Further tags

Νοοτροπία ατόμου, κυρίως θηλυκού γένους, που ενώ συμβαίνουν σημαντικά πράγματα στον κοινωνικό περίγυρο του, επιμένει να ασχολείται με «τρίχες». Τις περισσότερες φορές αντιδράει έτσι λόγω αδυναμίας χρήσης του λιγοστού μυαλού που έχει (IQ κολεόπτερου). Προκύπτει από τη γνωστή φράση: «Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μ....ί ξυρίζεται».

- Αμάν ρε Σοφάκι. Σταμάτα το ξυριζαιδοίζειν! Εδώ χρωστάμε τρία γραμμάτια κι εσύ μου μιλάς για τα νύχια σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντεκολτέ που, παρόλο το ελπιδοφόρο βάθος του, αποκαλύπτει ένα σχεδόν επίπεδο στήθος. Το επίθετο απαντά μόνο στο ουδέτερο γένος και σχεδόν αποκλειστικά στη φράση «αβυζαλέο ντεκολτέ».

- Ωραίο το φορεματάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, ντεκολτέεε... μπράααβο το Μαράκι.
- Ναι αλλά πέρασα από δίπλα της πριν κι έριξα ματιά. Δε λέει τίποτα, το ντεκολτέ είναι αβυζαλέο...

(από Khan, 25/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για γυναίκα:
Ώριμη κυρία που εισβάλλει ανέλπιστα στη ζωή ενός νεαρού, ικανοποιώντας τις ερωτικές του φαντασιώσεις και καλύπτοντας τις οικονομικές του ανάγκες.

Χαρακτηρισμός για άνδρα:
Ώριμος κύριος που εισβάλλει ανέλπιστα (όπως νομίζει) στη ζωή μιας νεαρής, ικανοποιώντας τις ερωτικές του φαντασιώσεις και καλύπτοντας τις ιδιαίτερα αυξημένες οικονομικές της ανάγκες.

Δεν είμαι τόσο νεαρός,,, αλλά κανένα κελεπουρό για μένα;;;

Παραγγελιά της Βαλ (από Vrastaman, 24/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατώτερος υπάλληλος φτηνού και αμφιβόλου φήμης ξενοδοχείου, επιφορτισμένος με το στρώσιμο («που στρώνει») των κρεβατιών. Συνήθως ατημέλητος, βραδύνους και «πιο αργός κι απ' τον θάνατο» όσον αφορά τη δουλειά του.

Γαμώτο! Πριν μια ώρα φώναξα το πουστρώνι να έρθει να σουλουπώσει τα κρεβάτια. Τί διάολο...; Μαζούτ καίει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχετυπική νεαρά ύπαρξη, εντυπωσιακής εμφάνισης, με ιδιαίτερα λευκή οδοντοστοιχία, ζωηρό χαμόγελο αλλά και αμφιβόλου ευφυΐας.

Στην συντριπτική τους πλειοψηφία, το γέλιο τους έχει μια έντονη χροιά κακαρίσματος και η συχνότητα συγκεντρώνεται κυρίως στην υψηλή κλίμακα του φάσματος. Αν κάποιος βέβαια έχει μεγάλα κέφια, βρίσκει την όλη παρουσία χαριτωμένη και αστεία.

Είμαι που λες στον ζωολογικό κήπο με τον ανηψιό μου. Με πλησίαζει μια χαζορέτα και με ρωτάει πού είναι το κλουβί του Ροζ Πάνθηρα... Ε, τί να πεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψυχοπνευματική κατάσταση των γυναικών που είναι μέχρι αηδίας ναζιάρες. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τέτοιας γυναίκας : η Barbie.

- Κική, όταν σου περάσει η ψιψίνοια, ξαναέλα. Τώρα δρόμο γιατί η αηδία έχει αρχίσει να βαράει κόκκινο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξαφνικό παραλήρημα φλυαρίας από μέχρι πρότινος διακοσμητικής συμπαρουσιάστριας τηλεοπτικού σόου.
Χρησιμοποιείται ευρύτερα και εντός παρέας ατόμων, όταν μία μη-αντιληπτή και αμίλητη παρουσία, αρχίζει ξαφνικά έναν καταιγισμό σχολίων.

Επί δύο ώρες η Μαίρη ούτε που ξέραμε αν ήταν ζωντανή. Και μετά το γύρισε σε γλαστρίδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτσομπολιό για την ιδιωτική ζωή άλλων. Κοινωνικός σχολιασμός σε ευρύτερη έννοια. Εκδηλώνεται συνήθως σε παρέα δύο ή περισσοτέρων γυναικών. Είναι το εθνικό σπορ των τηλεοπτικών εκπομπών μεσημεριανής ζώνης.

Κόψε το κατινάζ ρε Στέλλα! Μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kαλλιτέχνης που είναι περισσότερο γκέι και λιγότερο καλλιτέχνης, με οδυνηρά αποτελέσματα για την τέχνη και θανατηφόρες επιπτώσεις για τους θεατές. (Στη Θεσσαλονίκη: Γκεϊλλιτέχνης).

Σιγά ρε μην είναι και ο Coppola! Αυτός ρε είναι κεϊλλιτέχνης. Ωωωωχ με την αδερφάρα τώρα....

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O ομοφυλόφιλος που ερωτεύεται (πολύ) μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες.

Ο Γιώργος; Αυτός ο παππούστης;! Αμ πούστης, αμ 22 χρονών, αμ γυρνάει με έναν άλλονα πού'ναι 50άρης και βάλε...

ο παπούστης... (από MXΣ, 03/04/12)

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified