Further tags

Ο τύπος άνδρα που ψάχνει θέση για παρκάρισμα (συνήθως πρωινές ώρες) και του παίρνουν τις θέσεις μόνο γυναίκες με smart και c1. Οπότε αρχίζει τα χριστοκάντηλα.

Γενικότερα μισεί τις γυναίκες οδηγούς καθώς θεωρεί ότι τους λείπει το DNA της οδήγησης.

Ψάχνοντας μιά θεσούλα και ενώ έχει αργήσει στο γραφείο, βγαίνει από στενό c1 με γκομενάκι με τσίτα Rihanna, και στο χέρι κινητό και στο άλλο freddo.
- Καλά μωρή μπαζοκλανιά, γιατί δεν κάθεσαι στο σπίτι σου να τηγανίσεις κανέναν κεφτέ όπως έκανε η γιαγιά σου, αντί να έρχεσαι και να πιάνεις την θέση ΜΟΥ;
- Μα....
- Τι μα και ξεμά μωρή άσχετη που θες και τιμόνι ενώ δεν έχεις έξτρα χέρια να το πιάνεις;
- Μα, πάω στη δουλειά μου.
- Η δουλειά σου είναι στην κουζίνα και στο μπάνιο του σπιτιού. Άσε το τιμόνι για τους άνδρες.
- Θεέ μου, σε τι μισοδηγύνη έπεσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο αμφίβολου γούστου και ελαφρώς σεξιστικό, εκ του μιλκομπούκαλο, δηλαδή του μπουκαλιού γάλακτος Milko, και του μιλφ, αρκτικολέξου του Mother I'd Like to Fuck, που λέγεται για πολύ όμορφη, σέξι και τρε κρεβατάμπλ γυναίκα, η οποία είτε έχει παιδί, είτε είναι σε ηλικία όπου την βλέπουμε και ως μητέρα (30-35 χρονών και μέχρι να γίνει τζιλφ).

Πρόκειται για λεξιπλασία νέας κοπής από αμφιβόλου χούμορ ανέκδοτα, που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες: Στον καυλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους, πρόκειται για μιλφού μπουκαλομούνα, με τρε κομιλφό σωματότυπο παρόμοιο με μπουκάλι κοακόλας, δηλαδή μεγάλα βυζιά, στένεμα στη μέση και πάλι πλούσια περιφέρεια, μια αμβλυμένη κλεψυδρομούνα με άλλα λόγια.

Σε λιγότερο καυλούς κόσμους μπορεί να πρόκειται για μιλφίδιο μίλκο, δηλαδή για κοντό μιλφέιγ με ύψος ένα κι ένα milko. Δεν μας χάλασε (καθόλου). Οι δυο ερμηνείες άλλωστε δεν αλληλοαποκλείονται.

Γενικά η παρομοίωση με γαλακτοκομικά προϊόντα είναι αναμενόμενη για μια μιλφομάνα που δύναται να κεράσει και μιλφ σέηκ. Εξάλλου αυτά τα ό,τι να 'ναι β΄ συστατικά λέξεων πολλές φορές δεν προσφέρουν τίποτα το συγκεκριμένο πέρα από το να επιμηκύνουν την λέξη καθιστώντας την πιο ο,τινανιστικώς εμφατική (βλ. παρατήρηση Βίκαρ για καραγκιοζοπαίκτη).

  1. Το ανέκδοτο:
    Ειναι μια παρεα 4-5 σ'ενα μπαρ και ψαχνουν για γκομενακια ρε παιδι μου. Γυρνανε απο δω, γυρνανε απο κει, τιποτα. Ξαφνικα σηκωνεται ενας και λεει «κουλ, αφηστε το πανω μου». Βγαζει απο την τσεπη του ενα μπουκαλι κακαο, πινει δυο γουλιες και ξαφνικα εμφανιζονται 2 βυζαρουδες 40αρες με ψιλοτακουνα, καθονται στα γονατα τους, τριβονται, μπλαμπλα, φικιφικι.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ ξερωγω, παλι τα ιδια. Ξηρασια. Σηκωνεται παλι ο τυπος, «το χω», βγαζει το μπουκαλι με το κακαο, πινει δυο γουλιες, σκανε μυτη 3 τυπισσες στα 35 τους, μινι φουστιτσα, ταγερακι, κυριλε αλλα σεξυ, καριεριστριες σκυλες σεξουλιαρες, τους πλησιαζουν, λενε δυο κουβεντες και καρφι στην τουαλετα για κινκι στιγμες.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ, πανε σ'ενα μπαρακι, τιποτα απο γυναικες. Κλασσικα σηκωνεται ο αλλος, βγαζει το κακαο, πινει και απο το πουθενα μια παρεα απο 40αρες τους πλησιαζει, τους χαϊδευει και τους παιρνει παραπερα να τους μαθει τα μυστικα του ερωτα. Αφου ανακτησουν τις δυναμεις τους, γυρναει ο ενας στον αλλο:
    -Ρε, τι πινει ο αλλος και ερχονται ολα αυτα;
    -Δεν ειδες;
    - Μιλφομπουκαλο.

2. Και ιδού γιατί ειμαι Μιλφομπούκαλο. Έτσι ειναι η ζωη μου!

  1. Λάνα, το... μιλφομπούκαλο.
    Το μισάωρο που περάσαμε στο δωμάτιο ήρθε απλά να επιβεβαιώσει ότι είναι ανάμεσα στο κορυφαία μιλφ που κυκλοφορούν εδώ και πολύ καιρό. Η γυναίκα βάζει κάτω πολλά νεανικά μουνάκια που που νομίζουν ότι θα κάνουν να χύσεις μόνο με την ομορφιά τους. [...] Αν μάλιστα κρίνω από τα βογγητά και τον τρόπο που πίεζε το κεφάλι μου πρέπει να απόλαυσε το γλυφομούνι που της πρόσφερα (δεν θα το έκανα αν δεν ήμουν ο πρώτος πελάτης της βάρδιας) και για «ευχαριστώ» ήρθε από πάνω μου, ήρθε στο πλάι, στήθηκε στα τέσσερα μέχρι να έρθει το τέλος σ' ένα ιεραποστολικό μόνο για... άθεους. Oσοι πιστοί προσέλθετε... (Από το μπουρντέλα ντοτ κομ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο στο νυφοπάζαρο και το μπάζο: τόπος κοινωνικής συνάντησης, όπου γίνονται γνωριμίες ανάμεσα σε ανύπαντρους άντρες και κακάσχημες γυναίκες, με σκοπό τον γάμο. Γνωστό σκέτα κι ως μπαζάρ.

Κλόπυ ράιτ: Λεξιλόγια, εδώ.

- Διάβασα στο Φραπέ ότι παίζει τρελό νυφοπάζαρο στο Καβούρι. Πήγα, αλλά τι να δω; Την Αφροξυλάνθη το κλανόμπαζο, την Ευθανασία το λιγδοτάγαρο κι ένα τσούρμο buffalo gurlz. Ξάφνου μου την έπεσε μια βολική αρκούδα με pretty bra. Φώναξα πίσω γορίλα, ούτε με ξένο πούτσο!

- Ίου, συναγωνιστή, κανονικό νυφομπάζαρο!

- Να μασάς σκατά και να φτύνεις, γιατρέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published

Η πούστρα που φοράει Ζάρα και λέει μεγάλες σοφίες με ξεφωνημένο υφάκι.

Το ροζάκι μπλουζάκι πρέπει να το συνδυάσεις με φιστικό παντελόνι, τάδε έφη ζαραπούστρα!

(από σφυρίζων, 28/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαίος Έλληνας στρατηγός του 5ου αιώνα π.Χ. που έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση σε μεγαλύτερες και ωριμότερες γυναίκες. Απαντάται και ως Milfιάδης.

- Χτύπησα τρελό γκομενάκι χτες βράδυ! Τριανταπέντε και βάλε, χωρισμένη με παιδί, αλλά τούμπανο! Έχω πάθει πλάκα!
- Μα ποιος είσαι ρε φίλε, ο Μιλφιάδης;!

Ο Μιλφιάδης Βαρβιτσιώτης φουχτώνει τα γινωμένα θέλγητρα της Χριστίνας Παππά  (από σφυρίζων, 24/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος παρομοιάζει τον τρόπο μετακίνησης των καγκουρώ (με συνεχή πηδήματα) με τον τρόπο δράσης μιας γκόμενας. Ειδικότερα η ερμηνεία της έκφρασης είναι πολλαπλή και εδώ παρουσιάζονται οι τρεις πιο γνωστές:

1ον
Η γκόμενα παρουσιάζει μια παθολογική κατάσταση κατά την οποία αρνείται κατηγορηματικά να περπατήσει ή να τρέξει και προτιμά να χοροπηδά από τον ένα προορισμό στον άλλο.

2ον Η γκόμενα έχει το χαρακτηριστικό, κατά την διάρκεια του σεξ να θέλει να βρίσκεται συνεχώς από πάνω και επιπλέον δεν σταματά να χοροπηδά πάνω στο πέος του αρσενικού ωσάν καγκουρώ.

3ον Είναι η γκόμενα που έχει την τάση να πηδιέται με όποιον και όσους βρει, καθώς απολαμβάνει την πράξη αυτή καθαυτή όσο και τα καγκουρώ. Με την ερμηνεία αυτή η λέξη βρίσκεται συνώνυμη των πεογλείφτρα, χυσαποθήκη, πουτσορουφήχτρα και άλλων γλαφυρών εκφράσεων.

1
-Είδα μια γκόμενα σήμερα που δεν σταματούσε να πηδάει από το ένα σημείο στο άλλο.
-Πρέπει να ήταν καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι.

2 -Έχω βρει ένα καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι και ο πούτσος μου έχει γίνει μωβ.
-Δεν φτάνει που γαμάς, παραπονιέσαι κιόλας, κλαψομούνη.

3 -Καλά, η Μαρία κάνει το καλύτερο σεξ.
-Ισχύει.
-Πού το ξέρεις εσύ μωρή μουχρίτσα;
-Όλοι το ξέρουν, αφού είναι καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι (ακολουθούν οι γνωστές κλωτσοπατινάδες που συνεπάγονται τέτοιες προσβολές στην κοπέλα κάποιου).

Καγκουροπηδηχτιάρικο έτοιμο να χοροπηδήσει σε άλλο προορισμό. (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνύσταξες είναι κατά βάσιν μια περιπαικτική απάντηση σε κάποιον νυσταγμένο.

Μπορεί να είναι εντελώς αθώο όταν απευθύνεται από άντρα σε άντρα, μια ακόμα κρυάδα απ' αυτές που λένε τα κολλητήρια μεταξύ τους.

Από γυναίκα σε γυναίκα δεν έχει παρατηρηθεί.

Από άντρα σε γυναίκα όμως η ερμηνεία του θέλει προσοχή γιατί τα πράγματα περιπλέκονται λίγο λόγω του πρώτου συνθετικού μουνί και του δευτέρου «έσταξες» που παραπέμπει ευθέως στην ερωτική διέγερση.

Έχει διαπιστωθεί ότι πολλές φορές ο χρήστης της λέξης δεν χιουμορίζει απλά και άδολα αλλά έχει κακό στο νου του. Προσπαθεί να διώξει τον Μορφέα που του γυροφέρνει τη γκόμενα και υποσυνείδητα να της βάλει ιδέες για σεξουαλικές πράξεις.

Πολυετείς έρευνες στο πανεπιστήμιο του Μασατσούτσες απέδειξαν ότι αυτό το κόλπο δεν πιάνει ποτέ.

  1. - Μάγκες δε τη παλεύω άλλο, θα κοιμηθώ πάνω μου. - Τι έπαθες κοκόνα μου, μουνύσταξες κιόλας μετά από ένα γερμανικό;

  2. - Μπάμπη δε λέω, γαμάτη η βιντεοκασσέτα που έφερες με τη ζωή και το έργο του Νίκου Αλέφαντου αλλά εγώ θα την πέσω. - Μουνύσταξες ε; οκ να κ εγώ το κλείνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί πιστά την ανάπτυξη και τη μορφή τού αντίστοιχου φρασιδίου-λαϊκής ρήσης «το μουνί σέρνει καράβι» και αφορά φυσικά την gay κοινότητα.

- Μα τί τού βρήκε τού ατάλαντου ο Φ....;
- Μην τα λέμε πάλι, η ψωλή σέρνει Καβάφη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπανεύκολο πρωτοχρονιάτικο λολοπαίγνιο ως μια επιπλέον τροπή στα βασιλόπιτα, βασιλόπιτας, μπορεί να δηλώσει κάτι από τα παρακάτω: α) Τη φαντασίωση κάθε άντρα για στοματικό σεξ από σέξι αγιοβασιλίτσα, β) αυτό που συμβαίνει σε κάθε λογής τσιμπουκάδικα κατά την εορταστική περίοδο γύρω από την Πρωτοχρονιά όπου αυξάνει ο τζίρος, γ) σενάριο σε κίνκι Χ-mas porn, δ) παρτόλα, τ. όπου πίπες και χαρά η Βασίλω πρώτη, ε) τα αναγγελόμενα νέα μέτρα για μετά την Πρωτοχρονιά ενός νέου έτους, αυτά που πληρώνουμε κοντά στην Πρωτοχρονιά, όπως λ.χ. τέλη κυκλοφορίας και στ) γενικώς όλα αυτά που περιμένουμε καλώς να μας μπουν μαζί με το νέο χρόνο, ζ) ένας τρόπος με kitch value για να ονομάσεις την βασιλόπιτα, όταν είσαι εκνευρισμένος που σε κουβαλάνε σε μια βαρετή εκδήλωση, η) οποιαδήποτε πίπα σου τύχει Πρωτοχρονιά ανήμερα. Συχνά, όμως, θ) είναι απλό ορθογραφικό λάθος τ. πεοτείνω ή φροϋδικό σλιπάκι, καθώς στον γραπτό λόγο, ιδίως τον χειρόγραφο, αυτοί που γράφουν κατά την παλαιά ορθογραφία με δύο ταυ την βασιλόπιττα, είναι σαν να την γράφουν βασιλόπιπα (δες και δες).

  1. Βασιλόπιπα, ποστ κοινωνικής κριτικής από τον μπλόγκερ Old Boy.

  2. ΒΑΣΙΛΟΠΙΠΑ ή ΒΑΣΙΛΟΓΛΕΙΨΙΜΟ ;;;; !(AKOYΩ ΓΝΩΜΕΣ)! (Από το Φέισμπουκ).

  3. Στο χωριο του πατερα μου ειχαμε μια Βασίλω που επαιρνε απιστευτα τσιμπουκια. Η διασημη βασιλοπιπα. (Από το Τουίτερ)

(από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published