Further tags

Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.

Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.

- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που ακούστηκε στην ελληνική ταινία «Δε Κόπανοι» από τον Γιώργο Κωνσταντίνου προς τον (εκλιπόντα) Κώστα Παληό και δηλώνει ότι ο προς ον απευθυνόμαστε δεν αξίζει φράγκο, είναι ένα αρχίδι και μισό. Λογοπαίγνιο με το «Δούκας», τον οποίο υποδυόταν ο δεύτερος στο εν λόγω έργο. Ο διάλογος ήταν περίπου όπως αναφέρεται στο παράδειγμα.

- Ποιος είναι ο Δούκας, ρε;
- Αυτός εκεί που παίζει χαρτιά.
- Τι Δούκας ρε μαλάκες; Αρχιδούκας είναι αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταπαιρνίδου (Δις ή Κα): Δεσποινίς ή Κυρία που «τα παίρνει» αδρά για την εκχώρηση οποιασδήποτε «υπηρεσίας» (συνοδείας, παρέας, σχέσης, συμβίωσης, γάμου) προς τον άνδρα. Ο άνδρας αυτός προκειμένου να απολαύσει οποιαδήποτε από αυτές τις υπηρεσίες αναγκάζεται να «τα δώσει» και ως εκ τούτου ονομάζεται «Ταχωνίδης».

Η Δις/Κα Ταπαιρνίδου μπορεί να εμφανιστεί και μόνη ψάχνοντας χορηγό, ενώ ως ζεύγος απαντάται μόνο με τον Κο Ταχωνίδη (ενίοτε το σκέλος Ταχωνίδης είναι κρυφό αν το επίσημο σκέλος του ζεύγους, είναι βλαξ).

-Πήγαμε χθες στο Μέγαρο. Ήταν και η Κυρία Ταπαιρνίδου…
-Η Έρση; Με τον Λέων;
-Ναι ρε, κι ο Ταχωνίδης εκεί, μην λείψει από καμιά φωτογραφία…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταχωνίδης (Κος): Κύριος, γενναιόδωρος πληρώνων αδρώς σε χρήμα ή/και σε είδος την παρουσία μιας Δεσποινίδος ή Κυρίας δίπλα του σαν συνοδεία, παρέα, σχέση, συμβίωση ή σύζυγο. Η Δεσποινίς ή Κυρία ονομάζεται εξ ορισμού Ταπαιρνίδου.

Ο Ταχωνίδης μπορεί να εμφανιστεί και μόνος ψάχνοντας να χορηγήσει ενώ ως ζεύγος απαντάται μόνο με την Ταπαιρνίδου (ενίοτε το σκέλος Ταπαιρνίδου είναι κρυφό αν το επίσημο σκέλος είναι άσχημο, χοντρό και απαίσιο).

-Ρε, μαλάκα Ταχωνίδη, θα σου τα φάει όλα ρε μαλάκα.
-Τι να κάνω ρε συ, αφού με γουστάρει η γκόμενα.
-Τι σε γουστάρει η Ταπαιρνίδου, ρε ζώον! Το πορτοφόλι σου γουστάρει πούναι χοντρό σαν την κοιλιά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένο απο το δίδυμο Τσακνής και Μαχαιρίτσας, υποδηλώνει μια ειρωνική διάθεση για το ελληνικό ροκ που παίζουν μουσικοί μεγάλοι σε ηλικία που άκμασαν πολλά χρόνια πριν.

- Τι έγινε με την φοιτήτρια που γνώρισες στην πορεία για την διάσωση του ροζ μπαμπουίνου του Θιβέτ ;
- Άσ' τα, έχουμε γυρίσει όλες τις εντεχνοπουρόκ συναυλίες, έχω πήξει στους Γιαχνή και Μαγειρίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας με λεπτούς τρόπους, ελαφρώς αδερφίζων, αλλά ταυτόχρονα επιθυμητός από τα γκομενάκια (τέτοια μυαλά που έχουν!!!). Από το βαφτιστικό «Λευτέρης».

- Δεν σου είπα, αγαπητέ μου... Η Ευσταθία είναι καψούρα μαζί μου!
- Σιγά το νέο, ρε νούμερο! Όλο με κάτι Λεπτέρηδες τη βρίσκει αυτή η πατόζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίμονο και ρουφητχό τσιμπούκωμα, από κορίτσι που ξέρει από καλό λάδι. Ο όρος αποτελεί μετάπλαση του γνωστού «μπιμπερό», με επίδραση του «πίπα».

Όταν τα πέταξε χαλάστηκα λιγάκι, αλλά όταν άρχισε το πιπερό, τα είδα όλα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση δηλωτική της αγανάκτησης ή εκνευρισμού για την άρνηση κάποιου άλλου ατόμου να ικανοποιήσει ένα αίτημα. Προέκυψε από παραφθορά της γνωστής έκφρασης οχιά διμούτσουνη να σε φάει! και χρησιμοποιείται σε υψηλότερο βαθμό αγανάκτησης και κυρίως προς θηλυκό συνομιλητή!

Ο τύπος προς την γκόμενα που έχει περίοδο:
- Θέλεις να βγούμε έξω για κανα ποτάκι;
- Όχι, δεν έχω διάθεση.
- Θέλεις να πούμε τα παιδιά και να πάμε όλοι μαζί βόλτα;
- Όχι.
- Θέλεις να μείνουμε μέσα και... σεξξξ;
- Όχι, όχι, όχι, είμαι αδιάθετη.
- Οχιά διτσούτσουνη, γαμώ το φελέκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συμπαθέστατη και δυστυχώς υπό εξαφάνιση μεσογειακή φώκια Monachus Monachus έδωσε το όνομά της σε έναν χαριτωμενίστικο τρόπο να πεις ότι κάποιος είναι μόνος του και χωρίς ερωτικό ταίρι, ήτοι μπουκάλα, μπακούρι, μοναχικός καβαλάρης κ.τ.ό.
Η επανάληψη στο μονάχους μονάχους λαμβάνεται μάλιστα ως μεγεθυντικό.

Συνώνυμο: Κώστας Μοναχός.

Καλύτερα μονάχους μονάχους παρά να παίρνεις τα Λεξοτανίλ με τις κούτες για να αντέξεις τα καψώνια που σου κάνει το μωρουλίνι σου...

(από Khan, 16/04/10)(από Khan, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπουρδέλο τρίτης γενιάς. Η πρώτη ήταν το κλασικό μπουρδέλο (Φυλής κιέτσ'), η δεύτερη το «στούντιο» (όχι για ηχογράφηση), και η τρίτη το και καλά «σπα» (< Spa), όπου υποτίθεται ότι πας για μασάζ, αλλά ρίχνεις και κανα μπούτσο άμα σκάσεις κάτι παραπάνω!.

- Αντώνη, εδώ πιο πάνω είναι ένα σπα πρώτης τάξεως! Περιποίηση έξτρα, μόνο 1674 Ευρώ! Δίνει και κωλαράκι άμα γουλάρεις.
- Καλά, τόσο σάπιος είμαι ρε καραγκιόζο, να πά' να τα σκάσω για να ρίξω μια ξερόπουτσα; Δεν παίζω μια βαρβάτη παχιά καλύτερα, να κρατήσω και τα φράγκουλα, να φανταστώ και ό,τι γκόμενα μ' αρέσει;

Έτοιμος, αγόραρε; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified