Further tags

Εύγεστο γλύκισμα που μοιάζει με το μουσικό όργανο που ανήκει στα χάλκινα πνευστά, και είναι συνήθως κουρδισμένο στην τονικότητα σι ύφεση.

Μια φλαπουτσοκορνέτα στο παιδί που έχει την γιορτή του.

Got a better definition? Add it!

Published

Αναγραμματισμός του ΛΟΑΤΚΙ (Λεσβίες Ομοφυλόφιλοι Αμφί Τρανς Κουίρ Ίντερσεξ). Δηλώνει:

  1. Την ΛΟΑΤΚΙ (LGBTQI) κοινότητα
  2. Το μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας (βλ. ελτζιμπιτής/ελτζιμπιτού)

Κάνει παράγωγα όπως το κιλοτάκι (το νέο ή νεαρό μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας) και σύνθετα όπως κιλοτόπαρτο, κιλοτοργάνωση, ενδοκιλοτικός/ή, μεγαλοκιλότα (γνωστό μέλος της κιλότας).

Ξεκίνησε να διαδίδεται μέσα στην αθηναϊκή οργάνωση Colour Youth, κατά το 2013-2014.

Πάλι γίνεται μαδομούνι στην κιλότα; Έχει πάρει φωτιά το fb από τις μπηχτές.

Αυτός διάβαζε το ΑΜΦΙ την εποχή που έβγαινε, είναι παλιά κιλότα.

ομοφυλοφιλία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυολεπτάκιας (ο, η)

Δυολεπτάκιας: Ατομο που διακόπτει την κυκλοφορία για χρόνο που συνήθως υπερβαίνει τα 2 λεπτά, αγνοόντας πλήρως τον ΚΟΚ και την παρακώλυση συγκοινωνιών (ειδικά το άρθρο 227 του Ποινικου κώδικα όταν μπλοκάρει λεωφορείο) , όπως και τις σχετικές προβλεπόμενες ποινές.

"-Ει! Που πα ρε φιλε και το μολάρεις μόστρα μπροστά στο μαγαζί; Ειναι "ορθοπαιδικά είδη" το μαγαζί, μπαίνοβγαίνουν καροτσάκια λεμεεεε! Είσαι και πάνω στην διάβαση! Βρεφονηπιακός σταθμός απο δίπλα! -Πως κάνεις έτσι, κύριος; Δυό λεπτάκια θα κάνω!"

Got a better definition? Add it!

Published

Μέλος της ΛΟΑΤ, γνωστή και ως LGBT, κοινότητας. Λεσβία, γκεί, ομοφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλη/ος ή τρανς.

Χρησιμοποιείται όταν δεν ξέρεις τι είναι το άτομο αλλά ξέρεις ότι είναι κουήρι, ή θες να αναφερθείς συλλογικά σε ΛΟΑΤΚ πρόσωπα αλλά θες να το κάνεις με μπρίο και χάρη.

Παράδειγμα: -Θα 'ρθεις το βράδυ; έχει πάρτι στο second skin!
-Τι πάρτι, για ελτζιμπιτήδες;
-Ε ναι, στραπ-ον γιούνικορνζ. Χαμός θα γίνει, έλα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ροή νερού από ψηλά.

  1. Μην κάθεσαι κάτω απ' την ρουνιά, θα βραχείς.
  2. Δεν είχα ομπρέλα κι έφαγα ρουνιά στο κεφάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που καθυστερεί να κάνει κάτι. Ο κουσκουτεύων δηλαδή.

Είναι πολύ κουσκούτης αυτός, δεν πάει να φτιάξει τα δόντια του.

Σταμάτα να κουσκουτεύεις, θα αργήσουμε για την έξοδο μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός/η που έχει πρήξει τους μύες του/της από την υπερβολική άσκηση στο γυμναστήριο. Συνήθως χρησιμοποιείται για άτομα που κυρίως βρίσκονται στους πάγκους με βάρη. Σύνθετη λέξη από τα πρήξιμο + -iser(en/fr) στην ελληνοποιημένη μορφή του, το οποίο αποτελεί αντιδάνειο του αρχαιοελληνικού -ίζειν επίθημα το οποίο χαρακτηρίζει δράση. Εναλλακτικά εμφανίζεται ως πρησκαλάιζερ για λόγους ευηχίας.

-Ακόμα διάδρομο κάνεις ρε;
-Γάμησε με τι να κάνω; Δε βλέπεις τον πρησκαλάιζερ εκεί πέρα, έχει παντρευτεί τον πάγκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του Φιντέλ του Κάστρου και ιδεολογικός αντίπαλος του φιλελέ. Μπορεί να έχει πάει και Κούβα, αλλά μόνο εν είδει σεξο-βακάνζας και για να έχει μετά να λέει.

Φιντελέδες και μπολσεβίκοι, η Κούβα πια δεν σας ανήκει

Got a better definition? Add it!

Published

Το νέο trend στα ίντερνετς, το λεγόμενο mangina (σύντμηση των αγγλικών λέξεων: man+vagina),
όπου άνδρες μαγκώνουν το πουλί τους ανάμεσα στα πόδια τους και το κάνουνε μουνάκι.
Ό,τι πρέπει για σνάπτσατ και ίνσταγκραμ δηλαδή.

- Κυρία Μαρία, έχω ένα καλό κι ένα κακό νέο για το γιό σας. Από που να αρχίσω;
- Από το κακό..
- Ο γιός σας ο Δημητράκης, ανέβασε χθες φωτο στο facebook να κάνει mangina..
- ΟΟΟΟΧΙΙΙΙΙΙ, ο γιόκας μου να κάνει πουτσομούνι;; Δε μπορεί, δεν είναι δυνατόν.. Και ποιό είναι το καλό νεό;
- Έγινε viral, χαχαχχχχ!!

Στα παρακάτω λινκς μπορείτε να δείτε φωτο με νεανίες που έτυχε να γεννηθούν τη λάθος εποχή,
και κάνουν μουνάκι, ένας-ένας ή παρέες ολόκληρες. Σε σπίτια, σε βουνά, σε θάλασσες και βουνά:
http://luben.tv/stream/86199
http://www.lifo.gr/viral/is_viral/109077

mangina

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γραμμένο και ως "τούτης-φρούτης". Ο σιμιγδαλένιος, αυτός που δεν φέρεται ως κλασσικός άντρας, όμως προσπαθεί με κάθε τρόπο να πείσει τον κόσμο για το αντίθετο.

-Έλα εδώ να παλέψουμε ρε

-Α πάενε από δω ρε τούτι-φρούτι, σιμιγδαλένιε, καληνυχτάκια, μπουένας νότσες μη σε κάνω ένα με το χώμα ναπούμε.

Got a better definition? Add it!

Published