Ολόκληρο: Ομάρ Ταρίφ. Ο ταρίφας, ο ταξιτζής. Εκ του Ομάρ Σαρίφ, αλλά για την κίτρινη φυλή.
- Πάτα κόρνα! Θα σου χωθεί ο Ομάρ, δεν βλέπεις;
Ολόκληρο: Ομάρ Ταρίφ. Ο ταρίφας, ο ταξιτζής. Εκ του Ομάρ Σαρίφ, αλλά για την κίτρινη φυλή.
- Πάτα κόρνα! Θα σου χωθεί ο Ομάρ, δεν βλέπεις;
Got a better definition? Add it!
Ο ειδικός υπόγειος εκσκαφέας που χρησιμοποιείται στη διάνοιξη μιας σήραγγας του Μετρό. Παράφραση του τυφλοπόντικας = ζώο που σκαλίζει υπογείως για να κινηθεί.
Μεταφορικά: το μεγάλο μέσο που χρειάζεται να επιστρατευθεί στην περίπτωση που μια γυναίκα είναι πολύ σφιχτή ή μεγαλοπαρθένα.
- Τα έμαθες; Επιτέλους η Λένα πηδήχτηκε!
- Ποιος ήταν ο τυχερός;
- Δεν ξέρω, αλλά ο τύπος θα χρειάστηκε μετροπόντικα για να τα καταφέρει!
- Μπα, κάτι τέτοιες μην τις φοβάσαι, τα έχουν κανονίσει όλα μόνες τους!
Got a better definition? Add it!
Το πανούργο και ηθικά επαίσχυντο άτομο που, κατά την αναζήτηση ταξιού, πάει και στέκεται δέκα μέτρα πιο πάνω από σένα στο δρόμο, ώστε να σταματήσει πρώτος το ταξί.
Ο ......., που συνελήφθη σήμερα για τη ληστεία, είναι σεσημασμένος ταξιδύτης.
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Ο ταξιτζής. Από την «ταρίφα», το κόμιστρο δηλαδή της «κούρσας». Συχνά αναφέρεται και ως Κίτρινη Φυλή (από το κίτρινο χρώμα των ταξί στην Αθήνα), ταριφόπουλος και ταρίφογλου.
Καθώς οδηγούσα στην Αλεξάνδρας πετάγεται ο ταρίφας από το στενό χωρίς καν να κοιτάξει. Του 'χωσα δυο φάσκελα και κάτι μπινελίκια και ηρέμησα.
Αύριο έχουν απεργία οι ταρίφες, άδειοι θα είναι οι δρόμοι.
Δες και τάρι-τάρι/ τάρι, τάριφμαν, Ομάρ Ταρίφ, ο, ταρίφα-ταρίφα, κιτρινιάρης, κίτρινη φυλή
Got a better definition? Add it!