Further tags

(μειωτικό)

Ο φανατικός Χριστιανός, αυτός που (σχεδόν) πρεσβεύει την βίαιη επιβολή του Χριστιανισμού.

- Αυτός ο Νώντας μωρ' αδερφάκι μου, μας ζάλισε τον έρωτα χθες το βράδυ. Μια κριτική στον αρχιεπίσκοπο πήγα να κάνω και με σκυλόβρισε το καθίκι... μετά άρχισε το γνωστό παραλήρημα περί της «Εθνοσωτήριου» και γίναμε μπίλιες.
- Εμ... Όταν στα λέω να μην τον κάνεις παρέα αυτόν τον χριστιανοταλιμπάν εσύ δεν μ΄ακούς!

Βλ. και σχετικό λήμμα αγριοχρίστιανος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός τυπάκος που μας κάνει παρέα στον καναπέ, στον ωχαδερφισμό, στην αφασία γενικότερα. Πρόκειται για εξέλιξη του γνωστού σε όλους μας δημοσιογράφου μόνο που σαν εξελιγμένο μοντέλο έχει αναγάγει και προαγάγει την δουλειά του τόσο πολύ που έχει αναλάβει νέα καθήκοντα. Συγκεκριμένα:

  1. Από την απλή παράθεση των γεγονότων που το πεπαλαιωμένο μοντέλο εκτελούσε, πλέον ο δημοσιοκάφρος μπορεί να σχολιάσει και να χρωματίσει τα γεγονότα όπως ο ίδιος θεωρεί σωστό.

  2. Από εκεί που έδινε απλά τροφή στο νου τώρα πλέον έχει φτάσει στο σημείο να σκέφτεται για εμάς! Αυτή η τρομερά επίπονη και με χροιά προσφοράς προς το ευρύ κοινό εργασία έχει αγκαλιαστεί ένθερμα από τους τηλεθεατές.

  3. Πλέον, η δημοσιοκαφρία έχει προχωρήσει τόσο ώστε οποιοσδήποτε μπορεί να μοντάρει μικιμάου ανάμεσα σε βίντεο, όποιος λύνει υπαρξιακά προβλήματα του κώλου και όποιος μπορεί να προκαλεί το χάος από την άνοδο 2 λεπτών της τιμής της φέτας ονομάζεται κατευθείαν δημοσιοκάφρος.

  4. Το σημαντικότερο όμως προσόν του δημοσιοκάφρου είναι η αλλοίωση της πραγματικότητας. Όχι απλώς της αλήθειας, αλλά της πραγματικότητας της ίδιας. Όχι απλά κάνουν το άσπρο μαύρο αλλά και τον αέρα νερό, το ηθελημένο άθελο και το άχρηστο χρήσιμο. Για τη μόνη πληροφορία που πρέπει να είναι κανείς σίγουρος είναι τα σκορ σε ματς.

  5. Το νέο μοντέλο έχει αποβάλλει παλαιότερα πρόσθετα που αν και κάποτε ήταν απαραίτητα πλέον δεν είναι. Λέξεις όπως ηθική, αντικειμενικότητα, σφάλμα της σύνθεσης, τσίπα έχουν αντικατασταθεί από άλλες όπως νούμερα τηλεθέασης, με τη ματιά έγκυρων δημοσιογράφων, εύκολη ταμπελοποίηση και περισσότερα νούμερα τηλεθέασης (γιατί πρέπει και να εξελισσόμαστε).

Γι' αυτό λοιπόν παραγγείλετε και το δικό σας νέο μοντέλο απλά και μόνο με ένα κλικ στο τηλεκοντρόλ. Ειδική προσφορά για όσους έχουν ένα πραγματάκι με τη λέξη Nielsen πάνω στην τηλεόρασή τους η ευνοϊκή μεταχείριση σε περίπτωση που ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν σε κάποιο τηλεπαιχνίδι. Είναι φανερό πως ο δημοσιοκάφρος δεν έχει γένος. Είναι μυθικό ον που επιτρέπεται να μην πληρώνει φόρους, να παρκάρει όπου γουστάρει και η δικαιολογία να είναι για διευκόλυνση του έργου του, να εκτελεί αυτοπροβολή διαφημίζοντας την εφημερίδα του, την άλλη του εκπομπή, το ταξί που έχει μισό μισό με τον μπατζανάκη του και τον ευλογημένο τόπο της Άνω Ραχούλας στον οποίο τυχαίνει να έχει οικόπεδα μπας και έρθει ο τουρισμός, και πολλά άλλα.

(Ο Λάκης, ο οποίος είναι απείρως συμφεροντολόγος, μιλάει με την Κούλα και ο Τάκης ακούει)

- Κούλα ακούς τι λέει; Έρχεται κρίση! Σταμάτησαν λέει να πίνουν καφέδες και πίνουν όλοι πορτοκαλάδα που είναι πιο φτηνή! Βουρ!
- Καλά ρε τι της λες, τις μαλακίες του δημοσιοκάφρου ακούς; Πριν καιρό δεν έλεγε ότι το πετρέλαιο θα φτάσει $300 και μου γέμισες το σπίτι αερόθερμα; Πάλι μούφα θα είναι...
- Ναι αλλά τον άκουσα προχτές να λέει ότι η καλύτερη επένδυση είναι μετοχές αναψυκτικών και επένδυσα. Σωστός; Πρώτα θα το εκμεταλλευτώ και μετά θα το πολεμήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωρικός, ο Μπουρτζόβλαχος, ο τσέλιγκας.

Σύνθετη λέξη, με πρώτο συνθετικό παράγωγο από το αξεσουάρ του βοσκού, την γκλίτσα, και δεύτερο συνθετικό το αγγλικό boy. Είναι το άτομο που δείχνει από χιλιόμετρα την βουκολική του καταγωγή με διάφορες συμπεριφορές και τάσεις μέσα στο αστικό γίγνεσθαι!

- Πολύ γκλιτς-μπόυ το άτομο, από πού κατέβηκε; Μόνο το ταγάρι του 'λειπε!

Σχετική έκφραση στην αγγλική: You can take the boy away from the village, but you can never take the village away from the boy.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που εμπίπτει στην κατηγορία μπαστουνόβλαχος, αλλά αν απομακρυνθεί περισσότερο από 30 χλμ. από τη στάνη του, και ειδικά αν βρεθεί σε αστικό κέντρο, η συμπεριφορά του θυμίζει ούφο με σκούφο -και με φλογέρα. Κατά πολύ πιο βλάχος από τον απλό μπαστουνόβλαχο ή ακόμα και τον καράβλαχο.

(Διάλογος μέσα σε αυτοκίνητο σε μποτιλιαρισμένο δρόμο στο κέντρο της πόλης)
- Πού πάει ρε μαλάκα το άτομο με την κατσίκα στην καρότσα από το Navara;
- Απίστευτος διαστημόβλαχος! Φέρε το κινητό, αυτός είναι για φωτό.

διαστημόγυφτος; (από xalikoutis, 24/11/08)(από Khan, 18/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παπάρας παριανός.

- Βάλε Πάριο ρε.
- Χέσε μωρέ μαλάκα με τον παπαριανό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που για διάφορους λόγους γίνεται για πρώτη φορά μητέρα σε μεγάλη ηλικία. Παρόλο που αυτό τείνει πια να γίνει κανόνας, υπάρχουν πολλοί, κυρίως γυναίκες, που χρησιμοποιούν αυτόν τον χαρακτηρισμό κατά κόρον.

  1. - Ρε συ κάνε κανα παιδάκι ρε Αλίκη, κοντεύτεις να μπεις στην κλιμακτήριο... Τι θες, να γεράσεις μόνη σου;
    - Και τι, ρε συ Κική, θα γίνω γεροντομάνα μόνο και μόνο για να με ξεσκατώνει το έρμο όταν θα γεράσω; Θα πηγαίνει σχολείο και θα έχει την εξηντάρα να το περιμένει απ' έξω; Για σύνελθε!

  2. - Ρε πούστη μου, τα πήρα στο κρανίο! Πήγα χθες στο μαιευτήριο να δω την Αλίκη που γέννησε και βλέπω στα πόδια του κρεβατιού της μια πινακίδα που έλεγε «Ηλικιωμένη μητέρα»! Αν είναι δυνατόν, τους πούστηδες του γιατρούς, να το λένε έτσι!
    - Ε τι ζόρι τραβάς και συ; Αφού η Αλίκη περίμενε να πάει σαράντα εφτά για να κάνει παιδί. Είναι η απόλυτη γεροντομάνα!

Mrs Robinson η μαμα όλων των Μιλφείγ (από Vrastaman, 02/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Με την στενότερη ερμηνεία του όρου, δημοσιοκάφρος είναι ο άπληστος συντάκτης, κίτρινος εκδότης, ή τηλεδολοφόνος εισαγγελάτος ο οποίος πουλάει φτηνό εντυπωσιασμό στο βωμό του κέρδους, αψηφώντας τις παράπλευρες συνέπειες και τον ανθρώπινο πόνο που τα ρεπορτάζ του προκαλούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σχολή Μ. Τριανταφυλλόπουλου.

  2. Με την ευρύτερη έννοια, ο όρος περιλαμβάνει σύσσωμο το δημοσιογραφικό «λειτούργημα» στην Ελλάδα, μηδέ των σοβαροφανών δημοσιογράφων τύπου Παπαχελά και Τέλλογλου εξαιρουμένων

Η πατρότητα ανήκει στον Τζιμάκο Πανούση ο οποίος προ δεκαετίας και βάλε έδωσε την ιστορική παράσταση με τίτλο Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιοκάφροι.

Φουκαράδες δημοσιοκάφροι. Πριν καιρό ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος μας έλεγε ότι «αναγκάστηκε» να αγοράσει βίλα στην Εκάλη (μια περιοχή «με φτωχούς κατοίκους και πλούσιους κερατάδες» όπως την χαρακτήρισε) για να είναι κοντά στα «άρρωστα πεθερικά του». (από Blog)

Q. Μέγας δημοσιοκαφρος με σκατονομα κι Αλτσχαιμερ:
A. Ν. Κακαουνακης!

Q. Μεγας δημοσιοκαφρος που θυμιζει γυναικειο εσωρουχο:
A. Γ. Τραγκας!

(από Blog)

Έλα μωρέ το θέμα με τους ΕΜΟ κλπ. είναι μια μπούρδα που τη φούσκωσαν οι δημοσιοκάφροι. (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό όνομα Charlie, απαξιωτικός χαρακτηρισμός για τους Κυπραίους της Αγγλίας δεύτερης και τρίτης γενιάς - είναι οι λεγόμενοι μπιμπισήδες (εκ του B.B.C.= British Born Cypriots).

Πέραν του εθνολογικού, οι τσάρληδες παρουσιάζουν και μεγάλο γλωσσικό ενδιαφέρον. Πρώτη τους γλώσσα είναι, με διαφορά, τα Εγγλέζικα αλλά μεταξύ τους μιλούν και ένα ιδιότυπο ιδίωμα που ενσωματώνει σε μια παλιομοδίτικη Κυπραίικη διάλεκτο κάποιους εξελληνισμένους τύπους αγγλικών λέξεων και κατασκευασμένα αγγλο-ελληνικά συντακτικά σχήματα.

Ορισμένα παραδείγματα:

  • το φισσάτικο = μαγαζί που πουλάει fish and chips
  • η μηχανικούδα = χειρίστρια ραπτομηχανής, κοπτοράπτρια
  • το καποτί = φλυτζάνι τσάι, cup of tea
  • ο χάσπας = ο σύζυγος, husband
  • το πάσο = το λεωφορείο, bus
  • χαρτώνω = περνάω ταπετσαρία, από το ρήμα to paper
  • το κιτσιούι = η κουζίνα, kitchen
  • κάμνω use = χρησιμοποιώ
  • κάμνω cheat = κλέβω, εξαπατώ, κάνω απιστία
  • είμαι fit = είμαι καλά, σε καλή κατάσταση

Εννοείται ότι αυτό το ιδίωμα το καταλαβαίνουν μόνον οι τσάρληδες - ούτε οι Κύπριοι της Κύπρου ούτε, βέβαια, οι Ελλαδίτες ή οι Εγγλέζοι.

- Όι, γκορού ... εν πορεί ο χάσπας μου να 'ρτει στο φισσάτικον ... all weekend ένει πολλά busy ... χαρτωνει το κιτσιούι ... να κάμω έναν άλλον suggestion ... είπες τον τον Τσάρλη αν πορεί;

Βλ. και πορνοβοσκός, ο, pimp αλλά και δώσε κώλο στον ρουφιάνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετος υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τον ομοφυλόφιλο άνδρα, από τις λέξεις σούφρα και μηλιά. Πιθανώς προέρχεται από τη δεκαετία του '60, όταν η γκροτέσκα φιγούρα του Τάκη Μηλιάδη υποτίθεται ότι καθρέφτιζε τους ομοφυλόφιλους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως συνώνυμο του πονηρούλη και μουλωχτού.

Ώστε έτσι μωρή σουφρομηλιά... Μίλησες ήδη με τον προϊστάμενο για την άδειά σου και δεν μάς είπες τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιπίνι των Βορείων Προαστίων .

Άντε πάμε Κηφισιά να χορτάσουμε βιπίνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified