Ο νεκρός, ο θαμμένος. Ο όρος προέρχεται από τις διαστάσεις της επιφάνειας του φέρετρου (κατά προσέγγιση).

- Πώς είναι ο Ηλίας; Την προηγούμενη φορά που τον είδα δεν μου φαινόταν καλά.
- Τώρα πια ο Ηλίας είναι σε φάση 2 επί 1.
- Δηλαδή;
- Παραθερίζει στα πευκάκια. Πέθανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή παρότρυνση προς γέροντα ή ειρωνική προς (κατά φαντασίαν) ασθενή, να τοποθετήσει και το δεύτερο πόδι στον τάφο, αφού είναι κατά το κοινώς λεγόμενο ήδη «με το ένα πόδι στο λάκκο/τάφο».

Δηλαδή, αφού δεν την παλεύεις που δεν την παλεύεις, άντε τί κάθεσαι, χώσου μέσα μιαν ώρα αρχύτερα, να κλείσουμε το φέρετρο και να τελειώνουμε (πια) με την πάρτη σου.

Εκφράζει αγανάκτηση έναντι μεμψίμοιρων αξιοπαθούντων ή κανενός γκρινιάρη κωλόγερα.

- Ωχ! Τα πλευράκια μου! Κρύωσα με το αρκουδίσιον και με χάλασε...
- Σιγά μωρή κυρία! Άντε, βάλε και τ' άλλο μέσα να κλείσουμε το καπάκι! Μας τα' πρηξες απ' το πρωί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέθανε, αλλά επειδή υποσχεθήκαμε αιώνιες ζωές και άλλους παπάδες, απαγορεύεται να χρησιμοποιήσουμε αυτήν τη λέξη.

Το εκοιμήθη στην τελική συμβαδίζει και με τη μακαριότητα.

  1. Εκοιμήθη στις 5 τα ξημερώματα της Παρασκευής ο πρώην Μητροπολίτης Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας, Αυγουστίνος Καντιώτης, σε ηλικία 104 ετών.

  2. - Γιωργάκη, πρέπει να σου πω ότι ο πατέρας σου εκοιμήθη στις πεντέμισι το πρωί.
    - Γιατί κοιμήθηκε τόσο αργά, ρε παππού; Πάλι στα μπουζούκια είχε πάει;
    (© Πιτσιρίκος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακαρώνω = τεζάρω = τεντώνω (= τσίτα ο παγωμένος) = πεθαίνω.

Αν κάποια στιγμή δεις τ' αστέρια και το φεγγάρι να σε φωτίζουν, τα σύννεφα να σε σκεπάζουν και τους αγγέλους να σε νανουρίζουν, να ξέρεις πως... τα κακάρωσες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούγεται στις ειδήσεις οταν αναφέρονται σε κάποιο έγκλημα, σε κάποια μεγάλη αιματοχυσία.

... η έφοδος των αστυνομικών κατέληξε σε λουτρό αίματος όταν στο σπίτι που έκαναν έφοδο αντάλλαξαν πυροβολισμούς με τους οπλισμένους δράστες..

και τώρα σε gel! (από MXΣ, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λένε καμιά φορά οι Αλβανοί που ζουν στην Ελλάδα. Σημαίνει είτε πεθαίνω, ή τιμωρούμαι δια απέλασης.

- Τι κάνει ο πατέρας του Θανάση;
- Δεν την βγάζει.
- Κατάλαβα, πάει Κακαβιά.
...
Πρόσεξε με αυτά που κάνεις, πας Κακαβιά μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον απαγχονισμό, λόγω του ότι το βάρος του απαγχονιζόμενου είναι το αίτιο διαχωρισμού της σπονδυλικής στήλης και ταυτόχρονης κοπής του νωτιαίου μυελού, παρατηρείται και μη έλεγχος των σφικτήρων του απαγχονισμένου. Δηλαδή, του πρωκτού τον δυο σφικτήρων της ουροδόχου κύστεως και της σπερματοδόχου κύστεως (με αποτέλεσμα να ουρεί, αφοδεύει, εκσπερματώνει την ίδια στιγμή και γι’ αυτό λέγεται και ο ηδονικότερος θάνατος).

Τώρα, όταν απαγχονίζονταν χωρίς ρούχα στην εξοχή, τα υγροστερεά που έπεφταν στο έδαφος προκαλούσαν την ανάπτυξη του τζιν σενκ (το κυνηγούσαν οι μάγισσες της εποχής) (sic). Παρατηρώντας το φαινόμενο αυτό, οι διάφοροι πλούσιοι τότε, έκαναν ένα ψευδo-απαγχονισμό, κάτι τις πριν την αποκόλληση του νωτιαίου μυελού, με τα ίδια αποτελέσματα που αφορούν τους σφικτήρες. Καμιά φορά δεν υπολόγιζαν το μήκος του σχοινιού σωστά με αποτέλεσμα να πεθαίνουν δια απαγχονισμού και να απορούν όλοι γιατί.

Δεν κατάλαβα γιατί αυτοκτόνησε ο Λουί, αφού όλα τα είχε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Παναμαϊκή είναι η σημαία του Παναμά, ήτοι τη σηκώνω όταν είμαι έτοιμος να σαλπάρω.

Σλανγκ του ιατρικού επαγγέλματος, σημαίνει (κάπως κυνικά) ότι κάποιος ασθενής είναι σε πολύ κρίσιμη κατάσταση και δε θα τα καταφέρει να ζήσει.

-Τι έγινε με τη γιαγιά στο 506;
-Με δύο εγκεφαλικά και νεφρική ανεπάρκεια ρε; Αυτή έχει σηκώσει παναμαϊκή από καιρό.

(από σφυρίζων, 07/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό ρήμα slay που σημαίνει φονεύω ή εντυπωσιάζω, σημαίνει κάτι το πολύ εντυπωσιακό και τρομερό.

Σλέι η μαθηματικού! (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Είδος ταινιών τρόμου, συνήθως δευτεροκλασάτων, όπου κυριαρχεί το συνεχές πλατσούρισμα των σκηνικών και της κάμερας από λουτρά αίματος. Εκ του αγγλικού splatter.

Ποοοο, μαλάκα, νοικιάσαμε χτες μια σπλατεριά ... Άλλο να σου λέω και άλλο να βλέπεις. Ο τύπος να της τραβάει το λαρύγγι με τα δόντια και να 'χει γεμίσει ο τόπος κέτσαπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified