Further tags

Μηχάνημα ή / και άνθρωπος που εξειδικεύεται στο να μπήγει παλούκια υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

Το μέγεθος των παλουκιών είναι αδιάφορο. Επίσης η τοποθεσία στην οποία μπήγονται δεν είναι προσδιορισμένη.

Συζήτηση μεταξύ φίλων στο ελεύθερο κάμπινγκ.

- Κοίτα ο δικός σου πώς αγωνίζεται μες την βροχή να στήσει την σκηνή. Tρομερός παλουκομπήχτης.
- Χαχα ναι το χρυσό μου.
- Καλά θα περάσετε άμα την στήσει...
- Χαχαχα είπαμε παλουκομπήχτης!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάπως πιο κυριολεκτικά σημαίνει γαμώ με έμφαση στην ενέργεια της τοποθέτησης του τσουτσουνιού εντός της δεχομένης οπής.

  2. Πιο σλανγκικώς σημαίνει μια γενική συμπεριφορά η οποία χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο φάσμα διαφορετικών στοιχείων, όπως αυθάδεια, προπέτεια, επιδειξιομανία, επιθετικότητα, αυτοπεποίθηση υπερβολική ως προς την αξία του τσουτσουνίζοντος υποκειμένου, ασοβαρότητα και τα συναφή. Βασικά, σαν να πρόκειται για κάποιον εφηβικής ή νεαρής ηλικίας, ο οποίος θέλει να επιδείξει το τσουτσούνι του, ή και να το χρησιμοποιήσει, κάνοντας διάφορα πεσίματα με άκομψο τρόπο. Ο όρος, δηλαδή, μάλλον παραπέμπει σε επίδειξη και επίθεση η οποία είναι δυσανάλογα άκομψη σχετικά με την μικρή αξία του νεαρού ή νεαρόφρονος τσουτσουνιστή. Επίσης, σε γενικότερα φαινόμενα νεανικής ανησυχίας, ακράτειας και πεσίματος για γαμήσι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) σε αντίθεση με την υποτίθεται υστερότερη σοβαρότητα και εγκράτεια του ώριμου άντρα. Συναφώς, μπορεί να σημαίνει ότι λέω βλακείες και πράγματα στερούμενα σοβαρότητας, κλαπαρχιδιές.

  1. - Πώς πήγε με το Μαιράκι στην Πάρο; Τον βαφτίσατε τον Αλβανό;
    - Άσε, πάνω που ήμουν έτοιμος να την τσουτσουνίσω, μου είπε ότι είχε περίοδο. Ε, την άλλη μέρα φλέρταρα με κάτι τουρίστριες και στράβωσε η φάση.
    - Καλός καλημεράκιας είσαι και του λόγου σου...

  2. - Τι τσουτσουνίζει μωρέ το τσουτσέκι; Ποιος νομίζει ότι είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν μιλάμε για την εταιρεία Μικρομαλάκιον και τα παράθυρά της, αλλά για το πεουλίνι που είναι μικρό και μαλακό και ωσεκτουτού δεν κάνει καλά την δουλειά του. Νταξ, σεφερλιά, αλλά λέγεται.

Πάσα: Νακοβία.

- Είναι κρίμα να τραβά τέτοιο κορμί ο Microsoft, πρέπει να έρθει από μας η κοπέλα, να δει λίγη χαρά στα σκέλια της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ μαλακό πέος που δεν επιτυγχάνει καλή στύση.

Τι να κλάσει μωρ΄ ο πουρέιτζερ με το ζελέ;

H απαραίτητη μουσική υπόκρουση (από allivegp, 27/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καυλί είναι το πραγματικό. Επίσης, υπάρχει και το ερώτημα «καύλα ή κάβλα». Και τα δύο υπάρχουν, αλλά εννοούν άλλο πράγμα. «Καύλα» λέμε όταν κάποιος έχει την ανάγκη για σεξ. Αν και χρησιμοποιείται και για όταν έχουμε άλλες ανάγκες (π.χ. «τώρα σου 'ρθε η καύλα για βόλτα;»). «Κάβλα» είναι η πλήρης στύση στο πέος του άντρα. Για το τέλος υπάρχει και το «καυλωμένος ή καβλωμένος». Η απάντηση είναι ξεκάθαρη σύμφωνα με όσα είπα πριν.

- Κοίτα το καυλί μου πώς κάβλωσε. Γλείψ' το.
- Πω ρε... τώρα σου 'ρθε η καύλα για παιχνίδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοψίζοντας προκειμένου να μη λείπει αυτό καθαυτό το λήμμα απ’ τη συλλογή.

Α. Το πέος, κι όλα τα σχετικά αυτού, με συναφέστερο όλων την ψωλή (βλ και σχ. του HODJAS).

Εξού και τα:

  1. «Τραβάω μια ξερή», που σημαίνει ό,τι και το «τραβάω μαλακία» κι όλα τα συναφή, (αναφορά, και εδώ).

  2. «Έμεινε/τον άφησε με την ξερή στο χέρι», που σημαίνει πως πήγαινε για γαμήσι, αλλά κάτι πήγε στραβά (μπορεί να έφαγε χυλόπιτα αλλά όχι απαραίτητα) κι ο στόχος δεν επετεύχθη (μπορεί και στο παραπέντε). Και φυσικά, με πιο ευρεία έννοια, σημαίνει τη μεγάλη απροσδόκητη απογοήτευση / ξενέρα για ο,τιδήποτε.

Ακριβώς όμοιο με τα έμεινε με την ψωλή στο χέρι, έμεινε με τον πούτσο/ το πουλί /καυλί στο χέρι. Πολύ κοντά το: «Έμεινε / τον άφησε στα κρύα του λουτρού».

Β. Το γνωστότατο χαρτοπαίγνιο. Αναφορές γίνονται στα: ξερός σχ. panos1962, δεν κόβει ούτε με βαλέ, καμάντσο, χαρτωσιά, το δέκα το καλό σχ. acg, πατινή βλ. σχ.

Α.1. Βρε δενν πα να τραβήξεις μια ξερή να ξεθολώσεις λέω ‘γω, μπας και συγκεντρωθείς να τελειώσουμε καμιά δουλειά; Άντε, γιατί η αγαμία σ’ έχει χτυπήσει στο κεφάλι μου φαίνεται.

Α.2. «Κι εκεί που θα βάζαμε υπογραφές και το ‘χα για τελειωμένο, γκρεμίζεται το γαμημένο το χρηματιστήριο και ‘μείναν όλοι άνευροι κι εγώ με την ξερή στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δὲν ἀποτελεῖ ἔκφρασι, ἀλλὰ τὸν πρῶτο στίχο ἀπὸ βωμολοχικὸ ποιηματάκι τῶν παιδικῶν μου χρόνων, λεγόμενο σὲ καταστάσεις βρις-οφ.

*Assist: kondr από ΔΠ*

Κάτω στὸ γυαλὸ στὴ Μέκκα
Μαραγκὸς ψωλὲς πελέκα.
Πάει κι ἡ κυρὰ Μαργιὼ
Καὶ τοῦ παραγγέλνει δυό.
Νἄχουν μύτη μπακιρένια
Κι ἀπὸ κάτ' ἀπὸ τὰ γένια
Δυὸ ἀρχίδια κρεατένια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κοψοψώληδων:

  1. Τα τελειωμένα τραβέλια που έχουν αποβάλει χειρουργικά και το τελευταίο υπόλειμμα του ανδρισμού τους.

  2. Οι έχοντες περιτετμημένο πέοντα. Στην ψωρογιώργαινα η πρακτική περιορίζεται σε εβραίους και μουσουλμάνους, ή σε άτομα που υπέφεραν από φίμωση. Στις χώρες τις Σουηδικής Αραβίας είθισται τα ευσεβή κορίτσια να είναι επίσης κοψομούνες. Η περιτομή για μη θρησκευτικούς λόγους συνηθίζεται σε χώρες όπως τις ΗΠΑ, τις Φιλιππίνες και την Ν. Κόρεα.

  1. - ΜΩΡΗ ΤΡΑΒΕΣΤΙ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΠΡΩΤΑ ΤΙ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΟΠΙΣΘΟΚΙΝΗΤΗ «ΕΡΙΝΥΑ» ΤΟΥ ΜΑΓΑΡΙΣΜΕΝΟΥ ΠΡΩΚΤΟΥ ΣΟΥ, ΜΕΤΑΝΙΩΜΕΝΟΣ ΚΟΨΟΨΩΛΗΣ, ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΘΑΜΩΝΑΣ, ΑΕΡΟΓΑΜΗΣ ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΟΣ, ΑΡΙΣΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ ΨΑΛΤΗΣ, ΑΝΩΝΥΜΗ ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΑ, Ή ΑΠΛΩΣ ΕΝΑΣ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ.
    (Παραλήρημα από εδώ)

  2. - Λάουρα: Ρε συ έχεις κάνα νέο από τον Πέρι; Έχασα κάθε επαφή από τότε που πήγε για ειρηνευτική αποστολή στην Δυτική Όχθη…
    - Λίλιαν: Μην ανησυχείς, έστειλε email. Κατάφερε λέει να προσεγγίσει τις αντιμαχόμενες γκέι κοινότητες και να οργανώνει ροζ διακοινωτική σύνοδο ΛΟΑΤ στην Ιερουσαλήμ! Μάντεψε πώς τα κατάφερε; - Λάουρα: Μη μου πεις...επιδεικνύοντας κάτι που τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν είχαν ξαναδεί;
    - Λίλιαν: Είσαι γάτα! Τον βλέπω με το φετινό Βραβείο Ειρήνης...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κατούρημα
  2. Τα ούρα, τα τσίσα
  3. Το πουλί ή το μουνί στην παιδικήν

Από τη γαλλική λέξη pipi.

  1. - Μαμάααααααααααααααα, πιπί μουουουουου!
    - Τώρα, έρχομαι!
    ...

  2. Πώ πω πότε πρόλαβες και τά' κανες πάνω σου και γέμισες τον κόσμο πιπί!

  3. - Μαμά, τι σημαίνει «το κάνω;»
    - Είναι όταν βάζεις το πιπί σου σε αυτό ενός κοριτσιού.
    ...

(από malakia, 02/11/11)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο σπάσιμο της παρθενιάς από έφηβο, η πρώτη φορά που πηδάει.

Δανεισμένο από την τουρκική λέξη σεφτές που χρησιμοποιείται στο εμπόριο για να δηλώσει τον πρώτο πελάτη της ημέρας, το πρώτο νταραβέρι οικονομικής χροιάς.

- Αδερφέ χτες πήγα στα κορίτσια και με έκαναν άντρα και διάλεξα την Πάολα την κωλομπιάνα

- Μπράβο ρε συ καλό τσουτσού σεφτέ έκανες…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified