Further tags

Αυτός που είναι λιώμα ύστερα από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών, ο κομμάτιας/ κομματιανός, η πίτα/ λιάρδα, αυτός που πάσχει από χαμόβερ. Η έκφραση λιώμας μάλλον αποδίδει μια πιο πάγια ιδιότητα στο υποκείμενο, δηλαδή μιλάμε για κάποιον που γενικά είναι αποδιοργανωμένη προσωπικότητα και αλκοολικός ή ναρκομανής και διαλυμένος, γενικά σε μια ρευστή κατάσταση.

  1. Οι 10 φίλοι του Facebook που δεν αντέχεις άλλο:

Ο λιώμας: Πάντα με φωτό στις οποίες απεικονίζεται να κατεβάζει σφηνάκια ως σαφή απόδειξη ότι περνά καλά («Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο…»).

  1. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΛΙΩΜΑΣ; Ο πιτσιρικας που παιρνει ένα ταλιρο φουντα με αλλους 3 φιλους του και καπνιζουν στην πλατεια σαν ηλιθιοι ή ο κυριος Μαλακας που καταθετει αποψεις περι ηθους στην κορη του και μετα, αφου δειρει τη γυναικα του πηγαινει στα μπουζουκια με τους φιλους του και τις νοικιασμενες γκομενες τους. (Εδώ).

  2. είχε κοντέψει να πέσει κάτω ο λιώμας τραγουδιστής-με το ζόρι κρατιόταν όρθιος. (Εδώ).

(από Khan, 03/02/11)Ο αρχετυπικός λιώμας του ελληνικού κινηματογράφου (από joe909, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι κομμάτια από καταχρήσεις, αλκοόλ, ναρκωτικά, σεξ, εθισμούς, από τα σκατά της ζωής, ο αποδιοργανωμένος, ο καμένος.

«Ρε Σοφία, γιατί πολλές γυναίκες τις τραβάει ο παρακμιακός ο άντρας ο κομμάτιας

Πρώτα πρώτα κάνουμε τον ορισμό του παρακμιακού του άντρα του κομμάτια. Είναι ο άντρας ο μαλλιάς (αν και είναι λίγο εκτός μόδας το μαλλί – μπορεί και να το κοψε τώρα- ποτέ όμως δεν έχει αφάνα ή μαλλί μπλε – αυτή είναι άλλη κατηγορία), ο χασικλής, ο νταής, ο ιππότης. Λύκειο πήγε ΣΚΥΠ, Σιβιτανίδειο, Πολυκλαδικό Πειραιά κλπ (μπορεί και στο 1ο Λύκειο Μοσχάτου αλλά χλωμό το κόβω). Φόραγε και βέρμαχτ – τον θυμάστε γιατί είχε μια μυρωδιά μαύρου γύρω τριγύρω. Αν ακόμα δε το πιάσατε πάρτε σκηνικό κινηματογραφικό: Μαλλί μαύρο μακρύ να κρύβει το μισό πρόσωπο – σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα – ένα δάκρυ κυλά καθώς ο ήλιος δύει και η Harley ξεκουράζεται στο back ground.

(σ.ς.: Αν θέλετε να μάθετε και γιατί τραβάει τις γυναίκες, δείτε εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτώση που προκαλεί η έλλειψη ισορροπίας μεθυσμένου.

Η Ελένη είπε: Σε ευχαριστώ που με υποστήριξες χθες όταν έπεφτα. Χάμω. Χαμόβερ.

(από terry, 22/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προσφιλές άθλημα, οι αθλητές του οποίου επιδίδονται στην ταυτόχρονη κατανάλωση μπάφων και ξιδιών, με δυσάρεστα συνήθως αποτελέσματα.

Κυριολεκτικά: μπάφοι με ξίδια.

- Πω πω δικέ μου, έχω κλάσει πάνω μου. Με έχει πιάσει κρύος ιδρώτας..!
- Εμ, αφού είσαι φλώρος. Τι το 'θελες το μπι εμ εξ;
- Μπεργκ. Πάω να αμολήσω μια ρουκέτα...

(από skabyjr, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πρεζάκιας που τραβάει χαρμάνα, σε κατάσταση στέρησης

  2. Τελειωμένο πρεζόνι.

Προέρχεται από την αρρώστια της πρέζας δηλαδή το σύνδρομο στέρησης και την τάση που έχουν τα ζάκια να τα υποκορίζουν όλα (και να μιλάνε γενικά και με ψιλή φωνή).

Παράγωγο: το ταλαιπωράκι της Αννίτας.

  1. Ο εξαρτημένος γενικότερα (καψούρα, νετ, τζόγος και τέτοια)
  1. - Φιλαράκι μήπως έχεις ένα πεντάευρο; Είμαι δυο μέρες αρρωστάκι!

  2. - Μην ξαναπαρκάρεις Μεταξουργείο. Είναι τίγκα στα αρρωστάκια! Σου σπάνε τζάμι για τα κέρματα που έχεις στο χειρόφρενο!

  3. - Αρρωστάκι ο Τζες με τη Μαρία!
    - Ε φυσικά, αφού τον έχει στο φτύσιμο!

(από Khan, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δερμάτινη ή υφασμάτινη θήκη για καπνό, συνήθως σε σχήμα μακρόστενου πορτοφολιού και συχνά με ειδικά τσεπάκια για την αποθήκευση συμπαρομαρτούντων (όπως χαρτάκια και φιλτράκια). Αξεσουάρ για καπνιστές στριφτών τσιγάρων ή πίπας. Λέγεται και καπνοσακούλα.

Με τη σημασία αυτή, η καπνοθήκη είναι νεολογισμός. Παλιότερα ονόμαζαν έτσι την «ταμπακιέρα», δηλαδή το κουτί, συνήθως μεταλλικό, όπου ο καπνιστής τοποθετούσε τον καπνό ή τα τσιγάρα του (παραδείγματα 1 και 2). Αυτή η σημασία σήμερα μάλλον εκλείπει, παρόλο που ταμπακιέρες θα δεις ακόμη να κουβαλάν κάποιοι παλιοί ή τίποτα μερακλήδες παλιάς κοπής.

Δευτερεύοντα, η καπνοθήκη υπήρξε είτε ανησυχητική εμμονή του δαίμονα του τυπογραφείου, είτε εσκεμμένος, δημοσιογραφικός τουλάχιστον, όρος για την «καπναποθήκη», απ' ό,τι βλέπω περιδιαβάζοντας παλιές εφημερίδες (δείτε παράδειγμα 3) –που στην περίπτωση αυτή μάλλον συμφυρμός του καπνός και του αποθήκη είναι (καπνοθήκη), παρά σοβαρή σύνθετη λέξη.

Με τη σημασία της ταμπακιέρας πάντως την έχει καταχωρισμένη και ο Μπάμπης (βήτα έκδοση), που μάλιστα μαρτυρεί από το 1886· πράγματι είναι παλιά λέξη, βρίσκω διαφήμιση για γυάλινες καπνοθήκες (μάλλον οικιακές) στο Εμπρός της 26/11/1896, και αναφορά στις «καπνοθήκες και τα αδαμαντοκόλλητα παράσημα του Σουλτάνου» στο Σκριπ της 02/10/1895.

Η καπνοσακούλα μ' αυτήν την έννοια είναι επίσης νεολογισμός. Σε αντιδιαστολή προς την τσίγκινη ταμπακιέρα, η καπνοσακούλα, ειδική περίπτωση καπνοθήκης, σήμαινε «πουγκί, σακούλι στο οποίο μπαίνει ο καπνός», προερχόμενο καμιά φορά και απο κύστεις ζώων (δείτε εδώ) (παραδείγματα 1 και 4). Καπνοσακούλα χρησιμοποιούσε κι' ο παλιός καλός Λούκι Λουκ.

Σε αντίθεση με τις ταμπακιέρες, οι καπνοθήκες του εδώ ορισμού (παραδείγματα 5 και 6) έχουν εξελιχθεί σε τρελή μόδα την τελευταία περίπου δεκαετία –βαριά δεκαπενταετία– στην ελλάδα (αλλού πρόκειται για μάλλον σπάνιο και αξιοπερίεργο αντικείμενο), και χωρίς να είναι στην πραγματικότητα μαστ, θεωρούνται ακόμα γουστόζικες· οπωσδήποτε, μ' όλα 'φτά τα τσεπάκια μπορούν ν' αποδειχθούν αρκετά πρακτικές, χώρια που, οι καιροί χαλεποί γαρ, πολλοί το γυρνάν στο στριφτό, και η φτώχεια ως γνωστό θέλει καλοπέραση και στιλ.

Βλέπεις λοιπόν στην ελλάδα καπνοθήκες προκάτ ή χειροποίητες και μονόχρωμες ή παρδαλές, με κάθε λογής σχέδιο επάνω, καπνοθήκες για τα κοριτσάκια, καπνοθήκες για τ' αγοράκια, καπνοθήκες για τους πολλά βαρείς, για τους γκέι, για τους αναρχικούς, για τους μελαγχολικούς, για για για...

Και κάτι μου λέει ότι υπάρχουνε ήδη άτομα που θά 'χουνε καναδυό-τρεις διαφορετικές –μιά που πάει με 'κείνα τα παπούτσια, μιά που πάει με 'κείνο το φόρεμα, και μιά που πάει με όλα· μιά για το γιό, μιά για την κόρη, κι' άλλη μιά για 'μένα και τη γυναίκα (που έτσι κι' αλλιώς παρά το δίπλωμα δέν οδηγεί ποτέ)· μία όταν ξεμεταλιάζεις, μία για το ακουστικό το σχήμα, και μια σέρτικη για όταν γρατζουνάς το μπαγλαμά (που σπάνια πιά ακούς Παπάζογλου, αλλα τί σκατά νεορεμπέτες είμαστε, να μήν έχεις κι' απ' αυτό στο σπίτι;...)· και ούτω καθεξής.

  1. Καπνοθήκη είναι η κοινώς λεγόμενη ταμπακιέρα. Στα παλιότερα χρόνια ήταν απαραίτητο εξάρτημα των καπνιστών, όταν δεν υπήρχαν τσιγάρα. Οι καπνοθήκες ήταν απλές θήκες(καπνοσακούλες) από δέρμα ή ύφασμα που τις κρεμούσαν στη ζώνη ή ήταν μικρά κομψά μεταλλικά κουτάκια. Οι πλούσιοι είχαν ταμπακιέρες ασημένιες σκαλιστές. Οι καπνιστές που χρησιμοποιούσαν καπνό χύμα, το βάζανε σε ταμπακιέρες (καπνοθήκες) μαζί με τα τσιγαρόχαρτα. Τα τσιγαρόχαρτα για το στρίψιμο του τσιγάρου ήταν άφθονα, δεν υπάγονταν σε κανένα έλεγχο, πουλιόνταν ελεύθερα στα μαγαζιά και έφεραν την μάρκα του εργοστασίου κατασκευής. Το στρίψιμο το μαθαίνανε από την πρώτη μέρα που άρχιζαν το κάπνισμα. (από μεστό σχετικό κειμενάκι παλιού τριγλιανού σε φόρουμ)

  2. Εντός του βαγωνίου εις το οποίον εγκατεστάθην υπήρχον και δύο άλλοι συνταξειδιώται, είς γέρων και είς νέος τριάκοντα περίπου ετών. Εκ τούτων ο δεύτερος εξήγαγε την καπνοθήκην του περιέχουσαν ωραίον ψιλοκομμένον καπνόν λαμπρού χρώματος και προσεπάθει να κατασκευάση σιγάρον. Αλλ' ήτο προφανώς ασυνήθιστος και το σιγάρον δέν υπήκουεν εις τους δακτύλους του. Τον παρηκολούθουν μετα περιεργείας και ελαφρού μειδιάματος, ως να τω έλεγον· «άν μου έδιδες την άδειαν να κάμω τσιγάρον θάβλεπες πώς το κάμνουν οι συνηθισμένοι!» (από απομνημονεύματα ενός στρατηγού Ν. Μακρή, εφημερίδα Εμπρός, 01/11/1909)

  3. Δια την ποιοτικήν βελτίωσιν των καπνών μας και δια την δημιουργίαν προσθέτου απασχολήσεως και εισοδημάτων και γενικώς ενίσχυσιν της οικονομίας των καπνοπαραγωγών της χώρας, ενεκρίθη και κατα το τρέχον έτος η διάθεσις σοβαρών πιστώσεων εκ κεφαλαίων της αγροτικής και του οργανισμού καπνού. Ούτω διατίθενται δι' ανέγερσιν ατομικών καπνοθηκών 12 εκατομμύρια, δια την αγοράν παραγωγικών ζώων και ζώων φόρτου 13.250.000 και δια την προμήθειαν κιβωτίων συσκευασίας καπνού 400.000. (εφημερίδα Μακεδονία, 06/06/1959)

  4. Ο πάτερ Λουκάς, κοντός, ανοιχτογόνατος, παλιός κοντραμπαντζής, πάει μπροστά και μας δείχνει το δρόμο. Κάπου κάπου στέκουνταν και μας έπιανε κουβέντα για θάλασσες, για γλέντια, για καβγάδες με τους Τούρκους. Όλη η κοσμική ζωή του σαν παραμύθι μέσα του, σαν να 'γίνε σ' έναν άλλο κόσμο πιο άγριο και επικίνδυνο, γεμάτο φωνές και βλαστήμιες και γυναίκες. Το ' λέγε και το ξανάλεγε το παραμύθι του, το ξαναζούσε και χαίρουνταν. Όλα από την παλιά του ζωή τ' απαρνήθηκε, μα όλα τα πήρε μαζί του, τυλιγμένα στο ράσο του. Κάτω από ένα μεγάλο έλατο σταμάτησε· ήθελε κουβέντα.

Ας σταθούμε, βρε παιδιά, είπε, να ξαποστάσουμε λίγο· ν' αλλάξουμε και καμιά κουβέντα, έσκασα.

Έβγαλε μιαν κρυμμένη στη ζώνη του καπνοσακούλα, έστριψε τσιγάρο, άρχισε την κουβέντα...

(από την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη, εδώ)

  1. Μια δερμάτινη καπνοθήκη χρώματος καφέ εντελώς σκέτη και βαρετή....έγινε έτσι: [σ.ς.: πώς γιά;... δέν βρήκα τη φωτό, αλλ' απ' τα παρακάτω φαντάζομαι :-Ρ] Υλικά που επαναχρησιμοποίησα: Κομμάτι απο παλιο φθαρμένο καφτάνι, ασημί ανεξίτηλο μαρκαδόρο, διάφορες χαντρούλες απο παλιά/χαλασμένα κοσμήματα, μαύρη κλωστή - βελόνα, και κούμπωμα δερμάτινο απο πέδιλο που χάλασε (το έβαλα σαν πρόσθετο λουρί να το τυλίγω γύρω απο την καπνοθήκη-δεν φαίνεται καλα στην φωτο). (από εδώ)

  2. Η φετινη μου τρελα λεγεται καπνοθηκη...ξαφνικα με επιασε μια μανια να φτιαχνω καπνοθηκες...ευτυχως εχω πολλους φιλους καπνιστες...αυτη ειναι η αγαπημενη μου...τη κρατησα για μενα..τη κεντησα με ζωακια ασπρα,μαυρα,ασημι...Δυστυχως η τσοχα ειναι αρκετα χειμωνιατικο υφασμα και συντομα θα πρεπει να φτιαξω μια καλοκαιρινη...Αλλα ας ερθει το καλοκαιρακι και δε πειραζει!!! (από ιστολόι)

Καπνοσακούλα νέας κοπής εξ Ιταλίας (από lifeingr, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη γενικής χρήσης. Αλλάζει νόημα ανάλογα την φράση που την χρησιμοποιούμε. Δείτε παραδείγματα.

  1. Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτυ της Νίκης, μπιστάγαμε (χορεύαμε) μέχρι το πρωί.

  2. Ποιος μου μπίστηξε (βούτηξε) τον αναπτήρα ρε; Είχα έναν αναπτήρα εδώ.

  3. Πα να μπιστήξουμε (φάμε) κανά σαν ντουΐ; Πείνασα...

  4. Τί πάρτυ θα 'ναι αυτό ρε; Θα μπιστάει (βαράει) καθόλου;

  5. Τι έγινε με την Σούλα χθες ρε; Την μπίστηξες (πήδηξες);

  6. Καλά ρε πρεζάκια, χθες σου άφησα ένα σακούλι γεμάτο. Πότε πρόλαβες και το μπίστηξες (ήπιες);

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στο ζαμπόν, όταν μιλάμε για κυριλέ πρεζάκια.

Τον είδες τον μαλάκα; Πάλι λε μπον ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σκάει μπάφο.

Ο ντάτουρας είναι παράφραση του ψυχοτροπικού φυτού «ντατούρα» που ευδοκιμεί κυρίως στο Μεξικό.

Χρησιμοποιείται και σαν παρατσούκλι-χαιρετισμός.

Πού 'σαι ρε ντάτουρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρέωμα (ρήμα χρεώνω, παθ. χρεώνομαι) αποτελεί, με λίγα λόγια, το κάρφωμα. Την ακούσια, συνήθως, αποκάλυψη μιας πράξης ή συνήθειας που δεν είναι συνετό να αποκαλυφθεί. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ χασικλήδων είτε αναρχικών. Από τους πρώτους, για την πράξη κάποιου η οποία βάζει σε κίνδυνο την αγάπη τους για το ..εχμ.. βότανο, για τους δεύτερους την ελευθερία τους από την αστυνομία.

  1. Ρε μαλάκα κράτα τον φοσμπά σαν άνθρωπος, χρεώνεσαι σε όλο το πάρκο!

  2. Ρε συ φόρα μαύρα όταν θα πάμε να σπάσουμε την τράπεζα, μη χρεωθείς μετά!

  3. Μα πες μου, κυκλοφορείς με τα χρεωμένα χαρτάκια (σ.ς. που λείπει το πάνω μέρος για την δημιουργία τζιβάνας);

Βλέπε και χου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified