Further tags

Αναφερόμαστε λιγότερο στον ήρωα της εθνικής παλιγγενεσίας Οδυσσέα Ανδρούτσο και περισσότερο στις ανδροπρεπείς λεσβίες, σε αυτό, δηλαδή, που στα Χανοχώρια ονομάζουμε butch, ήτοι τον ένα πόλο όσων λεσβιακών σχέσεων έχουν και καλούα butch & femme χαρακτηριστικά.

Υποτίθεται λαδή ότι σε κάποιες λεσβιακές σχέσεις (ασφαλώς όχι σε όλες) η μία γυναίκα αναλαμβάνει τα παραδοσιακώς αντρικά χαρακτηριστικά (butch, αγγλιστί), ενώ η άλλη τα παραδοσιακώς γυναικεία χαρακτηριστικά (femme). O όρος butch πιθανώς προέρχεται από το αγγλικό butcher= χασάπης, χρησιμοποιήθηκε σε κάποια περίοδο για να δηλώσει το σκληρό αντράκι, χαμίνι, τον ζόρικο τυπά, πρβλ. Butch Cassidy, ενώ από την δεκαετία του 1940 απέκτησε στα αγγλικά την σημασία της ανδροπρεπούς λεσβίας. Ο όρος femme προέρχεται από την γνωστή γαλλική λέξη για την γυναίκα, αλλά κυρίως στα αγγλικά έχει συσχετιστεί με τον όρο butch ως έτερος πόλος του.

Περιττό να είπωμε ότι παρόμοιοι όροι εκλαμβάνουν τις λεσβιακές σχέσεις με όρους φις - πρίζα, και έτσι τις αποστερούν από την ιδιάζουσα γοητεία τους που έγκειται ακριβώς είτε στην εναλλαγή των ρόλων είτε στην εν γένει απροσδιοριστία τους. Πρόκειται δηλαδή για έναν φαλλογοκεντρικό τρόπο να εκληφθούν οι λεσβιακές σχέσεις, που ακριβώς λόγω του ότι αναπαράγει τα πατριαρχικά και στρέιτ στερεότυπα σε σχέσεις που επιχειρούν να τα υπερβούν, επιβιώνει συντηρητικώς στην γλώσσα, και δη την αργκοτική (που συχνά είναι συντηρητικότατη παρά την εντύπωση για το αντίθετο). Στα ελληνικά δεν έχουμε έναν αδιαφιλονίκητο τεχνικό όρο, όπως το αγγλικό butch. Πιο κοντά σε τεχνικό όρο φαίνεται να είναι το νταλίκα (το οποίο πανηγυρίζεται και από τις ίδιες τις λεσβίες), ενώ κάποιες πιο ασθενείς μεταφορές περιλαμβάνουν τα νταλικέρης, φορτηγατζής, σουγκλάκος κ.ά., που ακριβώς λόγω του ότι αποτελούν ασθενείς μεταφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για στρέιτ γυναίκες που αντροφέρνουν διεκδικώντας παράλληλα το να είναι γκόμενες σε στρέιτ αντρικά μάτια. Επίσης, συνώνυμα είναι τα αρσενικιά και αρσενίκω, ενώ τα δίπολα λέσβω / λεσβόγκα- λεσβάκι και σβόγκα- σβάκι (με σλανγκική αποκοπή) ενδέχεται να περιγράψουν butch- femme κατηγοριοποιήσεις. Το αντρούτσος είναι λιγότερο τεχνικό και συνηθισμένο από το νταλίκα, ωστόσο λέγεται και μάλιστα αποδίδει πλήρως την θεωρούμενη ανδροπρέπεια της τζιβιτζιλούς με μάλλον σκωπτική διάθεση, ενώ, αντιθέτως, το αντράκι διαθέτει μάλλον θετικό πρὀσημο, όπως παρατηρείται εδώ.

Πάντως, ακόμη κι αν για λόγους κορεκτίλας πετάξουμε τον όρο αντρούτσος από την πόρτα, μπορούμε να τον επαναφέρουμε από το παράθυρο χωρίς να θιγούν οι κορεκτιλάτες ευαισθησίες, και αυτό τουλάστιχον με δύο τρόπους:

  1. Η γυναίκα- αντρούτσος μπορεί να επανεκδραματίσει μια παλιότερη τραυματική στρέιτ σχέση που είχε η ερωμένη της, τώρα όμως ως θετική εμπειρία. Ήτοι το θυματοποιημένο πλην τίμιο σβάκι ενδέχεται να έχει μπλοκαριστεί από το να κάνει σχέση με άντρα, λόγω της βάναυσης συμπεριφοράς προηγουμένων εραστών- θυτών της (ενίοτε ακόμη κι από το οικογενειακό περιβάλλον της!). Ο αντρούτσος θα αγρεύσει τις ερωμένες της μεταξύ παρόμοιων ευαίσθητων would-be σβακίων, υποδεικνύοντας είτε και με λόγια, είτε μόνο αντιστικτικώς μέσω της άψογης συμπεριφοράς της, ότι «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» και το μη χοίρον βέλτιστον, «πούτσος καλός μόνο πλαστικός» και τα ρέστα δονητάρια.

Γιατί «μες στο τεράστιο σώμα της είχε μια αθώα καρδιά» ο αντρούτσος μας. Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι ο σεξουαλικός αλτρουισμός, δηλαδή και η διάθεση και το know-how για να διαβεί ατραπούς ηδονjής πρώτα και κατεξοχήν το σβάκι, και δευτερογενώς η ίδια. Το οποίο έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την μπρουτάλ εγωιστική συμπεριφορά των αρσενικών, με τους οποίους ο αντρούτσος μόνο εμφανισιακά (και όχι ορμονικά) ομοιάζει. Ενώ δηλαδή η γυναίκα αντρούτσος θα έχει κάποια παραδοσιακώς αρσενικά χαρακτηριστικά, όπως το να είναι ιππότης, να είναι προστατευτική, να δίνει σημασία στην ερωμένη, να την «τρώει με τα μάτια», να επιμένει να γνωρίσει το σβάκι καινούργιους τόπους και εμπειρίες σε όλο το φάσμα της ζωής, δρώντας ως Πυγμαλίων, αυτό που την διαφοροποιεί από τον άντρα εραστή είναι ακριβώς το επίμαχο σημείο, το κρεβάτι, όπου ο αντρούτσος, θα απαρνηθεί την ιδιοτέλεια, θα κάνει προκαταρκτικά όσο μια ταινία Αγγελόπουλου (με καθαρό χρόνο και όχι συμπεριλαμβάνοντας τις πίπες), δεν θα κοιμηθεί μετά κ.τ.ό., ενώ πέρα από την διάθεση, θα έχει και την τεχνογνωσία για να ευχαριστήσει καυλύτερα την σύντροφὀ της. Ο σύνολος συνδυασμός ανδροπρέπειας και ευαισθησίας θα κάνει το σβάκι να αναγνωρίσει ότι «ένας άλλος εραστής είναι δυνατός και τον θέλουμε» και μέσω αυτής της αισίας επανεκδραμάτισης θα λυθούν ίσως τα όποια τραύματα είχε από προηγούμενες σχέσεις με άντρες.

  1. Ο αντρούτσος- butch μπορεί να περιγράφει όχι μια φις - πρίζα πάγια δομή μιας σχέσης, αλλά έναν περιστατικό ρόλο που μια λεσβία αναλαμβάνει στο πλαίσιο ενός role-playing (που λέμε και στα Τζιβιτζιλοχώρια). Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για ένα στερεότυπο εμφάνισης, που η λεσβία ιδιοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται παγίως μαζί του στο κρεβάτι ή στην υπόλοιπη συμπεριφορά. Ως εμφάνιση το butch αντρουτσοειδές στυλ είναι αρκετά συχνό.

Ένας αναγεννησιακός αντρούτσος είναι μηλαρού με τραγιάσκα (δόκιμη ή και μεταφορική), έχει προγούλι- διπλοσάγονο, και ντύσιμο αγγλάρα Tomboy από το Manchester, κατεβάζει μπυρόνια και περιπτερόμπυρα, είναι δε πάντα σε ετοιμότητα να παίξει ξύλο ένεκα η αγαπημένη της. Επίσης, διακρίνεται για μια συμπεριφορά αγοριού- εφήβου παρωχημένων δεκαετιών, λ.χ. δίνει ρέστα στο ποδοσφαιράκι και δη το κοκορέτσι. Βοηθάνε και οι μικροαστικές ή καυλύτερα οι προλεταριακές πολιτικές τοποθετήσεις.

Κυκλοφορεί, όμως, και σε διανοουμενέ στυλάκι με κοντοκουρεμένο αγορίστικο μαλλί, κομψό κυριλέησον ντύσιμο και ατάκες- ψαγμενιές λατέρνατιβ υπερκουλτουρίασης.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η και καλούα αντρική επιμονή του αντρούτσου να κάνουν συνέχεια σεξ, επειδή δεν αντέχει να την βλέπει και καυλώνει, και η χρήση προσποιητά χυδαίων εκφράσεων γύρω από το σεχ, που όμως σε κάποια περίφτωση δεν αίρουν τον σεξουαλικό αλτρουισμό της. Αντιστοίχως, το σβάκι επιδεικνύει συμπεριφορά τρομερής προσκόλλησης στον αντρούτσο της, και ακόμα κι όταν αυτή είναι καταπιεστική και την κακομεταχειρίζεται (για χάρη του παιγνίου ρόλων), το σβάκι την υποστηρίζει έναντι των επικριτικών ματιών τρίτων, επιδεικνύοντας μια για τους έξω παράλογα ηρωική επιμονή, όπως υποτίθεται ότι δείχνουν οι πουτάνες για τον νταβατζή τους, ή κάποιες στερημένες γυναίκες για αυτόν που τους πήρε την παρθενιά και ταλιμπάν.

  1. Ουουουυυυ τι να σου πω κούκλες είναι.....
    φυσικά αυτές οι θεές που βλέπεις σε τσόντες μόνο λεσβίες δεν είναι, αν δεις καθαρόαιμη λεσβία θα καταλάβεις τι εννοώ. Φορτηγατζής ένα πράμα, πολύ κοντό μαλλί, χοντρές κλπ κλπ. Και ούτε να δουν άντρα...
    Φαντάσου το αντίστοιχο της κραγμένης σε γυναίκα όμως, δηλαδή αντρούτσος. (Εδώ).

  2. Η άλλη ήταν εντελώς str8 πριν από αυτή τη σχέση όμως άμα τη δεις είναι ένας αντρούτσος με τα όλα του και αν εξαιρέσεις το μίσος της για τις λεσβίες κατά τα άλλα δεν είχε πρόβλημα π.χ. να φιλιέται δημοσίως. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός λιγούρης γέρος που παίρνει μάτι. Σε ακραίες περιπτώσεις, τον συναντούμε με κυάλια στην παραλία. Γερολάζαρους θα δείτε σε καφενεία, πλατείες,τράπεζες και γενικότερα σε δημόσιους χώρους, πχ. ΙΚΑ.

- Ρε αγάπη μου, εκείνος ο γέρος στη γωνία με παίρνει μάτι συνέχεια!
- Χέστονε μωρέ τον γερολάζαρο να πούμε...

(από boulgaroktonos, 03/01/12)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι που δόθηκε κατά τη δεκαετία του '50 (ή λίγο πιο πριν) στον Ζάχο Χατζηφωτίου λόγω του ότι ο κύριος αυτός είχε κλέψει τον καιρό εκείνο ελαστικά αυτοκινήτων από μια αποθήκη με σκοπό να τα πουλήσει.

Ένα τραγούδι του Χάρυ Κλυνν με τίτλο «Ο κύριος Χατζηλάστιχος» (βλ. μήδι) αναφέρεται στο πρόσωπο αυτό, πιθανότατα.

Παρακαλείται όποιος γνωρίζει περισσότερες λεφτομέρειες να τις καταθέσει γιατί ο πατήρ μου που μου ανέφερε το παρατσούκλι δεν θυμόταν παραπάνω, ο δε γούγλης δεν με βοήθησε διόλου.

  1. I don't know if this was an inspiration of Harry Klynn's or a byname given to Z.Ch. at the time of his marriage to Karezi (maybe by Vougiouklaki fans), but I remember my mother calling him «Χατζηλάστιχος» at the time.

  2. Όσο για τον Κωστόπουλο είναι ο Ζάχος Χατζηφωτίου (ή Χατζηπαπάρας ή Χατζηλάστιχος!) της εποχής μας...

(από το νέτι)

(από ironick, 26/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προς παιδάκι των πρώτων τάξεων του Δημοτικού από συμμαθητές του, τουλάχιστον 2-3 δεκαετίες πίσω, όταν το παιδάκι αυτό διέθετε πεταχτά αυτιά, ή, επί το επιστημονικότερο, αφεστώτα ώτα.

Η ανατομική αυτή παραλλαγή του πτερυγίου του ωτός, συνήθως -αλλά όχι πάντα- αμφοτερόπλευρη, προκύπτει από δυσπλασία ή ατελή κύρτωση των ελίκων (μείζων-ελάσσων) της χόνδρινης μοίρας του ωτός και προσδίδει στο παιδάκι την εικόνα εξωγήινου, όπως ο Σποκ του Σταρ-Τρεκ. Δυστυχώς, η παιδική ηλικία έχει την τάση να εμφανίζει μικρή ανοχή στη διαφορετικότητα κι έτσι τα παιδάκια με αφεστώτα ώτα συγκεντρώνουν τα σκώμματα των υπόλοιπων παιδιών, πράγμα που μπορεί να επηρεάσει σε ένα βαθμό και τον ψυχισμό τους τουλάχιστο μέχρι να ενηλικιωθούν.

Σήμερα, η πάθηση διορθώνεται χάρη στο νυστέρι των πλαστικών χειρουργών και/ή των ωτο-ρινο-λαρυγγοφάγων που εσχάτως φτιάχνονται με το να αποκαλούν αυτάρεσκα εαυτούς «χειρουργούς κεφαλής-τραχήλου» (άρα των πτερυγίων περιλαμβανομένων).

Άλλοι παραπλήσιοι χαρακτηρισμοί είναι: ραντάρ και πρόσφατα GPS.

Δεν ανεβαίνει, ως φόρος τιμής προς όλα τα παιδιά που αποκαλέσαμε Σποκ όταν ήμασταν μικροί (και ανώριμοι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ειρωνική, προς ένδειξη ψευτομαγκιάς. Συνοδεύεται με την βοηθητική φράση «Ποιος είσαι ρε φίλε, ο Εζέλ είσαι;» Εμπνευσμένο από την εν λόγω τούρκικη σειρά.

-Και μετά ήρθαν 5 άτομα, αλλά κλάιν, τους πλάκωσα...
-Σώπα ρε, ποιος είσαι; ο Εζέλ είσαι ;

Σκληρός. (από Galadriel, 26/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν κάποιο θέμα ή κάποια υπόθεση προχωράει αργά. Εμπνευσμένο από τα αργά, μακρόσυρτα και ατελείωτα όπως οι ταινίες του γνωστού σκηνοθέτη.

  2. Σκηνοθέτης αμφιβόλου αξίας.

  1. - Είμαστε ένα μήνα με τη Μαρία και δε μου 'χει κάτσει. - Έλα ρε. Σ' το παίζει Αγγελόπουλος δηλαδή;

  2. Η δουλειά πάει Αγγελόπουλος.

  3. Κατά τη διάρκεια προβολής ταινίας (ο Θεός να την κάνει):
    - Ίσα ρε Αγγελόπουλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τρόμπας, στο πιο γελοίο και ιδιαίτερα εύηχο.

Δεν ξέρω αν υπάρχει γενικότερα, και το μόνο χτύπημα στο νέτι είναι από ποστ του μπρο μου στους 4Τ, αλλά την αγαπάω αυτή τη λέξη και την καταθέτω.

Βλέπε και μαλακαντρέας για το φαινόμενο της βάφτισης του κατέχοντος την ιδιότητα.

  1. - Μάγισσες, να πούμε, και μαλακίες τούμπανα. Τι τρομπογιώργης την σκέφτηκε και την έγραψε αυτήν τη σειρά, δεν μπορώ να καταλάβω.
    - Τα μουνάκια που παίζουν, όμως, δέ σε χάλασαν.

  2. - Σα να ζεστάθηκε το πολύμπριζο. Θα του ρίξω λίγο νερό να πέσει η θερμοκρασία.
    - Τι κάνεις ρε τρομπογιώργη; Κούγκι θα γίνουμε.

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αξίζει να σημειωθεί πως οι κατεξοχήν μπουκοφσκικοί, από αλκοόλ προτιμούν μπύρα και δη Kaiser - ένα ακόμη αιώνιο μπυροερώτημα, όπως και το γιατί άραγε οι μεταλλάδεςπίνουν αποκλειστικά Amstel.

(Χ Μπουκοφσκικός σε φίλο του:)
- Χθες πέρασα καταπληκτικά: όλο το βράδυ διάβαζα το «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές» του Χανκ και έπινα Kaiser! Και όλο το πρωί ξερνοβολούσα... ααααχ, αυτό είναι ζωή!

...beer is all there is... (από Vrastaman, 23/08/11)"Hey Dennis..." (από vikar, 23/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όποιος κυνηγάει το ίδιο γκομενέτο από την πρώτη δημοτικού μέχρι 48 χρόνια μετά. Προέρχεται από τον θεό πρωταγωνιστή Σιρίλο της παιδικής σειράς Καρουζέλ και την συνεχόμενη απόρριψή του από τη Μαρία Χοακίνα. Το νέτο προφανώς δεν γουστάρει λάχανο, επειδή ο σιρίλος είναι μαυρούλης λόγω απλυσιάς και έχει στην τσέπη μόνο ένα κατοστάρικο χωρίς να γνωρίζει καν την ύπαρξη αυτού του καινούργιου, του διακοσάρικου.

- Ρε την καριόλα την Τζένη, 20 χρόνια τώρα έχει πάει με όλους εκτός από μένα...
- Αφού είσαι σιρίλος ρε, πλυς, ντυς, ξυρίς και θα δεις!

O Μπρούνο Τσιρίλο του ΠΑΟΚ (από allivegp, 18/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον γκαφατζή, που τα 'χει κάνει όλα αχταρμά στο κεφάλι του και σερβίρει ακούσια παραπληροφόρηση (άλλα αντ' άλλων), λόγω άγνοιας ή αφηρημάδας ή ελλιπούς πληροφόρησης και προετοιμασίας. Να μην συγχέεται ούτε με τον Λάσκο ούτε με τη Μενεγάκη (ξέρουν τι και γιατί το λένε).

Η έκφραση κατάγεται από κάποια συμπαθή κατά τα λοιπά πουρομπεμπέκα, που χρόνια (και ζαμάνια) τώρα, αμολάει γουστόζικα τηλεκοτσάνες επ' αντιμισθία, χωρίς ωστόσο να ιδρώνει το αυτάκι της (εβίβα τα κορόιδα που πληρώνουμε).

Thanx 2 Kluivert.

  1. — Αγαπητοί τηλεθεατές, σήμερα έχουμε κοντά μας, τον κύριο Ρεβυθά...
    — Φασουλάς!
    — Μάλιστα, τον κύριο Φασουλά λοιπόν (νάζι), που ήρθε στο στούντιό μας απο το Περτούλι Ευρυτανίας...
    — Απο τ' Ανώζα είμαι!
    — Ε, τελοσπάντων, τον κύριο Φασουλά απο τ' Ανώγεια της Λεβεντογέννας Κρήτης μας (χαμόγελο), βιρτουόζο της κιθάρας...
    — Τση λύρας!
    — Ε, καλά το ίδιο κάνει (στράβωμα), βιρτουόζο της χμμμ, λύρας και εκπρόσωπο της Γκόθικ ελληνικής μουσικής σκηνής...
    — Κρητικά παίζω!
    — Ε, τότε γιατί φοράτε μαύρα;
    — [...]

  2. — Μην ξεχνιέσαι! Στις 12 έχουμε ραντεβού με τον Τάκη, μη μας φύγει η ώρα!
    — Ποιές 12 ρε; Αύριο δεν είπαμε;
    — Όχι ρε, αφού το θυμάμαι, μας είπε απόψε στις 12 το βράδυ στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Για να πάμε πλατεία Καρύτση, λέει.
    — Κααααλά, για κάτσε να πάρω τηλέφωνο εγώ τον Τάκη να συνεννοηθώ...
    Έλα Τάκη, τί ώρα είχαμε ραντεβού σήμερα; Δεν είχαμε; Αύριο στις 5 το απόγεμα; Με τον αδερφό σου; Στο Πασαλιμάνι; Έχει δουλειά στην Κολοκοτρώνη και θα κατέβει μετά; Α! Στην οδό Κολοκοτρώνη! Στον Πειραιά! Καλά-καλά, κλείνω...
    Μπράβο βρε παπάρα, μέσα σ' όλα έπεσες! Και θα τον στήναμε τον άνθρωπο και θα τρέχαμε τώρα σα μαλάκες να περιμένουμε τον αγύριστο! Τί Μπήλιω είσαι μωρ' αδερφάκι μου...
    — Καλά, μιας και ντυθήκαμε τώρα, δεν πάμε έξω για κανα ποτάκι;
    — Αδιόρθωτος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified