Further tags

Αυτός που χτυπάει γκόμενες κατά συρροή, που αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, ο Καζανόβας, ο Δον Μήτσος Κιλώτης, ο Τζέμης Μποντ τ. fuck and let die, ο φαρμακοψώλης, ο σκοτώνω. Γενικά το τελικό συστατικό -φονιάς προσδίδει σεξιστικώς ένα είδος ανδρισμού, γιατί άντρας που δεν είναι γκαζοφονιάς, ρακοφονιάς, ή, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, και μπαζοφονιάς, δεν είναι άντρας. Σημειωτέον ότι στο -φονιάς μπορεί να υπάρχει και μια ελαφρά μειωτική χροιά, λ.χ. ο γκαζοφονιάς να είναι αυτός που πατάει γκάζι σαν ούγκανος εις βάρος της πχοιότητας της οδήγησης, έτσι κι ο γκομενοφονιάς μπορεί να είναι και -φονιάς ως σαβουρογάμης ό,τι κάτσει ή ως κάποιος που χάνει ευκαιρίες για πχοιοτικές σχέσεις μέσα στη φούρια του. Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά ψυχανάλατα για τη σχέση σεξ και θανάτου, τόσο της ερωμένης, όσο και του ερώντος, αλλά προτιμώ να δώσω τον λόγο στα παραδείγματα.

  1. Ντανιέλος ο Γκομενοφονιάς. Επειδή σήμερα, εκεί που έψαχνα καμιά καλή φωτογραφία να σχολιάσω, με έπιασε μία απίστευτη πρεμούρα και σιχαμάρα με όλα τα πλαστικά βυζιά στον κόσμο της σόου βυζ (ο προσωπικός μου κρυπτονίτης), θέλω να δούμε ένα κλασικό αγόρι για να ευθυμήσουμε. [...] [Πιο χαμηλά]24. Ααααχ Όλγιες Κιρουλένκες που μας ματσαλάτε όλα τα καλά πουλιά... Στωναγμός. [...] Γιατί το πίνω το Μαρτίνι (Rosa Eske-me-nazy remix). Εις υγείαν και καλό σαββατοκύριακο. Labels: Daniel Craig, γκομενάκι, λιγούρες, ταινίες, φουσκοδεντριές. (Εδώ).
  2. Μόνο δύο εξαιρέσεις υπήρχαν. Η πρώτη ήταν ο Μιχάλης, γνωστός και σαν "Ραλίστας" ή "Αετονύχης" ή "Γκομενοφονιάς" ή "Ο ψηλός με τη Γιαμάχα" ή "Ε.Π.Μ.Κ.Α.Χ (Επίσημος Προμηθευτής μαύρου Και Άλλων χόρτων"), ο οποίος είχε πάρει απόφαση ότι δεν πρόκειται να γράψει πάνω από τρία και άρα δεν είχε κανένα άγχος. (Εδώ).

Ο Ντανιέλος ο Ουκρανιδοφονιάς του πρώτου παραδείγματος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμεθα σε εκδηλώσεις σουργελέ συμπεριφοράς από σουργελέισο, στην σύγχρονη σουργελλάδα ή αλλού.

Σουργελιές στα έδραναΣουργελιές στα έδρανα 2

-Τι κάνουμε όμως από δω και πέρα εμείς που αντιδρούμε και μαχόμαστε το συγκεκριμένο καθεστώς; Πως δηλαδή παύουμε να κάνουμε τις δικές μας σουργελιές; Οι αδαείς νοικοκυραίοι που όταν μαζεύονται στο Σύνταγμα μουντζώνουν τη Βουλή και σε άλλα σημεία της χώρας γιαουρτώνουν τους πολιτικούς, είναι πολύ πιο μπροστά πολιτικά από τους Αριστερούς βουλευτάδες και πολιτικούς, καθώς και από οποιονδήποτε συνεπή αγωνιστή της ταξικής πάλης, που επιμένουν όλοι αυτοί να αντιμετωπίζουν το πολιτικό προσωπικό του καθεστώτος με έντονο μεν αλλά τελικά αξιοσέβαστο τρόπο, νομιμοποιώντας τα τεράστια μηδενικά (εδώ)

- Ναι δεν δισταζω να πω πως θεωρω γελοιο και σουργελιά ενηλικες ανθρωποι μορεφομενοι υποτιθεται ,να ασχολουμαστε με το αν χωρισε η δεν χωρισε η οποια Μενεγακη και να κοπανιομαστε κι ολας πως αυτο δεν το περιμεναμε ποτε (εκεί)

- "Πόσο σας μισώ, απαίσια στρουμφάκια!" Μου τη δίνει η σουργελιά κάποιων ανεκδιήγητων ανθρώπων που νομίζουν ότι κάποιοι είναι..(παραπέρα)

Εκ του σούργελο και της γαμοσλανγκοκατάληξης -ιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διασημότερη όπως λένε λέξη του ελληνικού λεξιλόγιου (και μάλλον είναι, βγάζοντας τουλάχιστον τα παλαιοελληνικά απ' την εξίσωση). Και τι σημαίνει;... έ, το λέει και η λέξη.

Αχέμ.

Χρήσεις

Μαλάκες βγαίνουν σε πολλά χρώματα, αλλά θα προσπαθήσω να πιάσω εδώ τη βασική παλέτα.

α. Φιλική, οικεία προσφώνηση, στην κλητική

Αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισμένη χρήση της λέξης, που δηλώνει οικειότητα, ή τουλάχιστον διάθεση οικειότητας.

- Ρε μαλάκα πού το παρκάραμε τ' αμάξι χθές, θυμάσαι;
- Μμμ... στον κώλο σου;...
- Λέγε ρε και βιάζομαι!
- Κάτσε ρε μαλάκα να θυμηθώ... ακόμα δε ξύπνησα... ά... στο περίπτερο.
- Όκέι, τα λέμε σε διωράκι-τριωράκι.
- Έγινε, ψήνω φραπέ.

Εξαιρετικά διαδεδομένη χρήση στην καθομιλουμένη και την αργκό, κάνει τρελή παρέα με το μόριο ρε, και μετριάζεται μόνο από τον κίνδυνο παρεξήγησης λόγω των υπόλοιπων κακόσημων χρήσεων (βλέπε παρακάτω).

Συνώνυμα: συ/εσύ, φίλε. Φράσεις: μαλάκα/μαλάκα μου! (επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού). Σε άλλες γλώσσες: man (αμερικάνικα), mate (βρετανικά, αυστραλέζικα), Du/Alter (γερμανικά).

β. βλάκας, ηλίθιος, χαζός

Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, ο αργόστροφος, βραδύνους, ξέχνα τον, δεν το πιάνει, δε νιώθει ρε παιδί μου, άσ' το να πάει άσ' το, πες τον ζώον, βλίτο, σμπόκο, ούγκα-ούγκα -από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώνεις, κάθε συνώνυμο και μια 'ποτυχημένη, οικτρή προσπάθεια να τον νικήσεις...

αμα ειναι μαλακας ο αλλος και δεν καταλαβαινει...προβλημα του!!!!!αστον να ναι!!!!!

απ' το φέισμπουκ

άντε να εξηγήσεις στο μαλάκα Ελληνάρα, τον Μπάμπη από το Μπουρνάζι με το Punto, ότι το αλκοόλ θολώνει αντανακλαστικά. Άντε να του βγάλεις από τον εγκέφαλο ότι εκτός από οδηγός της πλάκας, είναι και επικίνδυνος αν ανοίξει το γκάζι πάνω από τα 80.

από ιστολόι

Μικρή πίπα: Παρόμοια με κάθε τέτοιον χαρακτηρισμό, είναι και δώ σαφές ότι όταν καλείς κάποιον μαλάκα με αυτήν την έννοια, δέν υποδηλώνεις ότι δεν αντιλαμβάνεται ενγένει (δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για ρατσιστικού τύπου χαρακτηρισμό όπως να τον έλεγες «καθυστερημένο»), αλλά οτι δεν αντιλαμβάνεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι εσύ· άμεσα προκύπτει το θεμελιακό, ότι για το μαλάκα είσαι μαλάκας. Σκληρό, αλλά για ν' αποφύγεις το αυτοψυχοψάξιμο, η λύση είν' απλή: παράμεινε μαλάκας για το μαλάκα, σιγά μην κάθεσαι να κατανοείς νοοτροπίες μαλάκων τώρα, ορίστε μας...

να σε ενημερωσω πως οτι βρισια και να γραψεις , ουτε με αγγιζει , ουτε και θα με κανει να κατεβω στο παιδικο επιπεδο του "εισαι μαλακας , οχι , εσυ εισαι μαλακας" .. αυτα ειναι για σενα και τους ομοιους σου.

από το φόρουμ τζι αρ

Η λούπα του παραδείγματος παρατηρείται τόσο συχνά σε εμβριθέστατες και βαθιές συζητήσεις εντός γενέτειρας της φιλοσοφίας, που είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς και μας πρόλαβαν οι μοχθηροί φρίτσηδες στη ντρέτη διαπραγμάτευση του απείρου, ή οι τεχνοκράτες άγγλουρες στη ντρέτη διαπραγμάτευση της αποτελεσματικότητας... Μικρή πίπα τέλος.

Φράσεις: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας, είσαι μαλάκας ή γιωτάς;, κάνω το μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: jackass, dickhead / shithead (αγγλικά), connard (γαλλικά), Depp (γερμανικά).

γ. αφελής, εύπιστος, θύμα, κορόιδο

Πολύ κοντινή χρήση στην προηγούμενη, συνοδεύεται συχνά από οριστικό άρθρο, ο μαλάκας, και αναφέρεται σε κάποιον που περιέρχεται σε μειονεκτική θέση ή και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή αποδιοπομπαίος τράγος, λόγω αφέλειας, καλοπιστίας.

Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι του Χάρη Τομπούλογλου, που συνελήφθη για χρηματισμό, με τον μεσάζοντα της ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος του έδωσε και τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα. «Δεν είμαι εγώ ο μαλάκας να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία», φέρεται να αναφέρει ο πρόεδρος του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», ο οποίος συνελήφθη την Τρίτη επ’ αυτοφώρω να λαμβάνει 25.000 ευρώ.

απ' τον διαδικτυακό τύπο

Φράσεις: βγαίνω ο μαλάκας, για μαλάκες ψάχνεις;, o μαλάκας της παρέας, ο μαλάκας της υπόθεσης, στην υγειά του μαλάκα, πιάνω κάποιον μαλάκα.

δ. Αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται

Η σημασία αυτή φέρεται να είναι η κυριολεξία.

μαλακας ειναι αυτος που παιζει με το πουλακι του...

απ' το φέισμπουκ

Η εντύπωσή μου είναι ότι τόσο συχνότερα χρησιμοποιείται στην κυριολεξία, όσο περισσότερο κατεβαίνουμε σε ηλικίες, ενώ στο βαθμό που το να τραβάς μαλακία είναι ποταπή, ανήθικη, τσσ-τσκ-τσκ πράξη, χρησιμοποιείται ήδη η λέξη ευρύτατα ως βρισιά.

ΑΝΤΕ ΤΡΑΒΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΛΙΝΑΤΣΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΨΕ ΝΑ ΤΡΩΣ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ πουλάκι ΣΟΥ, ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, Ε ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ!!

από ιστολόι

Η δαιμονοποίηση της «αποκλίνουσας» σεξουαλικότητας είναι εξάλλου βασικότατο μοτίβο στις βρισιές (που πρέπει να τις πιάσουμε κάποτε καλά στο σάιτ!), βλέπε γαμιόλα, πούστης, και πόσα άλλα.

Κάποια συνώνυμα, που ως τέτοια όμως λαμβάνουνε συχνά και τις άλλες σημασίες του μαλάκας: αυνάνας, πεοκρούστης, πεομπαίχτης, τρόμπας, χειρογάμης, ψωλοβρόντης. Φράσεις: τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς, το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, καλή η μαλακία, αλλα με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Σε άλλες γλώσσες: jerk, wanker (αγγλικά), Wichser (γερμανικά)

ε. Λέξη-πασπαρτού για κακόσημους χαρακτηρισμούς και βρισιά

Το μαλάκας είναι απ' τις επεκτατικότερες του ελληνικού λεξιλογίου, καθώς υποκαθιστά δυνητικά οποιονδήποτε κακόσημο χαρακτηρισμό. Άν κάποιος δεν είναι σίγουρος για το πώς να χαρακτηρίσει κάποιον απ' τον οποίο έχει ενοχληθεί (πες το «λεξιπενία», πες το «θόλωσ' ο Μπροκά 'π' τα νεύρα», πές το «αχαρτογράφητη άβυσσος η ψυχή του αθρώπου, ούτ' ο Ντοστογέφσκι θα μπορούσε να σ' τον περιγράψει αυτόνανε» -ή πες το απλά σπαρίλα να τελειώνουμε), τον λέει απλά «μαλάκα» και τελειώνει η υπόθεση.

Ιδού μια τυπική, τυπικότατη περίπτωση.

- Ο Λέλος θά 'ρθει;
- Δέν του είπα.
- Δέν τού 'πες;!...
- Δέν τού 'πα, δέ γούσταρα.
- Γιατί;
- Δέ ξέρω... μαλάκας είναι, γι' αυτό.
- Τί «μαλάκας» δηλαδή;
- Ε μαλάκας, ρε παιδί μου, ξέρω γώ, μαλάκας, πώς το λένε;...
- Δηλαδή τί ρε παιδί μου;!...
- Ε ρε τί θες τώρα, αναλύσεις να πούμε;... Κάνει μαλακίες... Αλλα θα μου πείς, μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει!... hά...
- Δέ σε πιάνω.
- Ε 'φού 'σαι και σύ μαλάκας, τί να σ' εξηγώ τώρα, ώωω...

Ιδού και άλλη μία.

Αν πιστεύεις ότι κάποιος είναι μαλάκας όπως λες, θα πρέπει να έχεις ξεκαθαρίσει πρώτα τι εννοείς "μαλάκας" και αν το έχεις, τότε μπορείς να εκφέρεις επιχειρήματα για αυτό.

εδώ

Ως κακόσημη λέξη-πασπαρτού είναι βέβαια και μία από τις πιο συχνές βρισιές. Μάλιστα, από τις αποτελεσματικότερες: αν σε πεί ο άλλος «μαλάκα» και το εννοεί, είτε το βουλώνεις και την κάνεις, είτε το λόγο τον παίρνει ο Ταβερνιέ, αφού συχνά σημαίνει οτι έχει τόσα νεύρα, που δέ μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη λέξη φαντεζί.

στιγμιότυπο από την τηλεοπτική σειρά «Οι τρεις Χάριτες»
ΜΑΡΙΑ: Κάποια στιγμή όμως εκνευρίζομαι πάρα πολύ, γυρνάω και του λέω «τί θές ρε μαλάκα; αφου βλέπεις δέ σου απαντάω!»
ΟΛΓΑ: Μπράβο Μαρία! πολύ σωστά του μίλησες...
ΕΙΡΗΝΗ: Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θά 'κανα!...
Μ: Να δείς αυτός στη θέση του τι έκανε όμως...
Ε: Τί;...
Μ: Γυρνάει μου τραβάει ενα φούσκο και μου λέει «ποιόν είπες μωρη "μαλάκα";»... κι' εξαφανίστηκε.
Ε: Ά το μαλάακααα!...

Μαλάκας λοιπόν, σε ήπιο ή μή ύφος, μπορεί να σημαίνει «άξεστος» και «ακοινώνητος», οτι «δεν ξέρει να φερθεί» που λέμε (σύγκρινε με σημασία β), «φταίχτης» και «υπαίτιος» (σύγκρινε με σημασία γ), μπορεί να σημαίνει απλά «κουραστικός» και «φορτικός», μπορεί να σημαίνει «υπερόπτης», «ακατάδεχτος» και «επηρμένος», μπορεί να σημαίνει και «αναξιόπιστος», «ανέντιμος», «ανήθικος», «υστερόβουλος», «ύπουλος», «μηχανορράφος», «υποκριτής», «διπρόσωπος», «μικρόψυχος», «εκδικητικός», «μνησίκακος», και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.

Φράσεις: βγάζω κάποιον μαλάκα, για έναν μαλάκα, μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι;, φάε ένα μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: asshole (αγγλικά), Arschloch (γερμανικά).

Ετυμολογία

Η λέξη βγαίνει από τη λέξη μαλάκα (θηλυκό) στα μεσαιωνικά ελληνικά, η οποία με τη σειρά της βαστάει από το ακόμη πιο παλαιοελληνικό επίθετο μαλακός. Ο Τριαντάφυλλος το θέτει ως εξής:

μαλάκ(α) η 'μαλάκυνση' -ας < ελνστ. μαλακ(ός) 'παθητικός ομοφυλόφιλος' (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία· μαλάκ(ας) -ούλης

ΛΚΝ

και ο Μπάμπης πάνω-κάτω τα ίδια, με ένα τσικ επιπλέον πληροφορία:

< μεσν. θηλ. μαλάκα «μαλακία» (πβ. μάγκας - μάγκα, η), ουσιαστικοπ. τ. του αρχ. επιθ. μαλακός [...], το οποίο ήδη στον Ηρόδοτο δήλωσε τον ανήθικο, διεφθαρμένο άνθρωπο (όπως τον παθητικό ομοφυλόφιλο. 3ος αι. π.Χ.)

ΛΝΕΓ (τρίτη έκδοση)

Χρονολόγηση

Η υβριστική, κακόσημη χρήση υπάρχει τουλάχιστον απ' την αρχή-αρχή του εικοστού αιώνα, όπως μας μαθαίνει ο δαιμόνιος χαρτοπόντιξ κυρ-σαράντ -τα σέβη μου- τον οποίο και παραθέτω με συνοπτικές.

[...] βρήκα, με έκπληξη ομολογώ, να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει ο Άννινος ότι “Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν. – Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…” Παναπεί, και τότε έβριζαν οι ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο πανελλήνιο.

απ' το ιστολόι του κυρ-σαράντ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ποταπός, ο άθλιος, ο ελεεινός.

  2. Κακό πνεύμα. Δαίμονας. Aναφέρεται πολύ στην Κόλαση του Δάντη να καταδιώκουν τον Δάντη και τον Βιργίλιο.

  1. - 'Oλο οι ίδιοι κι οι ίδιοι κυβερνούν τον τόπο πώς να σταματήσει η κατρακύλα με τέτοιους αχρείους στο τιμόνι;

  2. « Aυτοί οι δαίμονες έχουν γελοιοποιηθεί και έχουν υποστεί προσβολή και τον τραυματισμό [...] τώρα οργή ​​προστίθεται στο φυσικό τους σπλήνα και θα κυνηγήσουν τον Βιργίλιο και τον Δάντη κάτω, όπως τα λαγωνικά τον λαγό. »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζανρ κινηματογραφικής, τηλεοπτικής ή άλλης τρασιάς με πολύ έντονα στοιχεία καφρίλας, αλλά όχι με την καλή έννοια (π.χ. μια κακιά σπλατεριά). Εναλλακτικά, κάθε είδους καφριλίκι.

Εκ του κάφρος και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιά.

1.
Pε οσο τη σκέφτομαι μου αρέσει περισσοτερο!!! ολες οι σκηνές ειναι μια και μια με αποκορύφωμα το φιναλε (πιο πολυ παροδιοχαβαλετζιδικια, καφρικια ταινία παρα horror) οσοι εχετε δει πχ Firefly καταλαβαίνετε τι εννοω...

2.
Πειτε μου τωρα οτι δε θα ξαναδειτε τηλεοραση γιατι ειναι πολυ καφρικια :D::D:D:D:D

3.
se poies tainies stis romantikes i stis kafrikes gt se kapoia kafrikia ekei pou epilexei na se sikosei pao stoixima tha exei fotistiko apo pano sou

4.
Η λυση της web camera που ειπες την σκεφτηκα αλλα θα ειναι λιγο «καφρικια» η ποιοτητα του stream

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ενέργειες ενός τζέι.

Ωχ ο Δημήτρης άρχισε τα τζέικα (δλδ άρχισε τις βλακείες ή άρχισε να πουλάει μούρη ή να πουλάει λεζάντα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδιότητα του να είσαι ακραία γκάου, μαλάκας και γύφτουλας (bête et méchant, που λένε και στο χωριό μου).

Εκ του κάφρος (< αραβ. qafir, ο άπιστος, μη μουσουλμάνος. Βλ. και την ρατσιστική ταξινομία kaffir για τους μελαψούς αγγλοσάξονες τση Ν. Αφρικής) και του γαμοσλανγκοεπιθήματος -λίκι (< τουρκ. -lık που προσδιορίζει ιδιότητα).

Σλανγκοπρεπέστερα αλλά σπανιότερα: η καφρικιά.

1.
Τα ψευτονταηλίκια και το καφριλίκι στην Ευρώπη δεν περνούν. Στην Ελλάδα μπορεί να μην έχει μείνει τίποτα όρθιο στο ελληνικό ποδόσφαιρο, στην Ευρώπη όπως οι νόμοι εφαρμόζονται και η UEFA έκανε απλώς το αυτονόητο τιμωρώντας τον ΠΑΟΚ.

2.
Καφριλίκι: Αντιθατσερικό «πάρτι» στην Τραφάλγκαρ. Τέσσερις ημέρες πριν από την κηδεία της Μάργκαρετ Θάτσερ εκατοντάδες πολίτες, πολιτικοί αντίπαλοι της «Σιδηράς Κυρίας», πραγματοποίησαν χθες βράδυ μεγάλη συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου, για να γιορτάσουν το θάνατό της.

3.
ΚΑΙ ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΣΗ ΑΚΡΟΔΕΞΙΩΝ ΣΕ ΜΑΓΑΖΙΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ...ΤΟ ΚΑΦΡΙΛΙΚΙ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΙΣΤΩΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις μεγάλες και συχνά αλληλεπικαλυπτόμενες χρήσεις του χατζηπαπάρα:

- Γειά σου ρε μπούλη Νικολάκη Χατζηπαπάρα που το παίζεις και εργοδότης...
(εδώ)

- δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί η μεγάλη συναυλία που δίνει κάθε χρόνο ο ποιοτικός τραγουδιστής - ίνδαλμα της νεολαίας του νηπιαγωγείου, Μιχάλης Χατζηπαπάρας, στην Κουναβούπολη σήμερα το βράδυ κάτω από την ευγενική χορηγία της cosmote με την οποία έχουν ταυτιστεί χιλιάδες κοριτσάκια, καθώς βρίσκονται στα σύννεφα ψηλά με ένα cosmote τηλέφωνο αγκαλιά.
(εκεί)

- Διονύσης Σαββόπουλος. Πιο πολύ ΠΑΣΟΚ από τον Χατζηπαπάρα! Ανταμείψτε τον…
(χατζηπαπαραπέρα)

(από Vrastaman, 01/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικάνικο bitch please, φοριέται πλέον και στα ελληνικά κουλέζικα. Πρόκειται για μια μπανεύκολη πασπαρτού γείωση, που χρησιμοποιείς για να δηλώσεις ότι ο συνομιλητής σου μόλις ξεστόμισε κάτι άκυρο, ηλίθιο, σκανδαλώδες, εξωφρενικό ή προκλητικό και επιθετικό. Μοιάζει δηλαδή αρκετά με το έλεορ!. Χρησιμοποιείται και για να κοπεί γρήγορα ένα βρις-οφ, καθώς και ως επίθετο για να περιγραφεί μια αντίστοιχη κατάσταση.

Πάσα: John Black.

  1. απλα οταν σου λεει ο χαπακιας αααα τι ωραιος που ειμαι και ΧΟΥΑΑ δες φλεβες στο μπρατσο κτλ..ε,θες να πεις ενα μπιτς πλιζ.............. (Εδώ)

  2. Μια χαρα υπαρχει ζωη εκτος Μνημονιου. Μην λετε χαζομαρες. Πριν 2 εβδομαδες τσιμπησαν 18δις οι τραπεζες ενω η συνολικη τους αξια ειναι γυρω στα 4-5δις. Τον Ιουνιο θα μας ζητησουν μετρα 11,5 δις μεσα στα οποια και βασικο μισθο 200ε μεικτα. Και θες να μου πεις οτι αυτο ειναι μονοδρομος και δεν υπαρχει αλλη λυση; Μπιτς, πλιζ. (Εδώ).

  3. Βάζοντας όμως μία μπιτς-πλήζ χορωδία, βιολί και κοντραμπάσο (μια λέξη), δεν βαφτίζεσαι αυτομάτως «επικός». (Εδώ).

  4. - Αλλά αν κατάλαβες τί γράφω πάνω το μπιτς πλιζ δεν κολάει.
    Οπότε: Ή μάθε να διαβάζεις ή να χρησιμοποιείς meme.
    - Δες τον μαλάκα που κόλλησε. Το μπιτς μπλιζ πάει παντού ανίδεε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή λίγο-πολύ εξηγήσαμε τι θα πει μαλάκας, εδώ θα σας δείξω 100 τρόπους να αποκαλέσετε κάποιον μαλάκα.

  1. Ο οφθαλμοφανής: Κοίτα ένα μαλάκα
  2. Ο τεφάλ: Ξεκόλλα ρε μαλάκα
  3. Ο στάσιμος: Έμεινε μαλάκας
  4. Ο αδιόρθωτος: Ε τον μαλάκα
  5. Ο επώνυμος: Έλα ρε Μαλάκα
  6. Ο γνωστός: Μαλακανδρέας;
  7. Ο νυχτωμένος: Ξύπνα μαλάκα
  8. Ο χαμένος: Που 'σαι ρε μαλάκα;
  9. Ο φευγάτος: Την έκανε ο μαλάκας
    10.Ο βαθμοφόρος: Ά τον αρχιμαλάκα
    11.Ο αμφίβολος: Καλά μαλάκας είσαι;
    12.Ο διττός: Και πούστης και μαλάκας
    13.Ο κατοχυρωμένος: Μαλάκας με πατέντα
    14.Ο εμετικός: Τα ξέρασε όλα ο μαλάκας
    15.Ο καλοδεχούμενος: Καλώς τον μαλάκα
    16.Ο εξακριβωμένος: Είναι τελικά μαλάκας
    17.Ο πλουραλιστής: Είναι μαλακοκαύλης
    18.Ο επιρρεπής: Μη γίνεσαι μαλάκας τώρα
    19.Ο εκνευριστικός: Άει γαμήσου ρε μαλάκα
    20.Ο ανεκδιήγητος: Μα πόσο μαλάκας νά 'σαι!
    21.Ο αργοκίνητος: Άντε ρε μαλάκα, κουνήσου
    22.Ο παχύσαρκος: Μιλάμε για χοντρομαλάκα
    23.Ο επαναλαμβανόμενος: Την είπε πάλι ο μαλάκας
    24.Ο σωβινιστής: Μαλάκας μπορεί να είμαι, πούστης όμως όχι!!
    25.Ο ποσοτικός: Πόσο μαλάκας είσαι;
    26.O μπακάλικος: Πόσα κιλά μαλάκας είσαι:
    27.O βρώσιμος: Φάε έναν μαλάκα
    28.Ο απίστευτος: Τι λες ρε μαλάκα;
    29.Ο κυριολεκτικός: Το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα
    30.Ο προβλέψιμος: Ο μαλάκας, μαλακίες θα κάνει
    31.Ο χορταστικός: Μαλακομπούκωμα
    32.Ο αξιέπαινος: Μπράβο μαλάκα
    33.O αρχαϊκός: Παλιομαλάκα
    34.O αέναος: Μια φορά μαλάκας, πάντα μαλάκας
    35.Ο αυτοπαθής: Μαλάκα μου
    36.Ο Interactive Multimedia: Μαλάκας είσαι και φαίνεσαι
    37.Ο αυτοκριτικός: Με πιάσανε μαλάκα
    38.Ο εκλεπτυσμένος: Μαλάκας με πατίνα
    39.Ο αρχαίος: Μαλάκας με περικεφαλαία
    40.Ο εγκεκριμένος με ISO: Μαλάκας με βούλα
    41.Ο οδηγικός: Mαλάκας με δίπλωμα
    42.Ο ορθογράφος: Μαλάκας με Μ κεφαλαίο
    43.Ο αλγεβρικός: Μαλάκας στο τετράγωνο
    44.Ο συνοδός: Έλα, με το μαλάκα τώρα
    45.Ο υποκριτικός: Mην κάνεις τον μαλάκα
    46.Ο μετεωρολογικός: Η μαλακία πάει σύννεφο
    47.Ο αδιάκριτος: Τι κοιτάς ρε μαλάκα;
    48.Ο αλλοδαπός: Τι μαλάκα είναι
    49.Ο αναπτυσσόμενος: Μαλακούλης
    50.Ο απατημένος: Μαλάκας του κερατά
    51.Ο απείθαρχος: Κάτσε καλά ρε μαλάκα
    52.Ο απόλυτος: Εντελώς μαλάκας
    53.Ο ορθός: Είσαι σωστός μαλάκας
    54.Ο δυσνόητος: Τι είπες ρε μαλάκα:
    55.Ο εγνωσμένης αξίας: Είσαι μεγάλος μαλάκας
    56.Ο εκτεθειμένος: Καρφώθηκε ο μαλάκας
    57.Ο αγαθός: Καλός μαλάκας είσαι
    58.O κουραστικός: Μας τρέλανε στην μαλακία
    59.Ο κτηνοτροφικός: Μαλακοπίτουρας
    60.Ο μικρούλης: Μαλακιστήρι
    61.Ο ψαλιδοχέρης: Κόφ' το ρε μαλάκα
    62.Ο εθνικιστικός: Ο κλασικός ο μαλάκας ο Έλληνας
    63.O υπερβολικός Είσαι πιο μαλάκας κι απ' τον μαλάκα
    64.Ο φωτογραφικός: Σαν μαλάκας βγήκα
    65.Ο στον κόσμο του: Τι κάνεις εκεί, ρε μαλάκα;
    66.Ο αμυνόμενος: Μη με γαμάς, ρε μαλάκα…
    67.Ο φαρσέρ: Κόψε την πλάκα, ρε μαλάκα.
    68.Ο ρολίστας: Είμαι ο μαλάκας της υπόθεσης.
    69.Ο σεμνός: Μαλάκας με την καλή έννοια.
    70.Ο θρασύς: Μου τη βγήκε κι από πάνω ο μαλάκας.
    71.Ο περιοδικός: Είσαι πολύ μαλάκας ώρες ώρες
    72.Ο ετήσιος: O μαλάκας της χρονιάς
    73.Ο διπλός: Είσαι δυο φορές μαλάκας
    74.Ο εργατικός: Ο μαλάκας του γραφείου
    75.Ο ιλαρός: Είμαι μαλάκας και το χαίρομαι
    76.Ο πικρός: Είσαι σκέτος μαλάκας
    77.Ο συνοδευτικός: Ο μαλάκας της παρέας
    78.Ο τοπ: Είσαι κορυφαίος μαλάκας
    79.Ο μύθος: Παντού υπάρχει ένας μαλάκας
    80.Ο γενικός: Όλοι οι άντρες είναι μαλάκες
    81.Ο συνειδητοποιημένος: Τι μαλάκας ήμουν
    82.Ο φραγκάτος: Πλήρωνε μαλάκα
    83.Ο ελκυστικός: Έχεις μαλακομαγνήτη
    84.Ο συνεχής: Ξανά μανά μαλάκας
    85.Ο αποδεδειγμένος: Βγήκα μαλάκας
    86.Ο άσχετος: Γιατί οδηγείς σαν μαλάκας;
    87.Ο διανοούμενος: Είσαι ο ορισμός του μαλάκα
    88.Ο ποδοσφαιρικός: Δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του ο μαλάκας
    89.Ο καλοκαιρινός: Ο μαλάκας της παραλίας
    90.Ο συναισθηματικός: Νιώθω μαλάκας
    91.Ο αμφίβολος: Μαλάκας εγώ;
    92.Ο προεκλογικός: Είσαι μαλάκας που τους πιστεύεις
    93.Ο πασιφανής: Γράφει στο κούτελο μαλάκας
    94.Ο σκληρός: Έλεος ρε μαλάκα
    95.Ο ρωσικός: Дрочила (ντροτσήλα)
    96.Ο νυσταλέος: Δεν ξυπνάει ο μαλάκας
    97.Ο απορημένος: Γιατί είσαι τόσο μαλάκας;
    98.Ο απαράλλαχτος: Μαλάκας ήσουν και μαλάκας θα παραμείνεις
    99.Ο σχιζοφρενής: Είσαι εξωφρενικά μαλάκας
    100.Ο ποιητής: Αυτό το λες ποίημα ρε μαλάκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified