβεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον τίτλο «Ζούγκλα» της εκπομπής του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου, κατέληξε να δηλώνει ένα είδος δημοσιογραφίας, όπου επικρατεί ο «νόμος της ζούγκλας», με κρυφές κάμερες, πάνελ που γίνεται επίτηδες αλαλούμ κ.τ.λ.

Το θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό και πρέπει να κριθεί από την Δικαιοσύνη και τους αρμόδιους θεσμούς, δεν μπορεί να κρίνεται στην ζούγκλα της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχύς και μαλθακός. Βλέπε και μοσχάρι.

- Άρχισε κανα γυμναστήριο, τελευταία έγινες λαπάς από το πολύ φαϊ και καθησιό!

"Και σ\' έπιασα στα πράσα μια πρωία με κάποιον μικρομέγαλο λαπά!". (από Hank, 08/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H λέξη αυτή προέρχεται από τον ομώνυμο παραδοσιακό χορό και χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να πούμε σε κάποιον, κατά τη διάρκεια παιχνιδιού, ότι τον εξευτελίσαμε, ή να πούμε ότι κάποιος εξευτέλισε κάποιον.

- Ο Γκασόλ, τι παιχταράς είναι!
- Εντάξει, καλός είναι.
- Μόνο καλός; Στους τελικούς του NBA, τον Γκαρνέτ, τον έχει χορέψει κάτι καρσιλαμάδες...

Καρσιλαμάς - λέμε τώρα. (από poniroskylo, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified