Further tags

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φουμισμένη πόλη της Μακεδονίας. Απόδειξη η φωτό. Καμία άμεση σχέση με τις εκφράσεις:

  2. Δράμα δε βλέπω.

  3. Πού 'ν' η Δράμα;

  4. Έχασα τη Δράμα.

Όλες είναι λογοπαίγνιο από μεταφορά του αμερικανοεγγλέζικου «where is the drama;»

Αυτό λέγεται για να δείξουμε:

α) πως άρχισαν να μας πρήζονται από τις άσκοπες και χωρίς ενδιαφέρον παρλαπίπες που μας πετούν στη μούρη (δλδ ακόμη μια γείωση).

β) δεν παίρνουμε κάβο πού το πάει ο συνομιλητής - ομιλητής.

Μια ώρα κελαηδάει κι ακόμη Δράμα δε βλέπω.

-.......
-Καλά όλ' αυτά αλλά πού 'ν ' η Δράμα;

Καπναποθήκες στη Δράμα (από sstteffannoss, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγονται και τα γκαλοψής, γκαλοπτζής, γκαλοπτσού, γκαλοψού και γκαλοπτζού.

Ο/η δημοσκόπος. Έχω ακούσει και το «δημοσκοπεύτρια», αλλά δεν θέλω να το ξανακούσω.

Αυτός που διενεργεί τα διάφορα γκάλοπ. Το μόνο προσόν που φαίνεται να διαθέτει είναι ένα αλάνθαστο ένστικτο να μυρίζεται πότε κοιμάσαι, ντουζιάζεσαι, τρως, γαμάς και τότε να τηλεφωνεί, οπότε και εισπράττει τα ανάλογα γαμοσταυρίδια.

Από μήνυμα σε πόρτα πολυκατοικίας πριν πολλά χρόνια, τότε που φοιτητές έκαναν από πόρτα σε πόρτα την άχαρη δουλειά που έκρυβε και πιπεράτες εκπλήξεις (όχι πάντα ευχάριστες): ΔΕΝ ΔΕΧΟΜΑΣΤΕ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΑ, ΕΡΑΝΟΥΣ & ΓΚΑΛΟΠΤΣΗΔΕΣ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλοαμερικάνικο bitch.

  1. Σκύλα, κακότροπη γκόμενα, που όλα κι όλοι της φταίνε, η μουρμούρα της σπάει αρχίδια, μιλάει σα λιμενεργάτης/νταλικιέρης/συφιλιασμένο παλιοφάνταρο αλλά τη γλιτώνει μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα.

Συνήθως είναι μουνάρα αλλά αν και νομίζει ή το παίζει ότι έχει αρχίδια στην πραγματικότητα είναι αρχίδι (νταξ, ο όρος καταχρηστικώς).

Δίπλα της άντρας σωστός δεν στέκεται πάνω από καμιά εκατοστή λέξεις αλλά η ίδια είναι φλωρομουνοπαγίδα.

Τέτοια συμπεριφορά έχουν συχνά γυναίκες στην εμμηνόπαυση που κατέχουν κάποιο πόστο.

  1. Ο παθητικός πούστης.
  1. - Ποιο μπιτσόνι ακούγεται σε δυο ορόφους;
    - Η καινούργια προϊσταμένη.
    - Ο μούνος με τα Πράντα που σε γκάζωσε χθες;
    - Έρχεται κι η σειρά σου.

  2. - Τι παίζει με το καινούργιο φρούτο απέναντι;
    - Το μπιτσόνι του τραγόπαπα της ενορίας.
    - Άλα! επιτυχίες ο παπα-Μπάμπης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του σαβουρογάμη. Ο άνδρας ο οποίος συνευρίσκεται σεξουαλικά με οποιαδήποτε γυναίκα, ασχέτως αν του αρέσει ή όχι. Προέρχεται δε από την γνωστή έκφραση: «ότι κινείται εκτελείται».

Συζήτηση μεταξύ φιλενάδων...
- Μου την έπεσε ο Σταύρος. Τον ξέρεις; Είναι της προκοπής;
- Άσ'το φιλενάδα... Αυτός πάει με όποια να 'ναι... Είναι μεγάλος μπαζοκίλλερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληθυντικός: μπαρτέντες. Απ’ το αγγλικό bartender.
Ειρωνικά μειωτικό λογοπαίγνιο που αποδίδεται σε μπάρμαν για τον πούτσο.

Άμπντάλης, ζημιάρης, αφηρημένος, άλλα λες - άλλα ακούει - άλλα σερβίρει, καρμίρης στα παρελκόμενα και το κέρασμα, συνήθως γκάβακας στο σπορ, μια κι αντικαθιστά κάποιον αξιότερο. Μπορεί νά ‘χει στυλάκι Τομ Κρουζ στο «Κοκτέιλ» και να παραμελεί τους μόνιμους πελάτες για να κερνά γκομενάκια.

- Φωνάξτε ρε γαμώτο, τον μπαρτέντα, και κάνω τον τροχονόμο τόση ώρα.
- Άσ' τονα. Προσεύχεται.
- Και τι; Θα τη βγάλω με αμίτα;

Ο Σαϊντολόγος σερβίρει (από sstteffannoss, 28/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντελικατέσεν έδεσμα ή κατάστημα. Συντόμευση κατά το μπίο.

Γουστάρω, άνοιξε ένα ντέλι στη γειτονιά, τώρα δεν χρειάζεται πια να γαμιέμαι να τρέχω στου διαόλου τη λελέ για να ψωνίσω μπινελίκια!

Got a better definition? Add it!

Published

Tα γνωστά σε όλους μας iMac της Apple, σε αρχαιοελληνική εκτέλεση.

- Ρε συ!.... είδες τα καινούργια ιμάκια που έφτιαξε το μήλο ;;;;
- Ναι ρε φίλε... απίστευτα... Καλά, αυτός ο Στέφανος ο Εργασίας (Steve Jobs) πρέπει να έχει πολύ νιονιό ρε φίλε...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιστός ακόλουθος του Vankouf, ανταποκρίνεται στα κωδικοποιημένα καλέσματα χωρίς να ερωτάει πώς και τι. Ηackάρει άμεσα όποιον του υποδεικνύει χρησιμοποιώντας την γνώση που ο ίδιος του έδωσε. Ενίοτε φοράει κουκούλα (προαιρετικά).

Άγνωστος hackαρε χθες τα χαράματα την σελίδα του υπουργείου οικονομικών, το ηλεκτρονικό του ίχνος δείχνει random destinations, πιθανότατα Vankoufιστής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτώση που προκαλεί η έλλειψη ισορροπίας μεθυσμένου.

Η Ελένη είπε: Σε ευχαριστώ που με υποστήριξες χθες όταν έπεφτα. Χάμω. Χαμόβερ.

(από terry, 22/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified