Further tags

Τεχνική ανάκρισης. Ο Ε και ο Φ ανακρίνουν τον Χ· ο Ε υιοθετεί εχθρική στάση απέναντι στον Χ ενώ ο Φ φιλική, με απώτερο στόχο ο Χ να εμπιστευθεί τον Φ αντιδρώντας στην πίεση του Ε. Ευνόητα, ο Φ είναι ο Καλογιάννης και ο Ε ο Κακογιάννης.

Η τεχνική είναι ψιλοπασίγνωστη χάρη στην αστυνομική λογοτεχνία και, κυρίως, φιλμογραφία. Δε γνωρίζω αν η κουβέντα όντως ακούγεται στην πιάτσα, ή αν πρόκειται απλώς για ευφάνταστη επινόηση του Πέτρου Μάρκαρη (βλέπε παράδειγμα)· με μία πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο συμπεραίνουμε μάλλον το δεύτερο, αλλά όποιος ξέρει θετικά ας μας πει. Πρόκειται πάντως για μία εκδοχή του καλός μπάτσος - κακός μπάτσος που ακούγεται ενδεχομένως ομαλότερα στο αφτί ως απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού και είπα να το θέσω υπόψιν των υποτιτλιστών ανάμεσά μας.

«[...] δέν κρατούσε λεφτά στα χέρια του. Δέν κρατούσε τίποτα. Τώρα, άν υπήρχαν λεφτά μέσα στο αυτοκίνητο, τί να σας πώ. Μπορεί και να υπήρχαν, αλλα θα τα πήραν οι δικοί σας, της Αντιτρομοκρατικής.»

«Τί λές ρε κάθαρμα;» φωνάζει ο Βλασόπουλος και πετάγεται πάνω. «Λές οτι τα παιδιά της Αντιτρομοκρατικής πήραν τα λεφτά και τα φορτώνουμε τώρα σ' εσένα, για να τους ξελασπώσουμε

«Ήρεμα, Σωτήρη.» Πιάνω τον Βλασόπουλο απο το μπράτσο και τον καθίζω πάλι στη θέση του. «Μήν τον πιέζεις. Θα μας τα πεί με την ησυχία του, το παλικάρι.»

Το παλιό κόλπο των μπάτσων. Ο Καλογιάννης και ο Κακογιάννης.

(Πέτρος Μάρκαρης, «Άμυνα ζώνης», Γαβριηλίδης 2001)

Σε άλλες γλώσσες: good cop/bad cop (αγγλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάστορας που σου κάνει το σπίτι μπουρδέλο.

(από την μεγάλη ταινία «Κλασική περίπτωση βλάβης» με τον Κώστα Τσάκωνα).

- Τι επαθες ρε μούτρο;
- Ήρθε ο Τσάκωνας να μου φτιάξει τις πρίζες. Χτύπησε σωλήνα με το τρυπάνι και πλημμυρίσαμε.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχικός οδηγός street μηχανής, συνήθως ευτραφής, με άσπρη κάλτσα, βλαχολαϊκής εμφάνισης, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να εξαντλήσει τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας του. Όρος που προέρχεται από τις ταινίες του Στάθη Ψάλτη της δεκαετίας του '80.

- Αμάν, μας πήρε τα αυτιά αυτός με την χαγιαμπούσα!
- Ε, τι περιμένεις; Δεν τον βλέπεις τι Στάθης είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλάμα, πολύ κλάμα, όπως έκλαιγε η Μάρθα Βούρτση στις ταινίες.

- Συνάδελφε, τηλεφώνησε η τάδε, είπε ότι θα περάσει αύριο, θέλει να ζητήσει αναστολή του πλειστηριασμού της Τετάρτης.
- Ωχ, πάλι Μάρθα Βούρτση θα έχουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(1) Στις παλιότερες γενεές, την εποχή του «Ζεν πρεμιέ»του ελληνικού κινηματογράφου, δήλωνε τον πολύ ωραίο άντρα.

(2) Στις μέρες μας, μετά το επεισόδιο με το ψυχιατρείο, η έννοια άλλαξε στο «τρελός».

(1) κορίτσια..... ο Μπάρκουλης!!! (κλασική ατάκα)

(2) Τι είναι αυτά που λες ρε;; Καλά, Μπάρκουλης είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μυστακιοφόρος αλλά συνάμα βαρύς κι ασήκωτος μόρτης. Λέξη βασισμένη στον φανταστικό χαρακτήρα «Μυστόκλα» από την ταινία «Μήτσος ο ρεζίλης»(1984). Τον ρόλο του ρεμπέτη μάγκα Μυστόκλα υποδύθηκε ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας. Χρησιμοποιείται μάλλον χιουμοριστικά ή/και ειρωνικά για κάποιον (ψευτό)βαρύμαγκα με μεγάλα μουστάκια ή με μουστάκια γενικότερα που παραπέμπουν σε αισθητική της τότε εποχής.

Μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για το αν η λέξη αποτελεί προϊόν λεξιπλασίας ή παρθενογένεσης/προϊόν φαντασίας του σεναριογράφου. Πιθανή εικασία θα μπορούσε να ήταν ότι αποτελείται από τις λέξεις Μυστάκιον και Πιστόλα με την κατάληξη -ς, (αρσενικό). Δεδομένου ότι ο Μυστόκλας ήταν φανταστικό και όχι πραγματικό πρόσωπο γιατί στην ταινία παρουσιάζεται εκτός τόπου και χρόνου μιας και ο ίδιος, οι υπόλοιποι μάγκες και το περιβάλλον παρουσιάζει καταστάσεις προπολεμικές ή πρώιμες μεταπολεμικές(1925-1950) και περιέργως λόγω κακού σεναρίου/σκηνοθεσίας πριν την σκηνή του Μυστόκλα γράφει χαρακτηριστικά «Αθήνα 1984». Κλασσική άκυρη ελληνική σκηνοθεσία που μπάζει από παντού αλλά και που θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας λόγω του μεγάλου Σωτήρη Μουστάκα. Ο σεναριογράφος ήθελε να τονιστεί η (ψευτο)μάγκικη και ρεμπέτικη φύση του γι' αυτό και παρουσίασε τον Μυστόκλα με 50 εκατοστά μουστάκια σαν αρχιρεμπέτη και (ψευτο)μάγκα του μαχαλά.

- Ρίξε το ψαρικό στο φούρνο, πλακί. Πριν σε πλακώσω στις γρήγορες.
- Παίδαρέ μου!
- Εμείς οι δυό θα περάσουμε φίνα. Με τις φάπες μας. Και τα ωραία μας.

(Μυστόκλας σαν υποψήφιος γαμπρός και απευθυνόμενος στην Σπεράντζα Βρανά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για μεθύστακες εμπνευσμένη από τον αθάνατο ελληνικό ήρωα των ταινιών του 50-60.

Κάθε μέρα ο γέρος μου γυρνάει μεθυσμένος. Έχει γίνει Ορέστης Μακρής.

(από rigo21, 07/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας. Αυτός που δεν του κόβει. Χρησιμοποιείται όταν δε θέλουμε να καταφύγουμε σε χυδαίες εκφράσεις εναντίον κάποιου.

Τι λέει ο αστραπόγιαννος;

Αστραπόγιαννος (από GATZMAN, 02/06/10)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ειρωνείας υπερθετικού βαθμού, αναφερόμενη στην σωματική δύναμη ή/και στη αγριότητα / επιθετικότητα κάποιου. Ενίοτε χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα τα οποία, εάν και έχουν μια εξέχουσα σωματοδομή και φυσική δύναμη, ο εγκέφαλός τους δεν ξεπερνά το μέγεθος φασολιού(βλ. και «μιλάς με γρίφους, γέροντα»).

Πηγάζει από την προφανή παράφραση του γνωστού φανταστικού ήρωα με το όνομα, «Κόναν ο Βάρβαρος», ο οποίος έκανε το ντεμπούτο του σε βιβλία στις αρχές του '30.

Ιστορική αναδρομή της παραφράσεως: η παράφραση, αρχικά, έγινε στον τίτλο του ήρωα, που από «βάρβαρος», έγινε «μάρμαρος» ως εύκολη και επιτυχημένη, αφού με την αλλαγή δυο μόνον γραμμάτων, κρατώντας τον ίδιο αριθμό συλλαβών καθώς και την ηχητική ομοιότητα, κατάφερε να μετατρέψει το νόημα της φράσης σε ειρωνική. Κατόπιν, σε δεύτερο χρόνο, εξίσου απλά και επιτυχημένα, έγινε και η αλλαγή του ονόματος από «Κόναν» σε «Σκόναν» με την αλλαγή ενός μόνο γράμματος και κρατώντας τον ίδιο αριθμό συλλαβών. Η μεγάλη επιτυχία ήταν δε, ότι η παράφραση πλέον έλαμψε και νοηματικά, λόγω της γνωστής συνάφειας που υπάρχει μεταξύ μαρμάρου, και της σκόνης αυτού.

  1. - Ρε κοίτα το χλέμπονα πως χαλβαδιάζει το Λιτσάκι, θα τον σκίσω το πούστη!
    - Μα ποιος είσαι δικέ μου, ο Σκόναν ο Μάρμαρος;

  2. «Έρχεται και ο σφίχτης ωσάν τον Σκόναν τον Μάρμαρο να σπρώξει το αμάξι του που έμεινε, αλλά δε κουνιόταν ντιπ. Πού πα ρε Καραμήτρο, λύσε το χειρόφρενο...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε την τάση ενός ατόμου να προδίδει. Το καρφί, ο δοσίλογος.

- Του είπα τι έγινε χθες και το μοιράστηκε με όλο τον κόσμο ο Αρτέμης Μάτσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified