Πρόκειται για την απόλυτη ονείρωξη κάθε πιτσιρικά μιλφιάδη: το τουμπανιζέ αιλουροειδές μιλφίδιο που μπεμπεκίζει λολιτοπρεπώς προκειμένου να αιχμαλωτίσει και να κατασπαράξει τα τρυφερά του θηράματα.

Σε αντίθεση με την κοινή μιλφάρα που θέλεις να γαμήσεις, η κουγκαρομπεμπέκα είναι ένα υψηλών οκτανίωνε πουροπίπινο, μια οδοντοφόρος τεκνατζού γεροντομπεμπέκα που θέλει να ξεσκίσει εσένα. Αρκεί να έχεις ακόμα καβλόσπυρα.

Λεξιπλασία τον Khan, βλ. σχόλια στο λήμμαν κούγκαρ.

1.
- Βλ. και την πορτ-μαντό λέξη κουγκαρήν (cougareen), υβριδικό αιλουροειδές εκ των cougar και teen, ήτοι η κουγκαρομπεμπέκα, που, ενώ βασικά είναι κούγκαρ, μπεμπεδίζει, συμπεριφέρεται σαν λολίτα, κάνει εφηβικά νάζια κ.ο.κ.

2.
- (η κουγκαρομπεμπέκα) Φαινομενικά συνδυάζει τις δύο αμοιβαία αποκλειόμενες γυναοκείες ιδιότητες που οδηγούν την ανδρική λίμπιντο, την αθωότητα και την εμπειρία. Βλ. και κουγκαρομπεμπέκα.

Κουγκαρομπεμπέκα εν δράσει με μιλφιάδη. (από Khan, 07/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εμφάνιση και η αύρα μου φέρνουν σε μπουτς.

Ακόμα πιο σλανγκ όταν εκφέρεται ως ουσιαστικό.

Πάσα: assthorn

Αδερφοφέρνω: - Θα δε γαμήσω, μωρή αντρουτσοφέρνω!

Μπουτσοφέρνω: - Στα δώδεκά μου, μωρή συκοφέρνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified