Selected tags

Further tags

Ο μαστολόγος.

Τι μπελάς κι αυτός κάθε χρόνο μαστογραφία και ψηλάφιση από τον βυζολόγο... δε μας φτάνανε τα παπ, οι υπέρηχοι, τα τσεκάπ αίματος και ούρων, τώρα κι αυτό.

(από nick, 26/03/09)Δωρεάν μαστογραφία (από GATZMAN, 10/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά σημαντική θέση σε εταιρία, αλλά μόνο γι' αυτόν που την κατέχει.

Προκύπτει από τη φράση «Άι φέρ'» που το εκάστοτε αφεντικό παγίως απευθύνει προς τον υφιστάμενο του. Το παιδί για όλες τις δουλειές.

- Άι φέρ' τα γκομενάκια, να τα περάσω οντισιόν. - Να φέρου και καπότες;
- Ναι ρε, φέρε και καμία δεκαριά και από αυτές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εμπειρικός γιατρός, χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση και επιστημονική κατάρτιση. Σύνθετη λέξη [κομπ(ώνω) = δένω με μάγια, γιαίνω = θεραπεύω]. Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του απατεώνα.
Οι εμπειρικοί αυτοί «γιατροί» εμφανίζονται στην Ελλάδα από τα μέσα του 17ου αιώνα και περιγράφονται από πλείστους αλλοδαπούς περιηγητές. Αν και αρχικά είχε εκφραστεί κάποιος σεβασμός για τις ικανότητες και τα γιατροσόφια των εμπειρικών αυτών ιατρών, στη συνέχεια η δράση τους έγινε αντικείμενο χλευασμού από τον λαό.

  1. Απόσπασμα διαφήμισης από το διαδίκτυο:

Γιατί να πληρώνετε το διαιτολόγιο της απάτης 120 € στον κομπογιαννίτη, όταν μπορούμε να σας το δίνουμε ΔΩΡΕΑΝ, καλύτερο και ακριβέστερο, ακριβώς όπως το παίρνουν και οι αμερικάνοι, και μάλιστα για ελληνικά φαγητά από πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή;

  1. Σχόλιο διαδικτυακού forum:

Επειδή δεν έχετε σπουδάσει ή δεν είστε γνώστες των συγκεκριμένων επιστημών, δεν σας επιτρέπει πιστεύω να τις ακυρώνετε και να θεωρείτε ότι όποιος τις εφαρμόζει είναι απατεώνας. Κομπογιαννίτες υπάρχουν πολλοί, χειρουργοί, παθολόγοι, ορθοπαιδικοί, φυσιοθεραπευτές, λογοθεραπευτές και η λίστα είναι ατελείωτη. Η λέξη κομπογιαννίτης δεν περιγράφει κάποιον αναλόγως επιστήμης αλλά αναλόγως πράξεων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σέξι μετεωρολόγος νέας κοπής, που λιγότερο δείχνει τα μετέωρα φαινόμενα και περισσότερο μετεωρίζει τον κώλο της. Το σινάφι της Έλενας Πούτση και της Πετρούλας. Παίρνει την δουλειά με βυζογραφικό.

«Μόλις τελείωσε» η μετεωροκώλος, μόλις τελειώσαμε κι εμείς...

(από Dirty Talking, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκομμένη εκδοχή του ασφαλίτη, δηλαδή του αστυνομικού που υπάγεται στον Κλάδο Ασφάλειας και Τάξης (βλ. και το οργανόγραμματης ελληνικής αστυνομίας) και ειδικότερα στη Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας ή στη Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας. Συνήθως αναφέρεται στον undercover ασφαλίτη, ντυμένο με πολιτικά, που τρουπώνει όπου υπάρχει έγκλημα, δια να συλλέξει πληροφορίες εκ των έσω και να το πατάξει.

Η λέξη ασφαλίτης δεν αποδίδει ιδιαίτερη χροιά, αφού ασφαλίτες είναι και οι αστυνομικοί του Τμήματος Οικονομικών Εγκλημάτων. Αλλά ο λίτης προκαλεί τη λαϊκή μήνιν, μιας και ποτέ δεν τρουπώνει στα άντρα της μεγάλης κομπίνας και του μεγάλου ξεπουλήματος (κομματικά γραφεία, μεγάλες επιχειρήσεις, τράπεζες - to name a few), αλλά προτιμά να φύεται σε πορείες και να φακελώνει τους Εχθρούς του Έθνους, όπως όσους ασχολούνται με πολιτική εξ αριστερών και δώθε (και μόνο) ή όσους πίνουν κάνα μπάφο πού και πού. Ή τουλάχιστον, έτσι λένε στην πιάτσα.

Γράφεται άλλοτε με -ι- και άλλοτε με -η-, επειδή μπορεί να προέρχεται εξίσου από τον ασφαλίτη ή από τον αλήτη αντιστοίχως, μιας και ως γνωστόν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. («Αλήτες! Είναι! Τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες!»)

Σημειώνουμε και το παλιό συγκρότημα Λήτης+Τρικ, με το θρυλικό άσμα «Ποδανά», αν και θεωρείται ότι ο συγκεκριμένος Λήτης είναι ο αλήτης (με την καλή έννοια) και ουχί ο ασφαλίτης, βεβαίως βεβαίως.

Ετυμ.: ασφαλίτης < ασφάλεια < αρχ. ασφαλής < α στερητ. + σφάλλομαι (= σκοντάφτω, τρικλίζω)
αλήτης < αρχ. αλάομαι (= περιφέρομαι εδώ κι εκεί)

  1. (τυπική προειδοποίηση από indymedia)
    Προσοχή! Έχουν κατέβει 4 διμοιρίες στα Εξάρχεια, κλούβα στην Ακαδημίας και λίτες στη Χαριλάου Τρικούπη! Όποιος κατέβει να κρατάει ταυτότητα!

  2. - Αυτός ο μακρυμάλλης ο αξύριστος τι ρόλο βαράει; Δεν τον έχω ξαναδεί.
    - Λήτης είναι. Το νου σου.

Οργανόγραμμα ΕΛ.ΑΣ. (από Pirate Jenny, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που τα πτυχία των αποφοιτριών, είτε από Πούτσεστερ, είτε από άλλα καλύτερα πανεπιστήμια γίνονται λαδόκολλες και δεν ανοίγουν πόρτες, εκεί που κάποιες έχουν διδακτορικό (κανονικό ή γιαλατζί) και σπάνε τα μούτρα τους γιατί η ανεργία χτυπάει κόκκινο, εκεί που το βιογραφικό σημείωμα είναι ανίσχυρο να πραγματώσει τα όνειρα και τα κούφια λόγια περί επαγγελματικής αποκατάστασης φαντάζουν ασήμαντα, ένα πλούσιο βυζογραφικό (γυναικείο στήθος) έρχεται πολλές φορές όχι άπλα να ανοίξει πόρτες, αλλά να ανοίξει το δρόμο και για πολλά άλλα πράγματα. Μαρούλι-Λοιπές υλικές απολαύσεις- Κοινωνική καταξίωση. Μ' άλλα λόγια: ένα βυζογραφικό που να μπορεί να φέρει το Σακέτο σε πακέτο!

Το βυζογραφικό σημείωμα δεν είναι απλές κόλλες χαρτιού όπως το βιογραφικό. Μιλάει από μόνο του.

Ένα πλούσιο βυζογραφικό συνδυαζόμενο με multimedia υποστήριξη (σώμα και πρόσωπο φοβερής αισθητικής αντίληψης, αρμονική κίνηση, τσαχπινογαργαλιάρα ματιά και φωνή) που φωνάζει από χιλιόμετρα: «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε» μπορεί να ανατρέψει όλα τα προγνωστικά (π.χ. φτωχό βιογραφικό).

Ένα βυζογραφικό που προβάλλει μέσα από ένα βυζούβιο (ως φάκελο), αφήνοντας να διαφανεί εικόνα για high class βυζόμπαλα πλαισιωμένα από Κορμί, τύπισσας υψηλών φυσικών προδιαγραφών, που όχι απλά σέρνει καράβι αλλά και ναύαρχο και ναυαρχίδα και στόλο ακόμα, αποδεικνύεται πολλές φορές κατά πολύ ισχυρότερο από ένα πολύ καλό βιογραφικό.

  1. Δυο συνιδιοκτήτες μιας εταιρείας συζητούν.
    Α: Βλέπω πως για τη θέση της υπαλλήλου που ψάχναμε για το τμήμα δημοσίων σχέσεων πως προσέλαβες αυτή με το χειρότερο βιογραφικό. Για δημόσιες σχέσεις μιλάμε, όχι για δημόσιες χέσεις. Τι συμβαίνει; Έχει μπάρμπα στην Κορώνη; Και το άλλο πάλι που το βάζεις; Μα να της δώσεις ταβανοσκουπάτο μισθό;
    B: Κοίτα, μπορεί να 'χει ftp βιογραφικό, αλλά αν δεις το πλουσιότατο βυζογραφικό της θα καταλάβεις γιατί την προσέλαβα. Τσάμπα μας έρχεται. Θα μας αναζωογονεί σεξουαλικώς, οπότε θα μας βοηθά να παίρνουμε σωστές αποφάσεις για τον οργανισμό.
    Α: Μα δεν ξέρει τη δουλειά.
    Β: Και τι έγινε; Όπου χρειάζεται θα έχει βοήθεια από άλλες, ενώ με τα φυσικά της προσόντα θα μας κλείσει τις... συνεργασίες.

  2. Κορίτσια καταθέστε βυζογραφικό. Ο Ατάνας πληρώνει. Ο Ατάνας επιλέγει. Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα -σχεδόν όλες είναι γυναίκες- που έχει την ευθύνη να βρει και να κλείσει τους διάφορους μαϊντανούς οι οποίοi θα εμφανισθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα για τον γνωστό σωκρατικό διάλογο με τον εισαγγελάτο του καναλιού. Είναι δημοσιογράφοι, συχνά έμπειρες, αλλά από τη στιγμή που θα εξειδικευθούν στο ρόλο της κλείστρας, οι δημοσιοκάφροι τις θεωρούν, εννοείται, παιδιά ενός κατώτερου θεού.

Συνώνυμο: παραθυρατζού. Δες και: σουπερατζού

Πίσω από κάθε τηλεπαράθυρο κρύβεται μια «κλείστρα». Με τσαμπουκά ή κλάμα, με θεμιτά (ή και αθέμιτα) μέσα, πείθουν τους καλύτερους... μαϊντανούς να εμφανιστούν στα δελτία για να μας δώσουν τα φώτα τους. (Ελευθεροτυπία, 09/03/2003)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός τυπάκος που μας κάνει παρέα στον καναπέ, στον ωχαδερφισμό, στην αφασία γενικότερα. Πρόκειται για εξέλιξη του γνωστού σε όλους μας δημοσιογράφου μόνο που σαν εξελιγμένο μοντέλο έχει αναγάγει και προαγάγει την δουλειά του τόσο πολύ που έχει αναλάβει νέα καθήκοντα. Συγκεκριμένα:

  1. Από την απλή παράθεση των γεγονότων που το πεπαλαιωμένο μοντέλο εκτελούσε, πλέον ο δημοσιοκάφρος μπορεί να σχολιάσει και να χρωματίσει τα γεγονότα όπως ο ίδιος θεωρεί σωστό.

  2. Από εκεί που έδινε απλά τροφή στο νου τώρα πλέον έχει φτάσει στο σημείο να σκέφτεται για εμάς! Αυτή η τρομερά επίπονη και με χροιά προσφοράς προς το ευρύ κοινό εργασία έχει αγκαλιαστεί ένθερμα από τους τηλεθεατές.

  3. Πλέον, η δημοσιοκαφρία έχει προχωρήσει τόσο ώστε οποιοσδήποτε μπορεί να μοντάρει μικιμάου ανάμεσα σε βίντεο, όποιος λύνει υπαρξιακά προβλήματα του κώλου και όποιος μπορεί να προκαλεί το χάος από την άνοδο 2 λεπτών της τιμής της φέτας ονομάζεται κατευθείαν δημοσιοκάφρος.

  4. Το σημαντικότερο όμως προσόν του δημοσιοκάφρου είναι η αλλοίωση της πραγματικότητας. Όχι απλώς της αλήθειας, αλλά της πραγματικότητας της ίδιας. Όχι απλά κάνουν το άσπρο μαύρο αλλά και τον αέρα νερό, το ηθελημένο άθελο και το άχρηστο χρήσιμο. Για τη μόνη πληροφορία που πρέπει να είναι κανείς σίγουρος είναι τα σκορ σε ματς.

  5. Το νέο μοντέλο έχει αποβάλλει παλαιότερα πρόσθετα που αν και κάποτε ήταν απαραίτητα πλέον δεν είναι. Λέξεις όπως ηθική, αντικειμενικότητα, σφάλμα της σύνθεσης, τσίπα έχουν αντικατασταθεί από άλλες όπως νούμερα τηλεθέασης, με τη ματιά έγκυρων δημοσιογράφων, εύκολη ταμπελοποίηση και περισσότερα νούμερα τηλεθέασης (γιατί πρέπει και να εξελισσόμαστε).

Γι' αυτό λοιπόν παραγγείλετε και το δικό σας νέο μοντέλο απλά και μόνο με ένα κλικ στο τηλεκοντρόλ. Ειδική προσφορά για όσους έχουν ένα πραγματάκι με τη λέξη Nielsen πάνω στην τηλεόρασή τους η ευνοϊκή μεταχείριση σε περίπτωση που ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν σε κάποιο τηλεπαιχνίδι. Είναι φανερό πως ο δημοσιοκάφρος δεν έχει γένος. Είναι μυθικό ον που επιτρέπεται να μην πληρώνει φόρους, να παρκάρει όπου γουστάρει και η δικαιολογία να είναι για διευκόλυνση του έργου του, να εκτελεί αυτοπροβολή διαφημίζοντας την εφημερίδα του, την άλλη του εκπομπή, το ταξί που έχει μισό μισό με τον μπατζανάκη του και τον ευλογημένο τόπο της Άνω Ραχούλας στον οποίο τυχαίνει να έχει οικόπεδα μπας και έρθει ο τουρισμός, και πολλά άλλα.

(Ο Λάκης, ο οποίος είναι απείρως συμφεροντολόγος, μιλάει με την Κούλα και ο Τάκης ακούει)

- Κούλα ακούς τι λέει; Έρχεται κρίση! Σταμάτησαν λέει να πίνουν καφέδες και πίνουν όλοι πορτοκαλάδα που είναι πιο φτηνή! Βουρ!
- Καλά ρε τι της λες, τις μαλακίες του δημοσιοκάφρου ακούς; Πριν καιρό δεν έλεγε ότι το πετρέλαιο θα φτάσει $300 και μου γέμισες το σπίτι αερόθερμα; Πάλι μούφα θα είναι...
- Ναι αλλά τον άκουσα προχτές να λέει ότι η καλύτερη επένδυση είναι μετοχές αναψυκτικών και επένδυσα. Σωστός; Πρώτα θα το εκμεταλλευτώ και μετά θα το πολεμήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τηλεοπτικά στούντιο ειδήσεων, η χειρίστρια γεννήτριας χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, η κοπέλα -οι άνδρες είναι σπανιότατοι στο επάγγελμα- που κάθεται σ' ένα κομπιούτερ και ρίχνει τα σούπερ. Όπου σούπερ, είναι οι ταινίες ή κάρτες με τα γράμματα που εξηγούν ποιος μαϊντανός παπαρολόγος είναι σε κάθε παράθυρο, ποιος πανελίστας αφιερώνει αυτή τη στιγμή και πόσοι είναι οι νεκροί από τις επιθέσεις στη Βομβάη. Σε ορισμένα κανάλια, η σουπερατζού χειρίζεται επίσης και το λογισμικό που χωρίζει τα παράθυρα, φτιάχνει κάποια γραφικά κλπ. Οι σουπερατζούδες δουλεύουν υπό μεγάλη πίεση -διότι πολλά πρέπει να γίνουν ζωντανά και σε χρόνο dt και, έτσι κι αλλιώς, λόγω των ατόμων που τις περιστοιχίζουν.

Το σουπερατζού είναι κατ'αρχήν απαξιωτικό αλλά έχει καθιερωθεί. Πιο προσβλητικό είναι στην τρέχουσα το superwoman το οποίο εκφέρεται πάντα με μεγάλη δόση ειρωνείας από τους πολ μουρ συναδέλφους.

Μετά από συμπλήρωση εικοσαετίας σε αυτή τη δουλειά, οι σουπερατζούδες συνταξιοδοτούνται και η Εκκλησία μας τις ανακηρύσσει αγίες. Καμμία δεν έχει αντέξει τόσο πολύ.

- Νταξναούμ, το μάνα ρέιβερ έμεινε ... αλλά, είναι γεγονός ότι οι κοπέλες δουλεύουνε με φοβερή πίεση ...
- Ναι, ρε μαλάκα, αλλά έχουνε πλάκα ... προχτές θέλανε να πούνε «Εύα Καϊλή - τώρα» και στο σούπερ βγάλανε «Εύα Καυλή - τώρα» ...
- Πώς ήτανε εκείνο το έργο, ρε συ ... Τόρα-Τόρα-Τόρα ... τύφλα νάχει ο Μπεν Χουρ ...
- Γιατί, παιδιά, άδικο είχανε με την Καϊλή; ... Εγώ σας το λέω, δε φταίνε, οι σουπερατζούδες ... οι δημοσιοκάφροι τους τα λένε λάθος ... για να μη σου πω κι επίτηδες λάθος, για να γίνει τζόγος ...
- Σωστόστ ... σα την άλλη φορά πούχανε ρίξει «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φοιτητής στο Βελιγράδι» ...

(σ.σ. Όλα τα παραδείγματα είναι πραγματικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοσύστατος ορισμός για τις πάσης φύσεως τηλεπαρουσιάστριες τις μεσημεριανής ζώνης, που ασχολούνται με κάθε είδους άχρηστες πληροφορίες για ντεμέκ vip πρόσωπα.
Στην λίστα περιλαμβάνονται οι λαμπιρο-καραβατο-μουτσινο-τατιανα κ λοιποί.

- Άλλαξε κανάλι, ρε Mαρίνα. Τις βαρέθηκα τις μεσημεριανούδες. Αμάν πια !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified