Από το τσόντα + βίος.
Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.
-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;
Από το τσόντα + βίος.
Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.
-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
τρασόβιος, τρασοκαβλιάρης
Δημιουργική εξτένσιον της τρασιάς προς ποκίλες εκφραστικές κατευθύνσεις.
Να ζεις μεταφορικώς με τα σκουπίδια (τρασόβιος -κατά το λαθρόβιος), να την βρίσκεις με την 'σκουπιδιά' και την τρασίλα που ευδοκιμεί σε όλους τους τομείς της τρασοκαβλιάρας σουργελλάδας και θάλλει -με αξιοσημείωτη ζωτικότητα - σε όλες τις κοινωνικές τάξεις δημοκρατικά, από το λουμπεναριό στους προλεφτάριους κι από τους μικροαστείους στην λματ (3ηρέ ΕΛΕΗCΟΝ).
Got a better definition? Add it!
Γρήγορος, φορτσάτος, όταν κάνει κάτι «τακ τακ».
-Θα πάμε μέχρι του Βάγγου;
-Άντε, πάμε τακτόβιοι.
Got a better definition? Add it!
Αυτός του οποίου η δίαιτα, -με τη διπλή (αρχαία ελληνική) σημασία της διατροφής και του (πολιτικού) τρόπου του βίου-, βασίζεται στο σουβλάκι. Όπως και το σουβλακοφάγος χρησιμοποιείται ως:
Ο πιο Έλληνας είμαι εγώ που είμαι σουβλακόβιος! (Από συζήτηση περί ελληνικής ιδιαιτερότητας στο Μπου).
Μην ξεχνάμε τη στάση του Γ.Α.Π. τον Απρίλιο του 2009 όταν ο σουβλακοβιος του ζήτησε εθνική συνενόηση γιατί τα είχε σκατώσει κι ο ΓΑΠ απάντησε λεφτά υπάρχουν. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που ζει, τρέφεται, ανασαίνει με το πορνό, με το γαμήσι, με οτιδήποτε έχει σεξουαλικό περιεχόμενο, αυτός του οποίου η ζωή και τα λεγόμενά της έχουν νόημα μονάχα αν ιδωθούν μέσα από το πρίσμα του γαμησιού.
- Ρε συ τι κάνουν ο Σάκης, ο Μιχάλης, η Βαγγελιώ, η Ανίτα, όλοι αυτοί; Δεν τους βλέπεις πια;
- Ε ρε μαλάκα, σώνει! Έπηξα πια μ' αυτούς τους πορνόβιους, κάθε φορά που συναντιόμαστε δεν ξέρουν να πούνε τίποτ' άλλο παρά για γαμήσια, πουτάνες, τσοντούδες, ξεσκίσματα, εμπειρίες που κανείς δεν έχει ζήσει όπως αυτοί, μετά βάζουν και μια τσόντα να δούμε, κάθε φορά τα ίδια, βαρέθηκα.
- Ε, αγάμητοι θα είναι όλοι τους.
- Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις...
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται στο Παλλάς όταν ήταν κινηματογράφος και έκανε ατελείωτα φεστιβάλια. Τότε ο παλλαδόβιος ήταν ο πάσχων από οξεία υπερκουλτουρίαση, καθώς κυριολεκτικά ζούσε μέσα στο Παλλάς, βλέποντας πέντε ταινίες την ημέρα, κατά προτίμηση ιρανικού κινηματογράφου, τρώγοντας μέσα στο Παλλάς, ψάχνοντας για χεσοκαβάντζα κ.ο.κ.
Σήμερα το Παλλάς ως χώρος για θεατρικές/ χορευτικές παραστάσεις και συναυλίες έχει πάει κύριο κύμα, καθώς τα εισιτήρια φτάνουν μέχρι και τα 150 γιούρια την βραδιά, και όποτε πας σκοντάφτεις πάνω σε Προέδρους Δημοκρατίας, πολιτικούς, δημοσιοκάφρους και ταλιμπάν. Το παλλαδόβιος μάλλον θα χαρακτήριζε κάποιον που επιδεικνύεται σε κοσμικές συναθροίσεις. Χώρος υπερκουλτουρίασης είναι μάλλον ο Ιανός, που φιλοδοξεί να αναστήσει τα λογοτεχνικά καφενεία, καθώς και άλλοι πολυχώροι κατσιμηχέσω, αλλά δεν έχω ακούσει αντίστοιχη έκφραση. Αν είχαμε ακόμα τον athensasitreallyis...
Η Δεβώρα η παλλαδόβια μου ακύρωσε το ραντεβού των 19.30 στο Παλλάς στο διάλειμμα μεταξύ Κιαροστάμι και Καουρισμάκι, γιατί τότε θα έβλεπε την Μαριλού, και με έβαλε στις 23.00 μεταξύ Σοκούροφ και Μπέλα Ταρ.
Got a better definition? Add it!
Το άτομο το οποίο έχει προτιμήσεις για χοντρές, ο παχογαμιάς, ο χοντρογάμης.
Μαλάκα Γιάννη ογκόβιε, αυτή η δικιά σου σα φάλαινα είναι...
Got a better definition? Add it!
Ο Απόλυτος λάτρης της μπύρας.Στην παραγματικότητα, ο μπυρόβιος είναι τόσο εθισμένος στο ζύθο που η ζωή του θα ήταν ανούσια χωρίς αυτό το αγαπημένο ποτό. Ιδού μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ανθρώπου στην πιο ακραία έκδοσή του:
(1) Επίσημη ορολογία της νόσου: Ακατάσχετος εθισμός στην μπυρωίνη.
(2) Αγαπημένο άθλημα: Το Μπύρινγκ.
(3) Αγαπημένη θρησκευτική εκδήλωση: Τα Μπυρίτσουαλς.
(4) Αγαπήμενη σωματική άσκηση: Χτίσιμο μπυροκοιλιακών.
(5) Αγαπημένες φιγούρες χορού: Οι μπυρουέτες.
(6) Μεγαλύτερη φοβία: Η έλλειψη μπυρασφάλειας.
(7) Αγαπημένο κοκτέιλ: Το μπυρούζο.
(8) Μεγαλύτερο προσόν: Η εμπυρία του.
(9) Αγαπημένη παροιμία: όπου φτωχός κι η μπύρα του.
(10) Αγαπημένη ατάκα: two beer or not two beer.
(11) Αγαπημένη χώρα: Μπιρλανδία
Και ο κατάλογος συνεχίζεται...
ΥΓ Πολύ παράδοξο ότι έλειπε.
Ο Γκαρσία είναι μπυροβιος φάση Μπέρλιν και ο Κοντρέρας είναι φάση γύφτος με λεφτά. (www.metropolisradio.gr).
Ο ξανθός άπο αριστερά ο χοντρούλης είναι ο βοηθός μου(γνωστός μπυροβιος - δεν έχει αφήσει pub για pub) στον οποίον θα πρέπει να βασιστώ σε διάφορες παρατηρήσεις του στην διάρκεια των αγώνων (το μόνο που δεν ξέρω είναι αν θα είναι νηφάλιος η θα έχει πιεί τα αντερά του και θα μου λέει άλλα ντ'άλλων) (http://www.fmgreece.gr)
Ακόμη: μπυροκίνητος.
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που το να πηγαίνει σε οίκους ανοχής έχει καταστεί σημαντικό και οργανικό μέρος της ζωής του.
Ενδέχεται το ότι διαλέγει το μπουρδέλο ως διέξοδο στη σεξουαλική του ανησυχία να οδηγεί σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο καύλο κύκλο, κατά τον οποίο δεν μπορεί αλλά από ένα σημείο και πέρα και δεν επιζητεί να κάνει μία σχέση. Ή απλώς είναι τόσο λούζερ, άσχημος και ανίκανος που ούτε να γαμήσει μπορεί, ούτε όμως και να πάει για ψάρεμα επιθυμεί, με αποτέλεσμα να καταλήγει στους οίκους ανοχής. Ωσεκτουτού, το μπουρδελόβιος έχει κατ' αρχήν μία αρνητική σημασία για να χαρακτηρίσει κάποιον που είναι μονίμως μπακούρης και δεν τον θέλει καμία. Εναλλακτικώς, μπορεί να σημάνει κάποιον που είναι ρεμάλι, που συνηθίζει τον μπουρδελικό βίο έτσι για το ροκ.
Θετικό πρόσημο μπορεί να έχει κυρίως σε διαλόγους μεταξύ συναγωνιστών μπουρδελιάρηδων, όπου ο μπουρδελόβιος σε αντίστιξη λ.χ. προς τον κωλομπαρόβιο, τον στουντιάκια ή τον λάτρη των σιτιτουριών, είναι αυτός που έχει κάνει οικοσύστημά του ό,τι φτηνότερο και άρα παρακμιακότερο υπάρχει στον (ζ)αγοραίο έρωτα, ήτοι τα τσαρδιά του εικοσάρικου. Επομένως, ο μπουρδελόβιος είναι αυτός που για να ικανοποιήσει το σκοτεινό του πάθος δεν διστάζει να γίνει αδίστακτος μπαζοφονιάς φτηνοπουτάνων, να φάει στη μάπα σοβά από την οροφή ετοιμόρροπων ντέλων στους δρόμους του Μεταξιού, να επιδείξει ηρωισμό και να παρασημοφορηθεί για αυτόν. Είναι, επομένως, το μεγαλύτερο μαχίμι ανάμεσα στους μπουρδελιάρηδες, ο λιγότερο φλώρος σε αντίστιξη με τους ακριβοπουτανιάρηδες, αυτός που έχει εγκύψει περισσότερο στην αηδιαστική πλευρά της ζωής. Εν κατακαυλείδι, σε ενδομπουρδελιαρικά συμφραζόμενα το μπουρδελόβιος βγάζει μια μεγαλύτερη αυθεντικίλα.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που περνάει μεγάλο μέρος από τη ζωή του στα μπαρ.
- Ο Μήτσος βρωμάει ουίσκυ ή μου φαίνεται; Αλκοολικός είναι;
- Μπα! Μπαρόβιος είναι!
Got a better definition? Add it!