Ως χουλιγκανισμός αναφέρεται η ανάρμοστη και βίαιη συμπεριφορά οπαδών αθλητικών ομάδων που οδηγεί στη διατάραξη της τάξης.

Εκ του «hooliganism» που χρησιμοποιείται από το 1890 για να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά συμμοριών των δρόμων του Λονδίνου.

Να αρχίσει ο πόλεμος
να γίνετε χαμός πόσο μ' αρέσει ο χουλιγκανισμός
και ο μπάτσος να σε κυνηγάει σα τρελός
αυτό ρε μάγκα είναι αθλητισμός..
(Άσμα φιλάθλων)

Διεθνοποιήθηκε τον 20ο αιώνα ως σοβιετική ορολογία για τους αντιφρονούντες του καθεστώτος (khuligan).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος συμπεριφοράς που αναφέρεται στο εξής παράδοξο: παρότι κάποιος βλέπει τον κίνδυνο, αντί να τον αντιμετωπίσει, προτιμά να κάνει ότι δεν υπάρχει, ελπίζοντας ενίοτε ότι το πρόβλημα θα λυθεί μόνο του.

Ρήμα «στρουθοκαμηλίζω»

Η λέξη προέρχεται από την κοινή λανθασμένη πεποίθηση ότι οι στρουθοκάμηλοι όταν βλέπουν κίνδυνο, αντί να πάρουν δρόμο, στέκονται όρθιες και θάβουν το κεφάλι τους στην άμμο... πιστεύοντας ότι αφού δε βλέπουν το λιοντάρι, δε θα τις βλέπει ούτε αυτό... οι χαζές.

Οι αλήθεια όμως είναι ότι οι στρουθοκάμηλοι δεν κάνουν έτσι!!! Στην πραγματικότητα όταν κρύβονται, ξαπλώνουν, χαμηλώνουν το κεφάλι και προσποιούνται ότι είναι λοφίσκος, αλλά δεν στέκονται όρθιες θάβοντας το κεφάλι τους.

Μετά από αυτή την επιμορφωτική παρένθεση, καταλήγουμε ότι όπως και να έχει, η έκφραση υπάρχει για τα καλά!

Σου λέω έχει μείνει ένας μήνας για τις εξετάσεις και εσύ κάνεις σα να μη συμβαίνει τίποτα!! Δε θα μπεις στο πανεπιστήμιο στρουθοκαμηλίζοντας!!

(από nick, 28/04/09)Αρκάς: "Σταματείστε να φοβίζετε την στρουθοκάμηλο!". (από Hank, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ασθένεια απ' την οποία πάσχει ο ξερόλας. Ή, η ιδεολογία/ προσέγγιση, που τον διακατέχει, κατά το «ολισμός».

Ο Χέγκελ πάσχει από μεταφυσικό ξερολισμό. (Από φιλοσοφικό δοκίμιο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσφατα ο ρουμάνος ικανοποίησε την λαϊκή απαίτηση του σάιτ κι έβαλε νέες κατηγορίες λημμάτων. Μεταξύ τους οι λεγόμενοι «νεολογισμοί» και τα «αυτοαναφορικά». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια τάση που είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται στην εποχή του όψιμου μετασλανγκισμού να καταστεί πλέον αχαλίνωτη. Έτσι ως «νεολογισμοί» καταχωρίσθηκαν πολλοί παπαρολογισμοί, ενώ ως «αυτοαναφορικά» καταχωρίσθηκαν λήμματα που από την πολλή τους αυτοαναφορικότητα καταντούν αυτοερωτικά. Ο παπαρολογισμός, εν ολίγοις, είναι η ακραία λεξιπλασία, που δεν μαρτυρείται στην καθομιλουμένη σλανγκ, αλλά συλλαμβάνεται τεχνητά στο γραφείο του λόγιου Σλάνγκου σε μια στιγμή σλανγκικής έλλαμψης. Μια λεξιπλασία, η οποία καθώς δεν ερείδεται στην καταγραπτέα σλανγκ του λαού μας, δίνει λαβή σε σλανγκαρχίδηδες να την στιγματίσουν ως παπαρολογία ενός παπαρολόγου.

Εκτός από τους «παπαρολογισμούς» και τα «αυτοερωτικά» άλλες συνήθεις κατηγορίες λημμάτων είναι:

  1. Οι καλοί:
    -Ιησουιτισμός: Λήμματα που όπως αυτά του Κυρίου ημών, είναι υπερβατικά και εξωκόσμια με τιραμισουρεαλιστικό χιούμορ και γριφώδη διάθεση. Λήμματα, α ουκ εισί εκ του κόσμου τούτου. Λ.χ. τα λήμματα μπλε, το μεγάλο κάτω, από την πόρτα σου περνώ....

-Κρεψινιά: Το να εξηγείς, όπως ο krepsinis μία ευρύτατα γνωστή λαϊκή έκφραση υπάρχουσα εδώ και δεκαετίες ή αιώνες, δίνοντας πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά, ετυμολογικά, λαογραφικά κ.ά. στοιχεία. Για εκφράσεις που όλοι συχνά λέμε, αλλά δεν ξέρουμε τι πραγματικά σημαίνουν.

-Χαλικού Χαϊκού: Λήμμα μεταξύ κρητικής μαντινάδας και ιαπωνικού χαϊκού με λίγη από τιραμισουρεαλισμό και υπαρξιακή διυποκειμενικότητα. Λ.χ.: όλα τα λέιζερ πάνω μου (εδώ, σε μένα)!.

-Λήμμα-ομπρέλα: Λήμμα που περιέχει μεγάλη λίστα περιπτώσεων ενός φαινομένου. Τέτοια είναι πολλά λήμματα του acg με κορυφαίο αδιαμφισβήτητα το την τρίζει την όπισθεν.

-Λήμμα Λερναία Ύδρα.

-Λημματομάνα.

-Οθωμανικό: Λήμμα που εξηγεί παράξενες τουρκικές, περσικές, αραβικές λέξεις που μας έχουν μείνει απ' την Τουρκοκρατία ή μας τις έφεραν οι Μικρασιάτες. Αυθεντία το Πονηρόσκυλο (με την καλή έννοια).

-Λήμμα πρωθύστερο: Φαίνεται αστείο να κοντεύουμε τα 9000 λήμματα και να ορίζουμε τώρα το μουνί, τον πούστη, το τσιμπούκι, το πέος κ.τ.ό. Κι όμως, ήταν φαίνεται μοιραίο να αρχίσουμε από εξεζητημένα και να καταλήξουμε στα απλά και θεμελιώδη.

-Σλανγκαρχιδιά (με την καλή έννοια): Κάποιος σπασίκλας καβουροσλανγκόσαυρος έως σλανγκαρχίδης απαριθμεί με σχολαστικότητα λ.χ. όλες τις λέξεις που υπάρχουν για τον πούστη, τον πούτσο ή την πουτάνα κ.ο.κ.

  1. Οι κακοί: -Τρολισμός: Λήμματα τρολεατζήδων, που αποσκοπούν μόνο να προκαλέσουν.

-Ανορθογραφισμός: Λήμμα που βγάζει μάτι.

-Παροιμιώδες λήμμα: Παροιμία χωρίς σλανγκικό ενδιαφέρον που υπάρχει εδώ και αιώνες. Προκαλεί την μήνιν των σλανγκαρχίδηδων.

  1. Και οι άσχημοι: -Μπαμπαδισμός: Ξεθυμασμένη σλανγκ που πρέπει να καταγραφεί, αλλά χωρίς ευχαρίστηση.

Το προχώ είναι προχώ, ο τιραμισουρεαλισμός είναι τιραμισουρεαλισμός, κι ο παπαρολογισμός είναι παπαρολογισμός!

Λέγεται ότι ο Αυτοκτονημένος άφησε πίσω το τρολεατζήδικο παρελθόν του και τώρα τό 'χει ρίξει στις κρεψινιές, με αποτέλεσμα να καταξιωθεί ως υγιής δύναμη του σάιτ.

Βασική αρχή του ιησουιτισμού είναι ότι ο τιραμισουρεαλισμός αγιάζει τα μέσα.

!!! (από Vrastaman, 11/03/09)η Hank-takular εποπτεία του σλανγκοσύμπαντος - θξ για το reference...  (από xalikoutis, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σλανγκισμός, που είναι πολύ παλιός και ξεθυμασμένος και πλέον τον χρησιμοποιούν μόνο οι μπαμπάδες μας και όσοι άλλοι πάσχουν από σλανγκιπενία. Καταγράφεται στο slang.gr μόνο και μόνο για λόγους επιστημονικής ευσυνειδησίας των καβουροσλανγκοσαύρων, αλλά χωρίς ίχνος ευχαρίστησης.

Σωβρακολογείς; Ή κιλοτάρεις;
– Ωχ, μωρέ! Άρχισες τους μπαμπαδισμούς και γελάς κιόλας με τον εαυτό σου! Διάβασε λίγο slang.gr, να μορφωθείς, γιατί έχεις μείνει πολύ πίσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδεολογία του Διαδικτύου, όπως ο ασιγματισμόσ, ο ατονισμος, ο ανορθογραφισμός, ο πολυτονισμός. Επειδή γίνεται κυρίως για λόγους ευκολίας, μοιάζει πιο πολύ με τους δύο πρώτους. Ο ορισμός του γκρηκλισμού είναι να βαριέσαι ανυπόφορα να κάνεις το ταυτόχρονο Αλτ-Σιφτ (όπως εγώ τώρα) κι έτσι είτε 1) Να γράφεις ελληνικά με αγγλικούς χαρακτήρες, είτε 2) αγγλικά με ελληνικούς.

  1. α) Η πρώτη περίπτωση πολλές φορές λειτουργεί ως το καμουφλάζ του ανορθόγραφου. Δηλαδή ένας που δεν μπορεί να ορθογραφήσει, αντί να πάρει μια γενναία στάση και να ενταχτεί στο κίνημα του ανορθογραφισμού προασπίζοντας τα πιστεύω και τα ταξικά συμφέροντα των ανορθόγραφων, κρύβεται πίσω από τα γκρήκλις, όπου τα γράφει όλα «i» και «o», και καθάρισε!

β) Όσοι δεν είναι ανορθόγραφοι, γράφουν το ωμέγα ως «w», το ήτα ως «h», το χι ως «x», το θήτα ως οκτώ «8», και το ξι αναλυτικά ως «ks», κι ενώ καταργούν έτσι κάθε κανόνα φωνολογικής αντιστοιχίας, μπορεί και να κατηγορήσουν κάποιον που δεν το κάνει ως «ανορθόγραφο».

γ) Μια τρίτη κατηγορία είναι οι αρχαιόκαυλοι γκρηκλιστές. Αυτοί απεχθάνονται τα γκρήκλις, αλλά είτε λόγω προκεχωρημένης ηλικίας, είτε επειδή ζουν στην κοσμάρα τους, είναι τραγικοί e-tard και δεν έχουν μάθει την ύπαρξη των πλήκτρων Αλτ-Σιφτ. Αλλά επειδή απεχθάνονται την δεύτερη φράξια, ακολουθούν την επιστημονική φωνολογική μεταγραφή από τα αρχαία ελληνικά στα λατινικά. Δηλαδή: Οι πιο μετριοπαθείς γράφουν το ήτα ως «e» και το ωμέγα ως «o», οπότε βρίσκονται σε διαμάχη με την δεύτερη φράξια για το ποιος ορθογραφεί. Οι πιο ακραίοι θέλουν να δηλώσουν και την αρχαιοελληνική ποσότητα των φωνηέντων, οπότε γράφουν το ήτα ως «ee» και το ωμέγα ως «oo». Οι ακόμη πιο ακραίοι είναι ταυτοχρόνως γκρηκλιστές και πολυτονιστές, οπότε προσθέτουν και ένα «h», για να δηλώσουν την δασεία, ενώ χρησιμοποιούν και υπογεγραμμένη ως παραγεγραμμένο «i»! Λ.χ. η λέξη «ερμηνεία» θα γραφεί από αυτούς ως «hermeeneia», το «δόξα τω Θεώ» θα γραφεί «doxa too Theooi» κ.ο.κ. Εννοείται ότι αυτοί λοιδωρούν τα οκτάρια θήτα από τις άλλες φράξιες και τις υπόλοιπες συμβάσεις τους.

δ) Ένα άλλο είδος είναι ο υβριδικός γκρηκλιστής που δεν έχει κανόνα και χρησιμοποιεί όποια σύμβαση του καυλώσει ανά πάσα στιγμή. Λ.χ. δεν έχει ιδεολογικό πρόβλημα να γράψει «tha epi8umousa na ypodeixo» ανακατεύοντας συμβάσεις από όλες τις φράξιες. Συναφές ζήτημα είναι αν το ύψιλον γράφεται με «u» ή με «y».

2) Το αντίστροφο είδος είναι ο γκρηκλιστής που βαριέται να γυρίσει το πληκτρολόγιο από τα ελληνικά στα αγγλικά. Έτσι γράφει στα ελληνικά τα αγγλικά ονόματα ή και εκφράσεις, όπως «σο», «το καλύτερο έβερ», «πρόπαμπλυ», «γουάτσοέβερ», «λολ», «λόλσομ», «φακ» κ.ο.κ. Αν είναι αυτοσαρκαστικός θα διανθίσει για ξεκάρφωμα τον λόγο του και με τα «παρεπίπταμπλυ» και «ανπέκταμπλ» κ.ο.κ. Ο τοιούτος γκρηκλιστής βολεύεται πολύ από τις καθαρευουσιάνικες ελληνοποιήσεις λ.χ. «Σακεσπύρος» για τον «Shakespeare», «Αμστελόδαμον» για το «Άμστερνταμ» κ.ο.κ. Επίσης, από τις σλανγκικές τοιαύτες, όπως δωδ, φατσοβιβλίο, σωλήνας κ.ο.κ.

Το παρόν λήμμα δεν προτίθεται να καλύψει τις περιπτώσεις γκρηκλισμού των ελληνισμών που μεταφράζονται στην αγγλική ομιλία, ή αντιστρόφως των ελληνοαμερικάνικων, που καλύπτονται σε άλλα λήμματα ενδελεχώς βλ. λ.χ. δώσε κώλο στον ρουφιάνο!.

Σλανγκασίστ: Mes.

  1. Έστωσαν πέντε γκρηκλιστές διαλεγόμενοι σε κουβεντοδωμάτιο για τις αντίστοιχες φράξιες, όπου:
    1.α.= Λάουρα.
    1.β.= Λίλιαν
  2. γ. = Επαμεινώνδας
  3. δ. = Αμαλία.
  4. = Μένιος.

Λάουρα: Ax ti oraia perasame x8es sto retire, itan iperoxa!
Αμαλία: Ne, ki egw perasa 8aumasia, pote tha to ksanakanoume to xeskisma;
Μένιος: Παρεπτίπαμπλυ, μιλώντας για ξέσκισμα, πολύ φάκαμπλ αυτή η φίλη σου, η Καλλιόπη! Το καλύτερο σουίνγκερ φακ έβερ! Πραγματικά ανπέκταμπλ! Σο, μπορείς να μου φοργουορντάρεις το εμαίιλ της; Ή την διεύθυνσή της στο φατσοβιβλίο; Ή ο,τιδήποτε γουατσοέβερ...
Λίλιαν: Menio, ti einai auta pou les sthn kopela; 8a h8eles mhpws na arxisoume ki emeis na zhtame ta emails twn agoriwn me tis ompreles;
Επαμεινώνδας: Meen sugxuzesthe agapeetee mou Lilian. Tooi onti eeto thespesia ee korasis! Me ekane na thumeethoo ta neiata mou, hotan hupeerksa xipees. Ta deonta teei mamai sas, despoinis Amalia.

kai outoo katheksees, kai outo ka8exis, kai outw ka8ekshs, ετσέτερα ετσέτερα...

  1. (Στο φόρουμ του Αθηνοράματος, ανάρτηση γκρηκλιστί ενός κριτικού με αυξημένο δείκτη σλανγκικής ευφυίας, για την ταινία «Daisy» του Wai-Keung Lai):

Daisy is a cataplectic and catapeltic, detectivic, caramelodramatic, psychocathartic, hard-Koreatic, engangsteric, hyperrelativistic esoteric movie in an exoteric co-prototypic tensor product environment hyperfocusing on Jeon, a deadendstreeting artist, painting Heineken bottles in the port of Amsteldamned-if you do, Zaglodvan damned if you dont you forget about me, kikiriki kee, o protokotos to kikirikoy ekbaleto. [...] Protoclassatic acting, zoopanegyris of the senses, philosophistication of Aegina, [...]ο σχιζοφρενής Κορεάτης μες στην οθόνη, όλος ο Κορεάτικος κινηματογράφος έχει βγει από εκπομπή της καραμουζοπάνια, αλλά προ Χαρδακαρβέλα, Χαράδρα, Καραβέλα,ας Χαρδαβελάξουμε Μά-αύ-ρηηηη, Μαύροι με βρακοπαντέλονα απ' τα πάνω Πετράλωνα. Θέλω να πώ, ο έγκριτος σκηνοθέτης Αντριου Καταφερτζαφέρης Λάου κάνει μπέ-ε-ε-ε και ξέρει τι κάνει ή κουτουλάχιστον έτσι φαντάζομαι.

Αντίθετο: engreek.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἰδεολογία τοῦ Ἴντερνετ, ὅπως ὁ ἀτονισμός, ὁ ἁνορθογραφισμὸς καὶ ὁ ἀσιγματισμόσ. Ἀποτελεῖ τὸ ἀντίθετο τοῦ ἀτονισμοῦ. Οἱ πολυτονιστὲς εἶναι οἱ κολλημένοι μὲ τὸ πολυτονικό, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ξεπεράσουν τὸ τραῦμα ἀπὸ τὴν ἐπίσημη κατάργησή του καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ γράφουν σὲ αὐτό, ἀκόμη καὶ στὶς φοράδες. Πολλὲς φορὲς τὰ γραπτά τους εἶναι γεμάτα κουτάκια, ἂν δὲν ἀναγνωρίζονται οἱ τόνοι τους. Γενικῶς, οὶ πολυτονιστὲς κάνουνε πνεῦμα βάζοντας πνεύματα, εἶναι ὀξεῖς καὶ βαριοὶ τύποι, ἀλλὰ περισπῶνται πολὺ μὲ τὶς περισπωμένες.

Πολυτονιστής: Δὲν θὰ πεθάνουμε ποτὲ κουφάλα ἀτονιστή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνημα για την ανάπτυξη του σουρεαλιστικού χιούμορ και των σουρεαλιστικών λεξιπλασιών. Αποτελούν μία φράξια του slang.gr. Από τον «σουρεαλισμό» και το γλυκό «τιραμισού». Η σχέση μεταξύ των δύο κατά τους τιραμισουρεαλιστές είναι προφανής και ριζωμένη στο υποσυνείδητό μας. Όπως και με τον Τιραμόλα.

Κόπι-ράιτ: Ιησούς.

Το καλύτερο παράδειγμα τιραμισουρεαλισμού είναι η ίδια η λέξη «τιραμισουρεαλισμός». Επίσης, η λέξη κιθαρίτσαρντς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ίδια η προσποιητή συμπεριφορά. Συνώνυμο: δηθενιά.

Μας έχει φάει ο δηθενισμός και το θεαθήναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified