Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο τερματοφύλακας που ξέρει να διώχνει τα γκολ.
Χρειαζόμαστε γάτο στην ομάδα όχι γατάκι!
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο τερματοφύλακας που ξέρει να διώχνει τα γκολ.
Χρειαζόμαστε γάτο στην ομάδα όχι γατάκι!
Got a better definition? Add it!
Λάθος με cult value όπως αρεοπλάνο, Oυραγουάη κλπ. (Δες).
Πραγματοποίησε απέκρουση ο τερματοφύλαξ!
Got a better definition? Add it!
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι το παιχνίδι που έχει μέχρι δύο γκολ. Εκ του αγγλικού under = κάτω.
Φίλε αντεράκι το ματς, είναι βέβαιο. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Το "Εμμανουέλα" σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε μια γυναίκα ψωλού σε βαθμό εκπόρνευσης. Όμως ο γνήσιος σλανγκιάρης* γυμνοσάλιαγκας της ασφάλτου το χρησιμοποιεί για να πειράξει ή να μειώσει αρσενικά είτε για κάποια αντιαρσενική τους ενέργεια είτε εντελώς αυθαίρετα για τον ανδρισμό τους.
Συνώνυμα/σπέκια: πουστάρα, πουσταρά, πουστράτζα, (κωλ)αδερφή, πούστη νέε, ξεκωλιάρη, γαμιόλη, ψωλορουφήχτρα, πιπαδόρε κτλπ.
Το "Εμμανουέλα" βέβαια είναι πιο ιδιαίτερο και χρησιμοποιείται κυρίως από μερακλήδες αστειάτορες μέσης ηλικίας με φωνή για ντάτσουν. Απαντάται συνήθως σε εξέδρες ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, κυρίως από Β' εθνική και κάτω. Είναι εξάλλου μια λέξη που απαιτεί κοινό και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες της.
Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τη σειρά ταινιών σοφτ πορνό "Emmanuelle" με την αψεγάδιαστη Ολλανδή και-παρθένα-και-πουτάνα Σίβλια Κριστέλ (28 Σεπτ. 1952 – 17 Oκτ. 2012)
*Το σλανγκιστής είναι πολύ ιντελεκτουέλ για τα συμφραζομενα
Σε αγώνα μπάσκετ β΄εθνικής από την εξέδρα:
-Ρε μαλάκα Σορώκο! Βγάλε τον έξω τον Υφαντή να πουμε! Τι κοιτάς μωρή Εμμανουέλα! Άντε και γαμήσου μωρή σημαδούρα!
Got a better definition? Add it!
Σφαλιάρα, χαστούκι, μπάτσα.
- Ρε σεις τι θα γίνει πάλι μ'αυτό το παλτό που σέρνεται?
- Χθεσινοβραδυνός είναι πάλι ρε...
- 'Αμα τον πετύχω έξω κάνα βράδυ θα τον αρχίσω στα κιουστράπια να στρώσει, ξερωγώ.
Θεσσαλονικιώτικη έκφραση χρησιμοποιούμενη απο τους οπαδούς του ΠΑΟΚ κατά κύριο λόγο και αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης καταστάσεων όταν πονάνε τα μυαλά μας.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς ο χορταρέας, δηλαδή κατά τον προσφυή ορισμό του Γεωργίου Ζάκκου, "η περίπτωση ανδρός ο οποίος καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες χόρτου, ήτοι χασίς, μπάφου, μαύρου, νταφού".
Στο Ιντερνέτι το βρίσκω και σε μία περίπτωση που φαίνεται να συνδέεται με το έτερο γρασίδι, ήτοι το γκαζόν του ποδοσφαιρικού γηπέδου, οπότε φαίνεται να σημαίνει τον πωρωμένο - καμένο με το ποδόσφαιρο ή τον ποδοσφαιριστή. Είναι εξάλλου και παρωνύμιο παράγοντα ποδοσφαιρικής ομάδας όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τον γούγλη.
ΤΟΝ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ΧΛΟΟΤΑΠΗΤΑ ΤΗΣ, ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΟΡΤΑΡΑΚΗΔΕΣ (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Χώρα, πόλη, γειτονιά ή ... πρόσωπο που γεννά θεούς και ημίθεους τση μπάλας.
Εκ του ποδοσφαίρου και του γαμοσλανγκοτέτοιου -μάνα.
1.
Πέρα από προσφυγική περιοχή, η Νέα Αλικαρνασός είναι και… ποδοσφαιρομάνα και δεκάδες παίκτες φόρεσαν τη φανέλα του Ηροδότου πριν κάνουν καριέρα σε μεγαλύτερες κατηγορίες.
2.
Κρήτη λεβεντογέννα... ποδοσφαιρομάνα!
3.
Nικήτρια πόλη του ΜΟΥΝΤΙΑΛ της Βραζιλίας; Η Εσμεράλδας του Ισημερινού! Ακούγεται απίστευτο, αλλά η μικρή επαρχία στις βορειοδυτικές ακτές, με τους περίπου 500.000 κατοίκους, μπορεί να αποτελεί μόλις το 3% του πληθυσμού της χώρας, ωστόσο, πρόκειται για μια πραγματική ποδοσφαιρομάνα, αφού 10 από τους 23 διεθνείς ποδοσφαιριστές της Εθνικής ομάδας του Εκουαδόρ που είναι στη Βραζιλία, είναι γεννημένοι εκεί!
4.
Σουλάρα η ..ποδοσφαιρομάνα! Οίκοι ανοχής και γραφεία κηδειών… χορηγοί ομάδων! Η οικονομική δυσπραγία οδηγεί τις μικρές ομάδες σε χορηγικές ακρότητες προκειμένου να εξασφαλήσουν τα «προς το ζην». Η ομάδα του Βουκεφάλα, που αγωνίζεται στο τοπικό πρωτάθλημα της Λάρισας, προχώρησε σε μία ασυνήθιστη χορηγική συμφωνία, καθώς θα απεικονίζεται στη φανέλα της ομάδας ο οίκος… εποχής (ανοχής) ονόματι «Σούλα»! Μάλιστα, στα εγκαίνια που έγιναν εκτός από 3.000 φίλους της ομώνυμης ομάδας, παρούσα ήταν και η Τζούλια Αλεξανδράτου!
Got a better definition? Add it!
Στο ηπειρώτικο ιδίωμα είναι το ιμιτασιόν αντικείμενο, το ψεύτικο, η μαϊμού, ενώ πάσλας μπορεί να έχει και γενικότερη σημασία ως ο άσχετος. Ενδιαφέροντα κττμγ τα λολοπαίγνια με την ονομασία Π.Α.Σ. (Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος) - Γιάννινα.
Πάσα Δ.Π.: craftsman
Got a better definition? Add it!
Παλαιότερα αποτελούσε μειωτικό χαρακτηρισμό των οπαδών και μελών της ομάδας του Παναθηναϊκού στη λογική ότι η ομάδα εκπροσωπούσε τα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα της Αθήνας, και δη των Βορείων Προαστίων, με λίγα λόγια τους φλώρους της υπόθεσης, σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο Ολυμπιακό, που αντιπροσώπευε το λιμάνι, την εργατιά και την προσφυγιά (λέμε τώρα) ή τις προσφυγικές ομάδες της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ.
Ως προς την ετυμολογία του τζιτζιφιόγκου βρήκα εδώ την ενδιαφέρουσα (πλην όχι σίγουρη) άποψη ότι πρόκειται για νόθο σύνθετο από το τουρκικό τζιτζί (< cici = ωραίος, χαριτωμένος) και το φιόγκος.
Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!