Ως χαρακτηρισμός προσώπου, σημαίνει άνθρωπο σκληρό, αυστηρό, κέρβερο, σφιχτοχέρη, αλλά κυρίως εξουσιαστικό και ελεγκτικό με μια δόση ηθικισμού. Προφ από την Καγκελάριο της Γερμανίας Angela Merkel, η οποία, -καλώς ή κακώς- θεωρείται ότι απαιτεί σκληρά μέτρα σχετικά με το χρέος της Ελλάδας και άλλων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.

  1. - Καλά, και γιατί πρέπει να γυρίσεις από τις διακοπές κιόλας από τον Αύγουστο; Εκπαιδευτικός δεν είσαι;
    - Άσ' τα να πάνε! Μου ανέθεσαν το πειθαρχικό του Γυμνασίου και έχει δουλειά! Γάμησέ τα! Θα είμαι η μέρκελ του σχολείου και θα μοιράζω αποβολές!...

  2. - Ποιος χτυπάει τέτοια ώρα;
    - Α ξέχασα να στο πω. Μας ψάχνει ο διαχειριστής για να πληρώσουμε το πετρέλαιο.
    - Πού να τα βρούμε; Να του πούμε να τον πληρώσουμε σε καμιά βδομάδα που θα εισπράξουμε;
    - Ώχου κι εσύ... Αφού τον ξέρεις τι μέρκελ είναι...
    - Καλά άσε, δεν ανοίγω. Να πάει να γαμηθεί...

Ο πρότερος έντιμος βίος τση Μερκελ (από σφυρίζων, 25/09/13)(από Khan, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κόσμον «Πατ Μορίτα».

Ο Ιάπωνας «sensei» που μετέτρεψε τον φλωρούμπα Ντάνιελ Λαρούσο στον - killing machine - Ντάνιελσαν.

Αφού προηγουμένως τον έβαλε να πλύνει μια μάντρα με αμάξια, να τα κερώσει, να τα γυαλίσει, να βάψει τον φράχτη του σπιτιού του, να του ξύσει το πάτωμα, να του βάψει το σπίτι, (στο director’s cut θα τον δείτε ακόμα και να μαδάει τις ελιές στα λιοστάσια του Μιγιάγκι), αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν παρά μια ταχύρυθμη μέθοδος εκμάθησης καράτε (αν ήταν έτσι θα βλέπαμε μπογιατζή και θα κλάναμε πουλόβερ), έπεισε και τον τζιτζιφιόγκο του ότι έγινε Τζετ Λι, τον έχωσε να διαγωνιστεί σ’ ένα τουρνουά καράτε ακούγοντας να βεβηλώνουν τ' όνομά του (ο εκφωνητής -που να τον πάρει ο διάολος!- τον αποκαλούσε «Μιγιάτζη»), εκεί είδε στον ημιτελικό να «τσακίζουν» το πόδι του κανακάρη του (πόδι, το οποίο έφτιαξε αφού προηγουμένως έτριψε τα χέρια του από ικανοποίηση γιατί το σακάτεμα του Ντάνιελσαν έδινε 3,75 στο παράνομο στοίχημα και ο ίδιος είχε ποντάρει ένα κάρο μπονζάι), στον δε τελικό τον είδε να δίνει τα ρέστα του και με χτύπημα βγαλμένο απ' το takken να κερδίζει έπαθλο και Ελίζαμπεθ Σου ταυτόχρονα.

Ο ανωτέρω άθλος του σχιστομάτη παππούλη, που όλοι θα θέλαμε να ήταν παππούς μας (αν και - άσχετο - προτιμώ Αλέξη Κωστάλα να είχα για παππού μου), να μεταμορφώσει σε καρατέκα ένα τσογλανάκι που ακόμα θα τις έτρωγε, με το πέρασμα των χρόνων έγινε μύθος και με το πρόσωπό του ταυτίζει κανείς κάποιον τον οποίον θεωρεί ότι τον έχει βοηθήσει ενώ βάδιζε στα χαμένα.

Μέγας Αλέξανδρος, Κομφούκιος, Ισαάκ Νεύτων, Λουκάς Βύντρα, Μίστερ Μιγιάγκι. Τίποτ' άλλο.

Συνων.: μέντορας, γκουρού (η τυρόπιτα είναι «κουρού»), sensei, master (για πιο υποτακτικούς), διδακτορικό (ως πτυχίο ανώτερο του master).

- Ρε συ Φιλώτα, ό,τι και να πω είναι λίγο... Μου έμαθες τη δουλειά όταν δεν ήξερα πού μου παν' τα τέσσερα, με σύστησες σε πελατεία, με έμαθες πώς να φοροδιαφεύγω και πώς να «σβήνω» τις μπριζόλες με κρασί και όχι με λεμόνι όπως έως τότε (για τον Θεό!) έκανα... Είσαι για μένα ο Μίστερ Μιγιάγκι μου!
- Καλά, καλά... Να σου πω, δεν περνάς αύριο από το σπίτι μου να περάσεις το δεύτερο χέρι στους τοίχους;
- Yes sensei...

Μίστερ Μιγιάγκι, κατά κόσμον Pat Morita (από poniroskylo, 27/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified