Further tags

Το ποτ-πουρί είναι συλλογή (ομοειδών, κατά προτίμησιν) ασμάτων, αδομένων εν σειρά και άνευ διακοπής, συνοδεία κιθάρας συνήθως, του τύπου τρίο Ατένε, τρίο Γκιτάρα, αφοι Τζαβάρα, αφοι Κατσάμπα και οι τοιούτοι. Εκ του γαλλικού pot-pourri, κατά κυριολεξίαν "πλήρες δοχείον". Δεν πρέπει να συγχέονται με το δοχείον νυκτός (το γνωστόν εις τους παλαιοτέρους καθοίκι) μολονότι άδονται (και αυτά) κατά τας νυκτερινάς ώρας. Εις τα καθ' ημάς "πλαίει-λιστ λάιβ". (Καμμία σχέσις με το "πνέει τα λοίσθια", παρά το προχωρημένον της ηλικίας τραγουδιστών και κοινού).

Ενίοτε η συλλογή δεν περιέχει ομοειδή άσματα, λόγω σχετικών απαιτήσεων του κοινού. Εν τούτοις, όλα (από παπαλάμπραινα, μέχρι μπέσαμε μούτσο) εκτελούνται καθ' όμοιον τρόπον. Εις την περίπτωσιν αυτήν έχομεν ποτ-πουρέ ή παπαχελληνιστί μέλτινγκ-ποτ.

Τέλος οι θαμώνες νυκτερινών κέντρων τοιούτου μουσικού είδους, λόγω του προκεχωρημένου της ηλικίας, αποκαλούνται ποτ-πουρά.

-Τι να σου πω Ευτέρπη μου! Πήγαμε στη χοροεσπερίδα του συλλόγου ραχητικών,

-Έχουν σύλλογο τα ραχητικά;

-Όχι καλέ, από την Άνω Ραχούλα, το χωριό της Δωροθέας. Τραγούδησαν τα Κατσαμπάκια, ένα ποτ-πουρί, τί παπαλάμπραινα, τί μάτια μπλέ, τι κουκουρουκουκού,

-ποτ-πουρέ, τότε. Και ποιοί ήσασταν;

-Ολη η παρέα απ' το ΚΑΠΗ!

-Κατάλαβα, ποτ-πουρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντους, η πράξη του σύντομου λουσίματος στα όρθια χωρίς ξάπλωμα στη μπανιέρα. Ξεκίνησε να λέγεται ως ειρωνεία προς όσους αντί για το σωστό ντους (γαλλ. douche) λένε ντουζ, που στα γαλλικά σημαίνει δώδεκα (douze). Σταδιακά, όπως συνήθως συμβαίνει δια της επανάληψης, το ειρωνικό στοιχείο περνά σε δεύτερο πλάνο.

- Να σε περιμένω στις 5:30 σπίτι μου;
- Κάντο καλύτερα 5:45 να προλάβω να κάνω κι ένα δώδεκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Madam, modem, Μαντάμ κ.α. είναι κάποια από τα ονόματα της ισχυρής ναρκωτικής ουσίας που ονομάζεται MDMA, ακρωνύμιο του (3,4-methylenedioxy-N-methylamphetamine).

To Mdma βρίσκεται σε τρεις βασικές μορφές.:
α) Τα χάπια, τύπου Extc τα οποία είναι 70-80 διαφορετικά είδη όπως smile, dragon, πεταλούδα κ.α. (με μικρή ποσότητα mdma)
β) Σε μορφή υγρού με διάφορα χρώματα (μοβ, άσπρο, κίτρινο, καφέ κ.α.) το οποίο έχει αρκετοί ποσότητα md γ) Το στέρεο σαν σκόνη, ουσιαστικά μπεζ κρυσταλιζέ βραχάκια που έσπαγαν πολύ εύκολα.

Το MD δεν είναι τόσο εθιστικό, όσο άλλα ναρκωτικά, όπως η ηρωϊνη ή η κΚοκαϊνη. Είναι σχετικά ακριβό. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η μακροχρόνια χρήση του σε πολύ συχνά διαστήματα (5 φορές την εβδομάδα) δημιουργεί αρκετά προβλήματα στην ψυχική υγεία του χρήστη. Συχνά χρήστες του MDMA σε συνδυασμό με χρήση κρυσταλλικής κεθ-αμφεταμίνης (ή και χωρίς αυτήν) καταλήγουν σε ψυχιατρείο για σοβαρές επιπλοκές, όπως τάση ή απόπειρα αυτοκτονίας, κατάθλιψη κ.α.

Ως παράδειγμα, θα σας παραθέσω, όσο πιο παραστατικά μπορώ, το πως «την ακούς» από mdma.

Το κορυφαίο MD είναι σε κρυστάλλους, γιατί έχει την μεγαλύτερη ποσότητα της δραστικής ουσίας ανά ml. Βάζεις μισό γραμμάριο σ' ένα μπουκαλάκι νερό (όχι φουλ γεμάτο) και το ανακατεύεις καλά για 5 λεπτά (εναλλακτικά βάζεις μισό γραμμάριο σε ένα μεγάλο ποτήρι και βάζεις αρχικά μικρή ποσότητα και το αναδεύεις για 2 λεπτά, στην συνέχεια βάζεις νερό σχεδόν μέχρι επάνω, σε όλη αυτή την διαδικασία το ανακατεύεις.

Το πίνεις λοιπόν σε γουλιές (είναι πικρό) μαζί με ακόμη 2 άτομα minimum!!!! MD και μόνος δεν λέει...

Τα πρώτα σημάδια είναι η εφίδρωση και η αίσθηση χαλάρωσης, μετά είναι η αλλαγή της διάθεσης και το απίστευτο good trip που σε βάζει, έχοντας όμως γνώση της πραγματικότητας... απλά σε κάνει πολύ φιλικό, πολύ μπλα - μπλα...

Το ξενέρωμά του είναι σχετικά ομαλό, λίγα νεύρα την επόμενη μέρα μόνο, τύπου «έχω περίοδο».

βλ. και μαντάμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το Γαλλικό faux bijoux το οποίο και σημαίνει ψευδοκόσμημα.

Κρατώντας την λέξη faux που σημαίνει ψεύτικος, συμπληρώνουμε την λέξη vijoux (αλλάζοντας στην ουσία το πρώτο γράμμα της λέξης bijoux, έτσι ώστε να εξυπηρετεί ηχητικά) και η οποία προφέρεται βιζού, παραπέμποντας στο βυζί-βυζιά.

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάποια γυναίκα έχει ψεύτικο στήθος από σιλικόνη.

- Κοίτα ρε Ξενοφώντα κάτι βυζόμπαλα που έχει το μωρό στο ταμείο!!!
- Τι να δώ ρε μαλάκα; Αυτή είναι faux vijoux!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Cabernet Sauvignon. Ποικιλία κόκκινου κρασιού που απαντάται στην greek ταβέρνα, ενίοτε αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης. Βλέπε και Θήβας Ρήγκαλ.

Μενού
Αγιορείτικο 14 ευρώ
Σοβινιον Μπλαν 24 ευρώ
Καμπερνέ Αχαρνών 16 ευρώ
...
Ταβερνέ Σοβινιόν 5 ευρώ

..προφανής η επιλογή

(από Vrastaman, 28/02/11)(από Vrastaman, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοινό γάλα εβαπορέ.

Από το εβαπορέ (evaporated, αφυγραμένο, εξατμισμένο) και το βαπόρι (πλοίο, καράβι).

- Θέλεις φρέσκο γάλα στο καφέ.
- Όχι φρέσκο. Βαπορίσιο, ρε μάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από επίμονες (απ)αιτήσεις πολλών φίλων noms, nous ne disons pas), αποφασίζω να σα σκαταγράψω (σκόπιμο το κακέμφατο) μερικές απ' αυτές τις γαλλίζουσες εκφράσεις που ακούγονται τήδε κακείσαι, δίκην μεταφράσεων, και που θυμίζουν πλέον αυτόματους γουγλισμούς (no offense intended).

Πριν εμφανιστούν οι κομπιούτορες, συλλέγαμε, προ πεντηκονταετίας, τέτοια μαργαριτάρια, συνήθως ελληναγγλικά (καμία σχέση με greeklish), του τύπου: slowly the much oil, something is running at the gypsies', κλπ. Το αστείο συνίσταται στην αυτολεξεί μετάφραση χαρακτηριστικότατων ιδιωματισμών μιας γλώσσας εκ μέρους αμαθών, ή ημιμαθών, ή και εξελιγμένων γλωσσομαθών, αλλά με υψηλή αίσθηση του χιούμορ.

Από κλασικά μεταφρασομαργαριτάρια:

  • Δεκαετία '60, το Καμάκι στη Σκανδιναβίδα: I love you. Αυτή: I love you too. Αυτός: I love you three.
  • Δεκαετία '70, σε υπότιτλο της ΕΡΤ: General strike is coming = Έρχεται ο στρατηγός Στράικ.
  • Πάλι από υπότιτλο στην ΕΡΤ (Καμάκι στο Love Boat): How about a night cap; = Θες ένα νυχτερινό σκουφάκι;
  • Από βιβλίο περί ανασκαφών: Ένα ταμείο γεμάτο κόκκαλα = Une caisse pleine d'os.

Φυσικά, στην εδώ πλάκα, η σύνταξη, η σειρά των λέξεων, οι πτώσεις, κλπ., δεν αλλάζουν. Όσο πιο παλιός, λαϊκός, δυσνόητος και χαρακτηριστικά ρωμέικος ο ιδιωματισμός, τόσο καλύτερο το καλαμπούρι. Και οι πιο μοντέρνοι σλανγκισμοί έχουν τη θέση τους, αρκεί να' χουν πλάκα. Ωστόσο, για να βρεθεί η αντιστοιχία τους σε άλλες γλώσσες, είναι... «αλλουνού παπά ευαγγέλιο». Μ' άλλα λόγια, η αυτολεξεί μετάφραση ιδιωματισμών (έστω και λεξικολογικά σωστή) δε βγάζει νόημα για τους ξένους, απαιτείται μια απόδοση στην άλλη γλώσσα. Και μη μου πείτε ότι δεν είναι αργκοσλάνγκ.

Salue-moi le platane: Χαιρέτα μου τον πλάτανο

Et Nicolo guet-apens: Και Νικολό καρτέρει

Nous la passerons vitre: Θα την περάσουμε τζάμι

Nous l'avons peinte: Τη βάψαμε

Mes animaux lentement:Τα ζώα μου αργά

Chose qui remue: Πράμα που σαλεύει

Baise pilaf: Γαμοπίλαφο

Et je baise le cas: Και γαμώ την περίπτωση

De la ville je viens et au sommet cannelle: Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα

Laisser bouteille: Αφήνω μπουκάλα

Encore on l'a pas vu, Jean on l'a sorti: Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε

Ne font pas toutes les abeilles miel: Δεν κάνουν όλες οι μέλισσες μέλι

Οù il te fait mal et où il t'égorge: Πού σε πονεί και πού σε σφάζει

Elle le noie le lapin:Τον πνίγει τον κούνελο

De la putain le barreau: Της πουτάνας το κάγκελο

Mâche la chèvre tarama;: Μασάει η κατσίκα ταραμά;

Mystère train tu es: Μυστήριο τρένο είσαι

Il s'explique pistache salée: Ξηγιέται αλμυρό φιστίκι

Déchirer le chat: Σκίζει τη γάτα

Elle l'emmène la lettre: Το πάει το γράμμα

Sans plaque: Χωρίς πλάκα

Plaque-plaque, nous la poulâmes: Πλάκα-πλάκα, την πουλέψαμε

Il les trouva bâtons (piques):Τα βρήκε μπαστούνια

Il sait pas où vont les quatre: Δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα

D'autre pope évangile: Αλλουνού παπά ευαγγέλιο

Fou pope te baptisa: Τρελός παπάς σε βάφτισε

Vis mon Mai, que tu manges trèfle: Ζήσε, Μάη μου να φας τριφύλλι

Verts chevaux: Πράσιν' άλογα

Ils nous l'ont tombée, grand: Μας την πέσανε, μεγάλε

Taloche nuage: Καρπαζιά σύννεφο

Que manque la merise: Να λείπει το βύσσινο

Propre ciel, éclairs ne craint pas: Καθαρός ουρανός, αστραπές δε φοβάται

Bonjour Jean, fèves je sème: Καλημέρα Γιάννη, κουκιά σπέρνω

45 Jeans, d'un coq savoir: 45 Γιάννηδες, ενός κοκκόρου γνώση

Lièvres avec étoles: Λαγούς με πετραχήλια

Le renard 100, le goupil 110: Η αλεπού 100, το αλεπόπουλο 110

Il a goujon: έχει βύσμα

Les têtes dedans: Τα κεφάλια μέσα

De la Vierge les yeux: Της Παναγίας τα μάτια

Je dis et vérité: Λέω κι αλήθεια

Je le liai mon âne: Τον έδεσα το γάιδαρό μου

Boiteux, tordus, à Saint Pantaléon: Κουτσοί, στραβοί, στον Αϊ Παντελεήμονα

Trois oiselets assis: Τρία πουλάκια κάθονται

Trois braillent et deux dansent: Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν

Trοis et le coucou: Τρεις κι ο κούκος

Des trois, le plus long: Απ' τα τρία, το μακρύτερο

Tu me feras les trois, deux: Θα μου κάνεις τα τρία, δύο

Tu me péteras les couilles: Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια

Siffle-moi chouraves: Σφύρα μου κλέφτικα

Eclaire-moi et je glissai: Φέξε μου και γλίστρησα

Il me la tombe: Μου την πέφτει

Il me la sort avec rouge: Μου τη βγαίνει με κόκκινο

Les figues-figues et la bassine-bassine: Τα σύκα-σύκα και η σκάφη-σκάφη

Il me la visse: Μου τη βιδώνει

La bouille viande: Τα μούτρα κρέας

Je m'explique épée: Ξηγιέμαι σπαθί

Plaque tu me fais;: Πλάκα μου κάνεις;

Ici je te veux, crabe: Εδώ σε θέλω κάβουρα

Fête trois couvertures: Γλέντι τρικούβερτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω γλωσσάρι frangrec δεν πρέπει να θεωρηθεί ισότιμο με τα διάφορα greeklish, franglais, spanglish, portuñol, κλπ., που χρησιμοποιούν μισές-μισές λέξεις δύο διαφορετικών γλωσσών σε μια ίδια φράση, από άγνοια ή σκόπιμα.

Επίσης, τα λεγόμενα «φραγκολεβαντίνικα» είναι όταν χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο για να γραφτούν ελληνικές λέξεις, όπως παλιά, στη Διασπορά, όταν και όπου δεν υπήρχε διαθέσιμο ελληνικό πληκτρολόγιο.

Εδώ μιλάμε για καθαρά γαλλικές λέξεις που, από άγνοια ή επιδειξιομανία των παλαιοτέρων, αφομοιώθηκαν και ενσωματώθηκαν στα ελληνικά με την, κατά το δυνατόν, ίδια προφορά και σχεδόν πάντα με το ίδιο νόημα. Το παρουσιάζω στο σλανγκρ γιατί φρονώ ότι, κατά κάποιαν έννοια, τούτες οι λέξεις είναι σλανγκ, και διότι πολύ λίγες απ' αυτές βρίσκονται στα «ευπρεπή» λεξικά. Εννοείται ότι δεν εξαντλείται εδώ το θέμα. Απλώς έβαλα στη σειρά όσα θυμόμουνα ... Τι να σου κάνει ένα μυαλό χειμώνα-καλοκαίρι.

αβάν-γκάρντ: avant-garde
αβάν πρεμιέρ: avant première (θέατρο, κινηματογράφος, κλπ.)
αβαντάζ: avantage αβολοντέ: à volonté
αγκαζέ: engagé αγκράφα: agrafe
αλακάρτ: à la carte
αλάρμ: alarme(s)
αμορτισέρ: amortisseur
αμπιγέζ: habilleuse
αξεσουάρ: accessoire
απροπό: à propos (επ'αυτού, παρεμπίπτουσλυ, κλπ)
αργκό: argot
ασανσέρ: ascenseur ασίστ: assiste (μπάσκετ, κλπ)
ασορτί: assorti
ατελιέ: atelier
ατού: atout (στα χαρτιά)
αφάν γκατέ: enfant gâté

βαλέ(ς): valet
βαποριζατέρ: vaporisateur (spray)
βεντιλατέρ: βεντιλατέρ
βεραμάν: vert amande (χρώμα[/i]: πράσινο αμυγδαλί)
βερνισάζ: vernissage βερσιόν: version
βιολέ: violet (το χρώμα)
βιτρό: vitraux
βολάν: volant.
βολοβάν: vol au vent

γκαζόν: gazon (χλοοτάπητας, όχι εκείνο το «αξύριστο» που νοσταλγώ)
γκανιάν: gagnant
γκαράζ: garage γκαρσονιέρα: garçonnière γκουρμέ: gourmet
γκραν γκινιόλ: grand-guignol

εκλαντόρ: «éclat d'or»
εκλέρ ή εκλαίρ: éclair (comme au chocolat) εμπριμέ: imprimé
ενζενύ: ingénue
ενσταντανέ: instantané
εξτραφόρ: extra fort εστέτ: esthète εταζέρα: étagère

ζάντα: jante
ζαρτιέρα: jarretière
ζελατίνη: gélatine
ζελέ(ς): gelé(e)
ζεμανφού, ζεμανφουτισμός, ζεμανφουτίστας, ζεμανφουτίδης: je m'en fous, je m'en foutisme, je m'en foutiste
ζεν πρεμιέ: jeune premier ζιγκολό: gigolo
ζιλέ: gilet (σε αχρηστία: γιλέκο)
ζιλέτ: Gilette (μάρκα ξυραφάκι)
ζο(ν)γκλέρ: jongleur

καλσόν: caleçon (όχι το αντρικό σώβρακο) καμαμπέρ: camembert (TO τυρί)
καμουφλάζ: camouflage καουτσούκ: caoutchouc
καμπαρέ: cabaret
καμποτάζ: cabotage
καντράν: cadran
καπό: capot. καρέ: carré (το χτένισμα)
καρέ: carré (στο πόκερ) καρέ (τα): carrés (μικρή και μεγάλη περιοχή στο ποδόσφαιρο)
καρέ-καρέ: carré (par) carré καρμπυρατέρ ή καρμπιλατέρ: carburateur
καρμπόν: carbon(e)
καρό: carreau (στα χαρτιά) καρνέ: carnet
κασκαντέρ: cascadeur (όχι το αγγλικό stuntman) κασπό: cache-pot (κάλυμμα για όταν η «γλάστρα» είναι άσχημη)
κέντα: quinte (μόνο στο πόκερ)
κις λορέν: quiche lorraine
κλισέ: cliché
κλος: cloche (για φούστα, όχι για καμπάνα)
κολάν: collant
κομπλέ: complet ή comblé
κομπλιμάν: compliment
κομφετί: confetti
κομφόρ: confort κονσομασιόν: consommation
κονσοματρίς: consommatrice
κοντέρ: compteur
κοντράστ: contraste
κονφερανσιέ: conférencier
κουλέ(ς): coulée (μόνο στο μπιλιάρδο)
κουμπλάν: coup blanc
κουπ: coupe (de cheveux) κουπέ: coupé (για διαμέρισμα τρένου / για σπορ αυτοκίνητο)
κουτουπιέ(ς)/κουντεπιέ(ς): coup de pied
κραγιόν: crayon κρεμ: crème (το χρώμα ή το γλυκό)
κροσέ: crochet (είδος μπουνιάς)
κροσέ: crochet (βελονάκι)
κρουασάν: croissant κρουπιέ(ς): croupier

λαμπα(ν)τέρ: lampadaire
λεβιέ ή λεβιές: levier λικέρ: liqueur

μαγιό: maillot
μαιν-κουράντ: main courante (για ξενοδοχεία)
μακιγιάζ: maquillage
μακιγιέζ: maquilleuse
μακό: maco (βαμβακερό ύφασμα)
μανικιούρ: manicure μανόν: manon (για τα νύχια)
μαντάμ: madame
μα(ντ)μουαζέλ: mademoiselle
μαρόν γκλασέ: marron glacé. μασάζ: massage μασέζ: masseuse
μασέρ: masseur (καμία σχέση με «ma soeur»)
μασίφ: massif
μασπιέ(ς): marchepied
μενού / μενύ: menu μεσιέ: monsieur
μετρ ντ'οτέλ: maître d'hôtel
μιζανπλί: mise-en-plis μιλφέιγ ή μιλ-φέιγ: mille-feuilles
μιξάζ[/i]: mixage μονόκλ: monocle
μοντάζ: montage μοντέρ: monteur (κινηματογράφος - ηχοληψία)
μοτέρ: moteur
μπακαρά: baccarat (παιχνίδι με χαρτιά)
μπακαρά: baccarat (κρύσταλο πολυτελείας)
μπαλαντέζα: baladeuse (ηλεκτρολογία)
μπαλαντέρ: baladeur (τζόκερ)
μπαμπά: baba (comme au rhum)
μπαράζ: barrage μπας κλας: basse classe
μπατόν-σαλέ: bâton salé (αχρ. κριτσίνι αλμυρό, κλπ)
μπεν μαρί: bain-marie (για μάγισσες / μαγείρισσες, απ'την αρχαία Αίγυπτο)
μπεν μιξτ: bain mixte (αχρ. παραλία για άντρες ΚΑΙ γυναίκες)
μπερέ: béret
μπετόν αρμέ: béton armé
μπιγκουντί: bigoudis
μπιζού: bijou
μπιζουτιέρα: bijoutière
μπισκότο: biscotte / biscuit μπιφτέκι: bifteck (γαλλ.) beefstake (αγγλ.) μπλαζέ: blasé
μπλε: bleu
μπλε μαρέν: bleu marine
μποέμ: bohème (λίγοι μείναμε[/i]: σαν τους μάγκες, μάς πάτησε το τρένο)
μπομπονιέρα: bonbonnière
μπον φιλέ: bon filet
μποξ: boxe
μποξέρ: boxeur
μπορντό: bordeaux (το χρώμα / το κρασί)
μπουάτ: boîte (de nuit)
μπουζί: bougie (κανονικά = κερί)
μποϋκοτάζ: boycottage μπούρδα: bourde
μπουρζουά(ς): bourgeois. μπουρζουαζία: bourgeoisie. μπουφάν: bouffant
μπουφέ: buffet μπρελόκ: breloque
μπρικόλα: bricole (μόνο στο μπιλιάρδο)

νατ(ο)υραλιζέ: naturalisé (όπως πολλοί ξένοι ποδοσφαιριστές, κλπ.)
νατύρ (μορτ): nature (morte)
νεγκλιζέ: négligé
νεσεσέρ: nécessaire (σαν το βαλιτσάκι)
νουβέλ βαγκ: nouvelle vague ντεγκραντέ: dégradé (χρωματισμός μαλλιών)
ντεζαμπιγιέ: déshabillé (ελαφριά προκλητική ρόμπα)
ντεκαπάζ: décapage (αποχρωματισμός μαλλιών για αλλαγή χρώματος)
ντεκλαρέ: déclaré (χύμα και τσουβαλάτα)
ντεκολτέ (αβυσσαλέο/λυσσαλέο): décolleté
ντεκόρ: décor
ντεκορατέρ: décorateur
ντεκορατρίς: décoratrice
ντεκουπάζ: découpage (χωρισμός σεναρίου πριν το μοντάζ)
ντεμί: demi (όχι η μπίρα-ποτήρι, που λένε στη Γαλλία)
ντεμί/πανσιόν/σεζόν: demi/demie pension/saison
ντεμοντέ: démodé (εκτός μόδας)
ντε πιες: deux pièces (όπως πχ μπικίνι)
ντεμπραγιάζ ή αμπραγιάζ: débrayage. ντεφιλέ: défilé (στη μόδα) ντίζα: duse (καλώδιο του συμπλέκτη)
ντιζέζ: diseuse ντιζέρ: diseur (σχεδόν συνώνυμο του κονφερανσιέ)
ντουί: douille
ντουμπλ φας: double face (το μέσα-έξω)
ντους: douche

οβάλ: ovale
ογκρατέν: au gratin
οντισιόν: audition
οπερατέρ: opérateur
οτ κουαφίρ: haute coiffure
οτ κουτίρ: haute couture
οψιόν: option (για χρηματιστήριο, ποδόσφαιρο, κλπ.)

παλτό: paletot
παντα(ν)τιφ: pendentif
πα-ντε-ντε: pas-de-deux (στο μπαλέτο)
παντεσπάνι: pain d'Espagne
παντόφλα: pantoufle
παντοφλέ: γαλλοπρεπές παράγωγο της παντόφλας (στη γαλλική αργκό, pantouflé είναι ο δημόσιος υπάλληλος που περνάει στον ιδιωτικό τομέα
παραβάν: paravent
παρκέ: parquet
παρμπρίζ: pare-brise
παρτενέρ: partenaire
παρτέρι: parterre
παρτούζα: partous(e) (ή αλλιώς[/i]: πάρτυ με ούζα)
παρφαί: parfait (γλύκισμα ή/και παγωτό) παρφαιταμούρ: parfait amour (σε αχρηστία[/i]: παλιό λικέρ, σαν το «κουρασάο»)
πασέ: passé
πασπαρτού: passe-partout (γενικό αντικλείδι)
πατέ: pâté
πατινάζ: patinage
πατρόν: patron (μόνο για κοπτορραπτούδες)
πελούζα: peluse (χλοοτάπητας, ξανά!)
πεντικιούρ: pédicure περμανάντ: permanente πετάλι ή πεντάλι: pédale (όχι η αδερφή).
πικέ(ς): piqué (μόνο στο μπιλιάρδο) πιστόλι: pistole(t)
πιστόνι: piston
πλασέ: placé (σε ιπποδρομίες)
πλασέ: placée
πλασιέ: placier
πλατό: plateau (στο σινεμά) πλαφόν: plafond (οικονομικός όρος, καμιά σχέση με ταβάνι) πλερέζα: pleureuse (αρχικά = μοιρολογίστρα)
πλιάν: pliant (αχρ. πτυσσόμενο έπιπλο, καρέκλα, κλπ)
πλισέ: plissé
πορτατίφ: portatif
πορτμπαγκάζ: porte-bagages. πορτ-μαντό: portemanteau
ποσέ: poché (όπως τ'αυγά)
ποτ πουρί: pot pourri
πουά: pois (σε σχέδιο) πουλέν: poulain
πουρμπουάρ: pourboire
πρεμιέρα: première
πρενς ντε γκαλ: «Prince de Galles» (το ύφασμα)
πρεστίζ: prestige
πριβέ: privé
προφίλ, τρουά-καρ, αν-φας: profil, trois-quarts, en face (πόζες σε φωτογραφίες) προφιτερόλ: profiterole
πτι-φουρ: «petit four»

ρεβάνς: revanche
ρεζερβέ: réservé
ρελάνς: relance (στα χαρτιά, πόκερ, κλπ.)
ρελαντί: ralenti
ρεβεγιόν: réveillon
ρεμούλκα: remorque
ρεπετισιόν: répétition (επανάληψη)
ρεπορτάζ: reportage ρεζερβουάρ: réservoir ρεπό: repos (άκλιτο, πληθ. τα ρεπά)
ρεσεψιόν/ρεσεψιονίστ: réception/réceptionniste
ρετιρέ: retiré
ρετούς (-σάρισμα): retouche
ριγέ: rayé (ίσως απ'το ιταλικό «riga», με γαλλοπρεπή προφορά)
ροζ: rose (couleur)
ροζέ (κρασί): rosé
ρομπ ντε σαμπρ: robe de chambre
ρουά ματ: roi mat
ρουλεμάν: roulement
ρουζ: rouge (à lèvres)

σαβουάρ βιβρ: savoir vivre
σαλατιέρα: saladier
σαλέ: chalet (αχρ. εξοχική, συνήθως ξύλινη, κατοικία)
σαλέ: salée[/i]: αλμυρή > τσουχτερή (όπως μια «λυπητερή»)
σαμποτάζ: sabotage σαμπρέλα: chambre à air
σανβουάρ: sans voir (συνώνυμο[/i]: αβλεπί)
σαντιγί: (crème) Chantilly
σασμάν: changement
σατομπριάν: chateaubriand (κακοφτιαγμένο > «σκατομπριάν», με χορταρικά > «σατομπριάμ») σεζ-λονγκ: chaise-longue σεζόν: saison
σένιος: signé
σελοφάν: cellophane
σεπαρέ: séparé
σεμέν: chemin (κέντημα)
σεμέν ντε φερ: chemin de fer (παιχνίδι με χαρτιά)
σεσουάρ: séchoir
σερβί: servi (στο πόκερ)
σερί: série
σερπαντίνα: serpentine
σεφ: chef
σικέ: chiqué (στημένος αγώνας, κλπ.)
σικλαμέν: cyclamen (το χρώμα[/i]: αντιδάνειο από το ελληνικό κυκλάμινο)
σιλανσιέ: silencieux
σινεμά: cinéma (αντιδάνειο)
σινιέ: signé (griffe, sigle) σινιόν: chignon
σιφονιέρα: chiffonnière
σκαμπό: escabeau
σοκ: choc
σος ή σως: sauce (παντός είδους σάλτσα, όχι ο χορός)
σοσόνι: chausson
σοτέ: sauté (πχ κρέας μαγειρεμένο, όχι «πηδημένο»)
σου: chou (γλυκό, όπως λέμε[/i]: Ο Κύριος με τα σου)
σουβενίρ: souvenir
σουβέρ: sous-verre
σουμπρέτα: soubrette σουξέ: succès
σουπιέρα: soupière
σουπλά: sous-plat
σουρεάλ -(ισμός): surréel /surréalisme
σουτέρ: shooteur (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, κλπ)
σουτιέν: soutien-gorge (εμείς οι πονηροί κόψαμε το ... «στήθος»)
σουφλέ: soufflé
σοφιστικέ: sophistiqué (ελληνικό αντιδάνειο)
σπασουάρ: suspensoir
σπεσιαλιτέ: spécialité
σπιράλ: spiral (ενδομήτριο αντισυλληπτικό / εντομοκτόνο)

ταγέρ: tailleur (όχι ο ράφτης[/i]: το γυναικείο κουστουμάκι)
τακτ: tact
ταμπλ ντ'οτ (με διάφορες ορθογραφίες): table d'hôte
ταμπλό: tableau
ταμπλό βιβάν: tableau vivant
ταπί: tapis (fauché, καμία σχέση με χαλί). τατουάζ: tatouage
τεραίν ή τερέν: terrain
τετ-α-κε: tête-à-queue
τετ-α-τετ: tête-à-tête
τιρκουάζ: turquoise
τιράζ: tirage
τιραμισού: tiramissou (όχι με τη γαλλική προφορά[/i]: τιγαμησού
τουρνικέ(ς): tourniquet (μόνο στο μπιλιάρδο) τουρνουά: tournoi
τρακ: trac
τρακτέρ: tracteur (όχι η ρεμούλκα)
τρικαντό: tricanton (αχρ. στρατιωτικό/ναυτικό τρίκωχο)
τρουά-καρ: trois-quarts (3/4)
τρυκ ή τρικ: truc

φαβορί: favori (σε παιχνίδια, αγώνες, κλπ.) φαβορίτα: favori
φαμ φατάλ: femme fatale φανταιζί: fantaisie φαρσέρ: farceur
φασαμέν: face-à-main (σε αχρηστία[/i]: ματογυάλια με χειρολαβή)
φασόν: façon (για παλιές κοπτορραπτούδες, κατ'οίκον)
φέιγ-βολάν: feuille(s) volante(s)
φερμουάρ: fermoir
φερ φορζέ: fer forgé
φιλέ: filet = για φάγωμα (αν είναι κρέας), για πήδημα/άλμα (αν είναι άθλημα)
φιλμ νουάρ: film noir φίνα: fine (στο μπιλιάρδο)
φιναλίστ: finaliste
φις: fiche (ηλεκτρολογία)
φλαμπέ: flambé
φλος: flush (στο πόκερ)
φλος ρουαγιάλ: flush royal (στο πόκερ)
φλου: flou (όπως ο «Μπάμπης ο Φλου»)
φλου αρτιστίκ: flou artistique (φωτογραφία, κινηματογραφία, κλπ.)
φοντάν: fondant
φοντύ: fondu(e)
φο-μπιζού: faux bijou (όχιφο-βυζού...)
φραπέ(ς): frappé (παγωμένος, όχι μόνο ο καφές)
φουαγέ: foyer
φουαγκρά: foie gras
φρένο: frein φρουί γ(κ)λασέ: fruit glacé
φρουί ζελέ: fruit gelé
φρουτιέρα: fruitière

Σ.ς.: Tous les textes de Dino Garoux sont déposés sous la mention légale P2E7197©Copyright-France.com et toute reproduction partielle ou intégrale sans son accord est strictement interdite.

Ολόκληρο το λήμμα προσφέρεται για παράδειγμα.
Κάθε προσθήκη ευπρόσδεκτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε σε κλασικές κυριούλες αλλά ούτε και σε τσατσάδες ντέλων.

Μαντάμ αποκαλείται χαϊδευτικά από την υποκουλτούρα των ρέιβερ η μεθυλενεδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το κύριο συστατικό του ναρκωτικού ecstasy.

- Την τελευταία φορά που έγραψα για την «μαντάμ», το mdma, μου διαμαρτυρήθηκες οτι η περιγραφή μου γύρω από το πως την ακούς με την ουσία ήταν ξερή και ελλειπής...
(εδώ)

- Οχι ρε αδερφε τι να κλάσει η μορφινη μπροστα στη «Μανταμ»;;; Το κυριο συστατικο του ecstasy ειναι και αμα το βρεις ατοφιο και καθαρο κανεις κατι trip-ακια τρομερα!!!!
(εδώ)

(από Vrastaman, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Very très bien.

Ανύπαρκτος συνδυασμός του αγγλικού very με την γαλλική έκφραση très bien (πολύ καλά).

Υπερβολή και σαχλαμάρα του τύπου έξτρα πρίμα γκουντ, καταπληκτιquement, κλπ.

Σημαίνει «λίαν καλώς» ένα πράμα.

Άμα θες να δείξεις ότι τό' χεις το γαλλικό, πετάς από δίπλα κι ένα «μον αμί» (φίλε μου) ή «μον αμούρ» (αγάπη) και γίνεται «βέρυ τρε μπιέν μον αμί / μον αμούρ».

- Επιτέλους, τα κατάφερα με τους γονείς. Τώρα μπορούμε να ξενυχτίσουμε όσο θέλουμε!
- Βέρυ τρε μπιέν!!! Φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified