Further tags

Στον στρατό, κοροϊδευτικά τα αρχικά της Πολεμικής Αεροπορίας, παραφρασμένα σε Ποτέ Αγγαρεία.

-Πού έκανες τη θητεία σου;
-Ημουν στην Πολεμική Αεροπορία. -Βύσμα! Ποτέ Αγγαρεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό, η μονάδα που είναι πολύ «εύκολη», δεν έχει πολλές αγγαρείες, έχει καλή διοίκηση, και γενικά περνάνε καλά όλοι οι φαντάροι.

Πολύ τυχερός ο Γιώργος, υπηρετεί με απόσπαση σε μια μικρή μονάδα που έχει μόνο μια σκοπιά και το φαγητό τους το φέρνουν απο άλλο στρατόπεδο. Και ο διοικητής τους έχει όλους μία-μία. Εντελώς χυμείο δηλαδή!

Εκ του χύμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται στον στρατό και συγκεκριμένα στα τεθωρακισμένα όταν σε βάζουν αγγαρεία στον όρχο αρμάτων.

Διοικητής Ίλης: Παπαδόπουλε και Δημητριάδη. Όρχο αρμάτων και γρηγορα.
Φαντάρος: Πω πω ρε σειρούλες, χοσέ αρμάντο που φάγατε πρωινιάτικα.

Got a better definition? Add it!

Published

Διάσημο Γαλλικό θέατρο του 20ού αιώνα (1897-1962), γνωστό για τις τρομακτικές, γεμάτες εκπλήξεις και «thriller» παραστάσεις του.

Σήμερα χρησιμοποιείται μεταφορικά για ακραίες και αναπάντεχες καταστάσεις, γεμάτες αγωνία.

- Μαλάκα τι έγινε χθες στο ματς;
- Γάμησέ τα αδερφέ, Γκραν Γκινιόλ εντελώς! Από 2-0 στο 82' μας το γύρισαν στο 2-3 στις καθυστερήσεις, φάγαμε τρελό πακέτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την παλιά διαφήμιση απορρυπαντικού πιάτων «στη Βιλαρίμπα ακόμα τρίβουνε» (τα ταψιά).

Έχει γίνει συνώνυμο της αγγαρείας στα μαγειρεία.

- Γεωργίου και Δημητρίου, απόψε θα πάτε στη Βιλαρίμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική χροιά στη λέξη φίδι που υποδηλώνει τον στρατιώτη, συνήθως παλιό, που δεν τον χώνουν, και είναι πάντα αραχτός και όταν οι νέοι πήζουν αυτός λίαζεται έξω όπως τα φίδια το καλοκαίρι.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρέχει καταρρακτωδώς και εσύ περπατάς ακάθεκτος. Στο τέλος έχεις βραχεί τόσο πολύ που - εν μέσω σύγχυσης - δεν βρίσκεις άλλη λέξη να περιγράψει την υπερβολή.

Προέρχεται από τον συγκερασμό των λέξεων λούτσα και μούσκεμα.

Σκατοβροχή! Έγινα λούσκεμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Πάμε να φύγουμε, να την κάνουμε, κ.ο.κ.

- Ωωχ σκάσανε και τα ξενέρια...
- Άντε πουλόπουλος ..

Got a better definition? Add it!

Published

Εισχώρηση του πέους στο λαρύγγι της γκόμενας (ή του γκόμενου για τις απανταχού λουγκρητίες). Συνώνυμο της βαθυλαρυγγωτής πίπας.

Σε αντίθεση με την πίπα, όταν λέω κάνω λαρυγγοσκόπηση εννοώ ότι έχω τον ενεργητικό ρόλο (δηλαδή μου τον ρουφάνε).

Άσε φίλε, η Στέλλα τρελό μωρό... Της έκανα και μια λαρυγγοσκόπηση προχτές, τα είδα όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεύομαι ενώ χασμουριέμαι με συνέπεια να μαγκώνει η κάτω σιαγώνα (του καρχαρία) και να παθαίνω λουμπάγκο σε ένα τόσο ευαίσθητο σημείο. Οποιοσδήποτε παρευρισκόμενος δεν μπορεί να σας βοηθήσει γιατί γελάει με την ψυχή του, οπότε εύχεσαι από μέσα σου να πάθει το ίδιο και εκείνος.

Ο Κώστας χασμουρεύτηκε και άρχισε να φωνάζει από τον πόνο ενώ ο Βρασίδας ανήμπορος να βοηθήσει τον κοίταγε και είχε πέσει κάτω από τα γέλια.... Με το που συνήλθε του τα έχωσε και του ευχήθηκε να βήχει ένα μήνα όπως επίσης και να φτερνισθεί με ανοιχτά μάτια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified