Το κασέρι μπορεί να σημαίνει:

  1. Τα μετρητά χρήματα εκ του αγγλικού cash, βλέπε τον άλλο ορισμό και κασερόπιττα.

  2. Το χασίς.

  3. Την ουρδική ουσία που σχηματίζεται στον πέοντα λόγω απλυσιάς και η οποία μοιάζει με τυρί, είτε κασέρι είτε φέτα, είτε κεφαλοτύρι.

  4. Παραπλησίως λέμε χύνω κασέρια όταν φεύγουν τα χοντράδια, δηλαδή όταν υπάρχει εκσπερμάτιση μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά και γενικότερα όταν χύνεται μεγάλη ποσότητα σπέρματος, ή και μεταφορικά για πολλαπλούς οργασμούς.

Η λέξη είναι τουρκική.

  1. Υπερήλικας Σλάνγκος από αυτούς που αποτελούν την πλειοψηφία του σάιτ:
    Καλά μιλάμε κάναμε σεξ χτες με την Λυσισλάνγκη μετά από χρόνια, και μιλάμε έχυνα Έμενταλ! Φίλος: Έμενταλ; Μιλάς με γρίφους, γέροντα.
    Σ.: Τώρα δεν είμαι και σίγουρος... Έμενταλ ήταν; Γραβιέρα, ροκφόρ; Γιατί έχω και μια ασθένεια που λέγεται κασέρι.

  2. Ό,τι κασέρι έχει το τρώει σε κασέρι.

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το ξαφνικό χεσίδι, που σε πιάνει απροειδοποίητα και δεν ξέρεις τι να κάνεις, ιδρώνοντας ταυτόχρονα.

Ετυμολογία: σύντμηση τη λέξης χέσιμο. Αρσενικού γένους, χωρίς το πρόθεμα χε-, σκέτο -σίμος.

Πςςς φίλε, ο Σίμος μου χτυπάει την πόρτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά Παπαζέκα, ζόχα είναι η δυσάρεστη οσμή που επέρχεται από τα βρασμένα λάχανα, τα ζόχια.

Ρε μαλάκα, τι βρωμάει έτσι;
– Είναι τα λάχανα που βράζει η μάνα μου στην κουζίνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλο και κερδίζει έδαφος τούτο το σκατολογοπαίγνιο (σκατολογικό λογοπαίγνιο, δεν αναφέρομαι στην ποιότητά του) για την «Σέχτα Επαναστατών», τη νεόκοπη αυτή ομάδα «αντάρτικου πόλης» ή «τρομοκρατική οργάνωση» ή, σύμφωνα με τα γραφόμενά της, «ευρύτερης συνιστώσας που συναντιούνται όλες οι αντάρτικες αποκλίνουσες τάσεις που δεν συμμορφώνονται με τη τεχνική της πολιτικής αντιπαράθεσης, ούτε με τα κλασσικά ορθόδοξα επαναστατικά δόγματα».

Το λογοπαίγνιο με viral τρόπο (κυρίως γραπτό λόγο στο διαδίκτυο) προέκυψε μετά το τελευταίο χτύπημα μάλλον ως εξής

σέχτα > σ(χ)έστα [ή (σ)χέστα] κι άστα > [i]χέστα
[/i]
Το λογοπαίγνιο υιοθετούν κυρίως όσοι αναρχικοί και αριστεροί δε συμφωνούν με τη δράση της και έχει την πλέον ευρεία διάδοση σε sites που κατά την ίδια την οργάνωση θα χαρακτηρίζονταν ως απεύθυνσης «Λ.μ.Α.Τ.» (λούμπεν μικροααστική τάξη - προτείνω το μικρό «μ» για να δηλώνει το «μικροαστική» και να διακρίνεται από το «Μ» = μεγαλοαστική« τάξη) όπως το tvxs.gr. Αλλά αν και η προέλευση του όρου σίγουρα πρέπει να εντοπιστεί στην πλευρά της εξ αριστερών κριτικής, την χρησιμοποιούν πλέον και εθνικο-δεξιοί (είναι το επίπεδο λογοπαιγνίων που «πιάνουν»).

Τη γράφω δε με κεφαλαία τη ΧΕΣΤΑ διότι, στο κλίμα τρομοκρατίας που καλλιεργούν ευρύτατοι κύκλοι αμόρφωτων-με-αυτοπεποίθηση συμπολιτών μας, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι ίσως κάπου κάπως να είναι αρκτικόλεξο, γεγονός που εξηγεί και την κλίση «η σέχτα, της σέχτα» κ.λπ. αυτής της από χρόνια εξελληνισμένης λέξης.

Οι Χεστα γαζωσαν τον Αλτερ...εδω που τα λεμε δεν ηταν δελτιο ειδησεων αυτο ... (από εδώ)

Είναι οι ίδιοι, αυτοί που κρύβονται πίσω από τις Χέστες Επαναστατών και από τους Κλανοπορδικούς Αγώνες (από εδώ)

Από την ακραία πτέρυγα του ΕΛΑ τα μέλη της Σέχτα (από εδώ)

Και όπλο της ΣΕΧΤΑ στην επίθεση κατά του αστυνομικού (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά όλοι γνωρίζουν τον νόστιμο καλοκαιρινό μεζέ από αμπελόφυλλα που συνοδεύει ούζα χωρίς πάρτι αλλά με πάγο.

Μεταφορικά όμως είναι τα φουσκωτά πρησμένα δάχτυλα ποδιών με έντονο πεντικιούρ νταρντανοβύζας και κωλόχοντρης, η οποία νομίζει πως όλοι οι άνθρωποι ζυγίζονται σε γεφυροπλάστιγγα και ντύνεται με εφαρμοστά ρούχα.

Φοράει αντισέξυ κολλητά και το καλοκαίρι κυκλοφορεί με ροζοσομονοκοραλλοκόκκινομπορντό πέδιλα, ένα νούμερο μικρότερο από το πόδι της. Με αποτέλεσμα τα καημένα τα δάχτυλά της να ασφυκτιούν και να πρήζονται ακόμα περισσότερο, θυμίζοντας λόγω σχήματος τα σαρμαδάκια.

Τι τα 'θελε τα πέδιλα η (αφρα)Τούλα; Δεν βλέπει που έχει δάχτυλα σαν σαρμαδάκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά από την μασχάλη. Εννοείται ο άνθρωπος που μυρίζει μασχαλίλα απο χιλιόμετρα, ο άνθρωπος που μάλωσε με το σαπούνι.

Πωπώ μπόχα. Μη τον πλησιάζεις αυτόν, σκέτος Πασχάλης είναι.

Ο Χήνος Πασχάλης (από poniroskylo, 14/06/09)Ένας άλλος Πασχάλης (από poniroskylo, 14/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευμεγέθης κουράδα, δυσκόλως αποδεσμευόμενη εκ του παχέος εντέρου και δι' αυτόν η έκλυσή της προκαλεί δάκρυα ανακούφισης, όπως τα οφθαλμικά κολλύρια.

Είχα να χέσω 3 μέρες κι έβγαλα ένα κωλύριο άλλο πράγμα...

Προφ λογοπαίγνιο με τις λέξεις «κώλος» και «κολλύριο». Βλ. και γεννητούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως αναφέρεται εδώ, οι πρωτεΐνες αποτελούν το απαραίτητο δομικό υλικό που «χτίζει» ιστούς (μύες, νύχια μαλλιά), που αναπληρώνει τις φθορές τους, καθώς και πολλά άλλα.

Όπως φαίνεται από εδώ, το κρέας είναι μια από τις πηγές παροχής πρωτεΐνης στον ανθρώπινο οργανισμό.

Αποδεκτοί τύποι πηγών άντλησης ζωικής πρωτεΐνης, αναφέρονται εδώ (ψαχνό γαλοπούλας, κοτόπουλου, μοσχαριού ή χοιρινού).

Όλα καλά και άγια τα παραπάνω. Μόνο που ω... της ανατροπής, αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.

Αναφερόμαστε μεν σε ζωικούς οργανισμούς, αλλά όχι σε τέτοιους που θα μπορούσαμε να συμπεριλαμβάναμε στη διατροφή μας, για τις συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες της ζωής μας.

Εδώ μιλάμε για ζωικούς οργανισμούς, που βρίσκονται στην τροφή μας από λόγους απροσεξίας (δικής μας, ή όποιου ετοίμασε το γεύμα) και από λόγους εθελοντικής παρουσίας τους στο γεύμα μας. Οι ζωικοί αυτοί οργανισμοί, μπορεί να είναι σε ζώσα μορφή. Μπορεί και όχι.

Για να μην το κουράζουμε: ναι ναι ναι. Μιλάμε για διάφορα έντομα και για άλλους οργανισμούς (καμικάζι, κλπ), που μπορεί να βρεθούν στην τροφή μας.

Γιατί εκφέρουμε τον όρο;

Για να διακωμωδήσουμε τη δημιουργηθείσα κατάσταση, αμβλύνοντας έτσι, την αίσθηση της σιχαμάρας, προσθέτοντας μια δόση χιούμορ μεταξύ των συνδαιτυμόνων, που είναι παρόντες στη φάση. Επίσης, εκφέροντας τον όρο, συμβάλλουμε στην ελαχιστοποίηση της αντίληψης της σιχαμάρας προς άλλους που, μη έχοντας οπτική αντίληψη του συμβάντος, δεν έχουν πιάσει τι έχει συμβεί.

Μεγάλη βδομάδα. Κάποιος τρώει μαζί με κάποιον σε υπαίθριο εστιατόριο. Κάποιο καμικάζι έχει αυτοκτονήσει στη σαλάτα του. Αηδιάζει. Τότε, ο άλλος του λέει:
- Ελα ρε... Πώς κάνεις έτσι; Δε λες που θα φας και πρωτεΐνη, στο τζάμπα; Α... ξέχασα... είναι μεγάλη βδομάδα και δεν κάνει να φας κρέας, ε;... χα χα χα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύστερα από το λήμμα σύσκεψη της συντρόφισσας ironick, σλανγκίζεται για να σημάνει:

  1. Ρίχνω χέσιμο. Θα διευκρίνιζα: Λεπτή και επιμήκη κουράδα.

Επίσης, θα προσέθετα:

  1. Ρίχνω πούτσο.

Ορισμένοι στοχασμοί στην αγάπη σας για να εξηγηθώ:

Ο οβολός παράγεται από την συγγενική αρχαία λέξη οβελός. Ο οβελός είναι η σιδερένια και επιμήκης ράβδος στην οποία περνιούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο. Δηλαδή ένα μεγάλο σουβλάκι. Εξ ου και ο ήρωας Οβελίξ, που είχε αδυναμία στους οβελούς. Οβολός ήταν αρχαίο νόμισμα, που ισοδυναμούσε με το 1/6 της αττικής δραχμής. Λεγόταν έτσι γιατί ήταν πράγματι οβελός, μεταλλική ράβδος. Ήταν ένα εξαιρετικά δύσχρηστο μαζοχιστικό νόμισμα για τους Αθηναίους. Και ήταν το 1/6 της δραχμής γιατί ακριβώς 6 οβολοί μπορούσαν να αδραχτούν από μία ανθρώπινη παλάμη.

Τελειώνει η κρεψινιά (με την καλή έννοια) και αρχίζει η σλανγκ. Η έκφραση «ρίχνω τον οβολό μου» σημαίνει κάνω την ελάχιστη καλή προσπάθεια που μπορώ να κάνω. Επειδή ο οβολός ήταν πολύ μικρό νόμισμα, σαν να λέμε «πενταροδεκάρα», ήταν το νόμισμα που πρόσφεραν ως φιλανθρωπία οι πρωκτικάντζες σφιχτοκώληδεςή οι φτωχομπινεδιάρηδες. Πλην όταν πρέπει να ενισχυθεί μια προσπάθεια πάση θυσία, λέμε «να ρίξει ο καθένας τον οβολό του», εννοώντας «να βάλουμε ο καθένας από ένα λιθαράκι». Στην χριστιανική κουλτούρα σημαίνει να βοηθήσουμε «από το υστέρημά μας».

Πλην ο οβολός/οβελός είναι πουτσόσχημος ως επιμήκης ράβδος κι έτσι η φράση μπορεί να σλανγκιστεί εύκολα για να δηλώσει το γαμήσι του ελέους, ήτοι ψυχικό, ήτοι εξυπηρέτηση, αγγλιστί mercy fuck. Ρίχνουμε δηλαδή τον οβολό, όχι για εμάς, αλλά για τη φουκαριάρα τη μάνα μας... Εξίσου σλανγκίσιμη είναι η πάγια φιλανθρωπική έκφραση «ρίξατε τον οβολό σας εντός του κυτίου». Γενικά, το «ρίχνω τον οβολό μου» σημαίνει μάλλον ένα φιλανθρωπικό γαμήσι, ή ένα ταπεινόφρον γαμήσι, που το κάνω ως ελάχιστη φιλότιμη προσπάθεια για να συμβάλω στην ικανοποίηση του ρητού γαμάτε γιατί χανόμαστε. Achtung, όμως, Σλάνγκοι. Η αρχική σημασία του οβολού είναι ο οβελός, οπότε η φράση μπορεί να παραπέμπει σε φαινόμενα, όπως το σουβλάκι.

Τέλος, η φράση παραπέμπει και στην ρίψη επιμήκους κουράδας στην λεκάνη του καμπινέ, ιδίως σε ορισμένες μορφές ευκοιλιότητας, πάλι με την ίδια ταπεινοφροσύνη για το επίτευγμά μας... Γενικά, για κουράδες που θυμίζουν γλυπτά της Εύας Χέσε.

Trivia: Συναφώς, ως «δραχμή» μπορεί να σλανγκιστεί το πολυφραπέ έξι «οβολών» από ταλαντούχο ανασεισίφαλλο. Όχι τίποτα άλλο, σκοπός του σάιτ είναι να διατηρούνται και εκφράσεις που τείνουν προς εξαφάνιση, όπως η δραχμή.

Μένιος: Πώς πήγε ρε Άρη με την Αφροξυλάνθη;
Άρης: Πώς να πάει; Απλώς έριξα τον οβολό μου για την επίλυση του δημογραφικού.
Μ.: Τι; Την γκάστρωσες κιόλας;
Ά.: Μπα, απλώς λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα...

Γλυπτό της Εύας Χέσσε, γλύπτρια όνομα και πράγμα! Ρίχνει τους οβολούς της για την προώθηση της μοντέρνας τέχνης.  (από Hank, 06/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από ομοφυλόφιλους άνδρες, προκειμένου να προσεγγίσουν άγνωστους, με πρόστυχο αλλά συνάμα συγκαλυμμένο τρόπο.

«Γεια σου. Σε κοιτάζω εδώ και πολύ ώρα. Θέλεις να πάμε στην τουαλέτα να σου παίξω μια μαλακία με τον κώλο μου;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified